![]() |
Μιχάλης Λιαρούτσος (1921-2015) |
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μιχάλη Λιαρούτσου Στης δύσης την αντιφεγγιά
(Στο νοσοκομείο, στα μέσα των
ογδόντα, ένας παλιός αντάρτης θυμάται τη ζωή της φυλακής και τους
συναγωνιστές που γνώρισε -και εξηγεί τη σημασία της παλιάς συμβουλής των
αριστερών: Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ).
...................................................................................
Τώρα
ο Πάνος δε βρίσκεται στη ζωή. Χάθηκε, όπως και τόσοι άλλοι. Μήδ’ ο
τάφος του θα υπάρχει κάπου, μήδε τα οστά του! Τριάντα τόσα χρόνια από
τότε, μετρά ο Ηλίας.
«Και να μετρώ και να ’ναι ο Τάκης Πλούμας τριάντα τρία χρόνια μες στη γη!» ξεφεύγει απ’ το στόμα του.
«Τι λες; Θες τίποτα;» τον ρωτά ο διπλανός του, πού ’χει ανασηκωθεί στο κρεβάτι και τον κοιτά παραξενεμένος.
Ο Ηλίας συνέρχεται. «Τίποτα», τ’ απαντά και γυρίζει πλευρό.
Στ’ αυτιά του όλο και ανεβαίνουν στίχοι, απ’ αυτούς που συνήθιζε ν’ απαγγέλλει ο Πάνος.
«Θα μας δοθεί το χάρισμα κι η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια,
γλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα
και γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν».
«Ο
Ύπνος του Καρυωτάκη», θυμάται ο Ηλίας και φέρνει μπροστά του ζωντανό
τον Πάνο, να το ψιθυρίζει ξαπλωμένος στο κελί τους, στην Κέρκυρα.
Μεγάλος
νοσταλγός ο καημένος ο Πάνος! Ο νους, η σκέψη του, το είναι του
ολόκληρο, πάντα έξω απ’ τη φυλακή. Σε περιβόλια, σε λαγκάδια, σε βουνά,
σε παραλίες κι ακρογιάλια.
Κακό
αυτό για ένα φυλακισμένο. Δείχνει άρνηση προσαρμογής. Ο ίδιος, ο Ηλίας,
δεν είχε τέτοιο πρόβλημα, το είχε ξεπεράσει. Μόνο μια φορά στην Αίγινα,
παρόλο που τότε βρισκόταν χρόνια στη φυλακή, πέταξε κι αυτουνού η ψυχή
έξω απ’ τα τείχη της, βασανίστηκε απ’ τη νοσταλγία.
Ήταν,
όταν στα γύρω απ’ τη φυλακή χωράφια φέρανε και ρίξανε άφθονη κοπριά κι η
αψιά μυρουδιά της ανέβηκε , πέρασε τα ντουβάρια, που τους κυκλώνανε,
και χύμηξε μέσα στο προαύλιό τους. «Φτου! Τι βρώμα είναι αυτή!»,
αηδίασαν οι πρωτευουσιάνοι, βάζοντας τα μαντήλια στις μυτες τους, μα
αυτός αναγάλλιασε και για κάμποσες στιγμές είχε την αίσθηση, πως
βρίσκεται στο χωριό του, στο μικρό περιβόλι τους και ποτίζει τις
ντοματιές και τις μελιτζανιές τους!
Όχι!
Ο ίδιος δεν είχε τέτοιο πρόβλημα! Αυτός, απ’ την αρχή ακόμα που μπήκε
στη φυλακή, φρόντισε και το ξεπέρασε. Με προσπάθεια βέβαια, με αγώνα.
Έμαθε κι εφάρμοζε πιστά τον κανόνα, που παλιότεροι απ’ αυτόν αγωνιστές
είχαν χαράξει για τη ζωή τους στη φυλακή. «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το
φαΐ σου και διάβαζε πολύ». Έναν κανόνα, καταστάλαγμα μακριάς πείρας από
διωγμούς, φυλακές και εξορίες προπολεμικών ακόμα χρόνων.
Ακούγεται,
βέβαια, σαν αστείο ότι ο φυλακισμένος μπορεί ν’ αγαπήσει το κελί του,
δηλαδή τα δεσμά του, τη στέρηση της ελευθερίας του! Απ’ την άλλη όμως,
το να βρίσκεσαι με το σώμα μέσα στη φυλακή κι η ψυχή σου να πετά
συνέχεια έξω, ενώ συγχρόνως αγωνίζεσαι κι αντιστέκεσαι, να σταθείς
όρθιος και να μην υποκύψεις στον εχτρό σου, για να κερδίσεις την
ελευθερία σου, αυτό πια ξεπερνά κάθε αντοχή, είναι κάτι, που μοιραία
σκοτώνει.
Βαθύτερο
λοιπόν το νόημα αυτής της πρότασης: «αγάπα το κελί σου!». Έκλεινε μέσα
της την πικρή, μα αναγκαστική, ρεαλιστική, αποδοχή της υποχρεωτικής
προσαρμογής σε μια ζωή άχρωμη και άσχημη βέβαια, αλλ’ ωστόσο
αναπότρεπτη. Αυτό ο Ηλίας το είχε απόλυτα κατανοήσει, κι όχι μόνο αυτός,
αλλά και οι περισσότεροι φυλακισμένοι. Γι’ αυτό και ποτέ δεν εννοούσαν
να παραιτηθούν απ’ την ιδέα, να κάνουν τη ζωή τους όμορφη μέσα στα δεσμά
τους, δίνοντας συνεχώς πραγματικές μάχες με τις διευθύνσεις των
φυλακών, που προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν.
Κρύβανε
στις τσέπες τους μερικά φασόλια, απ’ αυτά που καθαρίζανε για το
συσσίτιο της φυλακής, τα ρίχνανε σε μικρά ντενεκεδοκούτια με νερό και
σε λίγες μέρες είχανε στο κελί τους πρασινάδα. Αν μάλιστα, αντί φασόλια,
πετύχαιναν φακές ή στάρι, η πρασινάδα τους ήταν πιο χαριτωμένη,
δαντελένια. Ψάχνανε μέσα στα δέματα και βρίσκανε στα χαρτιά, που ήταν
τυλιγμένα τα πράματα, μικρές έγχρωμες λιθογραφίες, με ποτάμια, δέντρα,
βουνά, λίμνες κι ακρογιαλιές. Τις κόβανε και στολίζανε τους τοίχους
τους, να τις βλέπουν και να ξεκουράζεται το μάτι τους. Στρώνανε
καθημερινά όμορφα τα κρεβάτια τους, καθαρίζανε τα κελιά ή τους θαλάμους
τους, μαζεύονταν ταχτικά οι κοντοπατριώτες και λέγανε τα δικά τους,
διηγιόντουσαν ιστορίες κι ανέκδοτα, απαγγέλνανε ποιήματα, κάνανε
αστεία, ψευτοκερνιόντουσαν κιόλας, αν τύχαινε πρόσφατα και κανένα δέμα!
Μια ζωή εν τάφω, που επέμενε όμως πεισματικά να ανασταίνεται, να βγαίνει απ’ αυτόν και να γίνεται ανεκτή, ακόμα κι όμορφη.
Και να λυσσούν οι κλειδοκράτορες και να προσπαθούν όλα αυτά να τα εμποδίσουν, να τα χαλάσουν.
Έναν
καιρό, με διαταγή βασιλικών επιτρόπων και εισαγγελέων, μαζέψανε, μαζί
με πολλά, κι όλα τα σκάκια και τις τρίλιζες. Μασώντας ψίχα ψωμιού,
φτιάξανε άλλα, πιόνια, βασίλισσες άλονα κι από παλιοναοτόνια σκακιέοες ή
ντάμες, και τα κρατούσανε κρυμμένα βαθιά.
Μιαν
άλλη φορά τους πήρανε τις βαλίτσες, τα ρούχα τους υποχρεώθηκαν να τα
βάζουν κάτω απ’ τα στρώματά τους. Και κάποιαν άλλη τους μαζέψανε τις
φωτογραφίες, τα βιβλία, τις λιθογραφίες και τους πετάξανε τις
πρασινάδες.
Μαχαίρια,
πηρούνια, δεν είχανε ποτέ. Μόνο κουτάλια. Ξύνανε τα πλάγια τους στο
τσιμέντο, να τα κάνουν λίγο κοφτερά, και μ’ αυτά κόβανε το ψωμί τους
και καθαρίζανε, όταν ήταν υπηρεσία, τις πατάτες του συσσιτίου τους.
Καρέκλα, σκαμνί, δεν ξέρανε τι θα πει κι ούτε είδανε ποτέ τους, χρόνια
ολόκληρα, μέσα στη φυλακή. Μήτε τραπέζι να τρώνε σαν άνθρωποι.
Στρώνανε
κατά παρέες πάνω σ’ ένα ράντζο ή σ’ ένα κρεβάτι, από τάβλες και
στρίποδα, μια λαδόκολλα ή μια μπλε κόλλα, απ’ αυτές που ντύνανε παλιά τα
τετράδια, κι εκεί τρώγανε, καθισμένοι πλάγια, με το ένα πλευρό προς το
«τραπέζι» τους και τ’ άλλο έξω. Άσε πια το συσσίτιο!
Ένα
μαυροζούμι (τσάι υποτίθεται) για πρωινό. Εκατόν τριάντα δράμια μαύρο
απαίσιο ψωμί τη μέρα. Τρία μεσημέρια τη βδομάδα φασόλια με μαμούνια
(κρέας! σαρκάζανε), να καθαρίζεις πρώτα το πιάτο σου κι ύστερα να τρως.
Άλλα τρία, χοντρά μακαρόνια με... γράσο... λίπος το βαφτίζανε, (να
πλένεις ξανά και ξανά την καραβάνα σου και να μη φεύγει η λίγδα!). Τα
βράδια; «Απλότης!». Τρεις φορές σκέτα χόρτα, με μια κλωστή λάδι και τις
άλλες τρεις γιαχνιστές πατάτες! Έμενε η Κυριακή! Ε! Κυριακή ήταν, ψάρι
λοιπόν! Σαρανταπέντε δράμια (γραμμάρια εκατόν τριάντα πέντε) σαρδέλες ή
κατεψυγμένο ψάρι με κρεμμύδια το μεσημέρι, και το βράδυ, εξαιτίας της
μεσημεριανής καλοφαγίας, «ξηρά τροφή»! Δέκα σκέτες ελιές, σάπιες οι
περισσότερες, που μύριζαν πάντα πετρέλαιο! Υπήρχε και το κρέας. Μόνο
που το τρώγανε δυο φορές το μήνα, και φυσικά βοδινό και κατεψυγμένο,
ποιος ξέρει από ποια παλιά στοκ ψυγείων της Αργεντινής ή της
Ουρουγουάης.
Κατά τα άλλα, «αγάπα το κελί σου και τρώγε το φαΐ σου!»
Πηγή : Ιστολόγιο - Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία, του Νίκου Σαραντάκου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου