![]() |
Εργο : Οδ. Ελύτης |
Ο άνθρωπος, αντίθετα απ' ότι πιστεύεται, είναι ένα φτερωτό ον.
Όλοι ανεξαιρέτως γεννιόμαστε με φτερά. Με βάση όμως τους νόμους που διέπουν την εξέλιξη του είδους, εκεί στον πρώτο χρόνο της ζωής, τα φτερά αρχίζουν να μαδάνε και να αδυνατίζουν. Είναι η περίοδος εκείνη που μαθαίνουμε να περπατάμε. Όσο πιο καλά και σταθερά περπατάμε τόσο τα φτερά μας πέφτουν. Όλοι γύρω μας είναι πολύ χαρούμενοι για την εξέλιξη αυτή και νιώθουν υποχρεωμένοι να την ενθαρρύνουν με κάθε τρόπο.
Όμως επειδή, ο άνθρωπος είναι ένα παρά -τη- φύσει φτερωτό ον, τα φτερά αδιαφορώντας παντελώς για τους νόμους της εξέλιξης καθώς και για την ευχαρίστηση των μεγαλυτέρων, εξακολουθούν να θέλουν να φυτρώσουν. Τότε, μόλις το νιούτσικο φτεράκι πάει να σκάσει μύτη πάνω στην μικρή πλάτη του παιδιού, αρχίζουν οι μεγάλοι να τρίβουν με μανία το σημείο, το τρίβουν με γυαλόχαρτα και με τρίφτες της κουζίνας ή άλλοι το ζώνουν ολόγυρα σφιχτά με γάζες εμποτισμένες σε οινόπνευμα και σε φορμόλη, θεωρώντας ότι το να έχει κανείς δικά του φτερά είναι κάτι που πάει ενάντια στο νόμο. Και προς θεού, ο νόμος είναι νόμος!
Εντέλει τα φτερά καταστρέφονται έως το βαθύτερο κύτταρό τους.
Όμως επειδή, όπως είπαμε, τα φτερά είναι κάτι, που παρά την φύση μας και παρά το νόμο έχουμε, κάτι που αν το στερηθούμε θα πεθάνουμε, αναγκαζόμαστε, από πολύ μικροί κι αφού ματαιωθούν όλα τα φτερά μας, να κάνουμε αυτό που κάνουν όλοι : φοράμε ένα ζευγάρι δανεικά φτερά. Θεωρείται πιο σίγουρο, πιο ορθολογικό, πιο sic. Τέτοια, δανεικά φτερά υπάρχουν πολλά, χρωματιστά, φτερά παγωνιού, περιστεριού, κλώσσας, γαλοπούλας, αετού, γερακιού, γύπα, φτερά που τα φοράς και κάνουν φσσσσσ.... ή πλααφφ... ή φρουυρρρ...
Κι έτσι μπορούμε να περπατάμε με το κεφάλι ψηλά, φουσκωτοί και καμαρωτοί με τα δανεικά φτερά μας φορεμένα στους ώμους, να κοιτάμε τον κόσμο στα μάτια, να κάνουμε μ' αυτά κόλπα κι επιδείξεις, να κάνουμε θόρυβο.
Έτσι, αν ίσως συναντήσετε, κάποιους ανθρώπους που περνάνε σκυφτοί, που αποφεύγουν να κοιτάνε στα μάτια, που είναι αθόρυβοι, να ξέρετε ότι αυτοί αρνήθηκαν τα δανεικά φτερά τους και πέθαναν. Όμως, παρά τη φύση και το νόμο, ακόμα και τότε, σιγά σιγά, στην γδαρμένη και ξεσχισμένη πλάτη τους άρχισαν πάλι να φυτρώνουν εκείνα τα πρώτα, τα αέρινα κι αθόρυβα, τα ματαιωμένα φτερά τους.
Αρχίζουν τότε να ζουν ξανά, όμως μέσα στην ψυχή τους υπάρχει πάντα φόβος θανάτου και μια τρεμάμενη ελπίδα ότι, αυτή τη φορά, ίσως προλάβουν να φυτρώσουν τα φτερά τους και μάλιστα να είναι αρκετά δυνατά για να πετάξουν όταν μια Κυριακή έρθει η ώρα....
Αρχίζουν τότε να ζουν ξανά, όμως μέσα στην ψυχή τους υπάρχει πάντα φόβος θανάτου και μια τρεμάμενη ελπίδα ότι, αυτή τη φορά, ίσως προλάβουν να φυτρώσουν τα φτερά τους και μάλιστα να είναι αρκετά δυνατά για να πετάξουν όταν μια Κυριακή έρθει η ώρα....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου