Εργο : Γ. Κόρδης Κάποιος είπε : Να λύσετε τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου, παιδιά. Ήταν τότε, νομίζω, που η χαρά του ξεχείλισε. Κάθε φορά που ερχόταν στο χωριό τα καλοκαίρια ήταν χαρούμενος. Αυτός ο ήρεμος, ο αθόρυβος άνθρωπος, κοντούλης κι αδύνατος, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, ρίχτηκε εργάτης στην Αθήνα από αμούστακο παιδί, ορφάνια, η μάνα μόνη της, αυτός κάπως κούτσαινε και μια αδελφή στο βουνό, αντάρτισσα και το χωριό να λέει... Αυτός με την μεγάλη απαντοχή ο ταπεινός άνθρωπος που μιλούσε σιγανά και κάπως κούτσαινε, δούλεψε για χρόνια, ένα μυρμήγκι μες τη σαρωτική βουή ενός θηριώδη κόσμου. Παρέμεινε φτωχός κι άσημος, άλλα πράγματα τα καταλάβαινε κι άλλα όχι. Όμως κάθε φορά που ερχόταν στο χωριό, κι άνοιγε τα παράθυρα του πατρικού σπιτιού, έπαιρνε την καρέκλα του και καθόταν στην αυλή με τη μουρνιά και την κρεβατίνα, ο κόσμος του φαινόταν ένας τόπος κατάλληλος για τους απλούς ανθρώπους τους κοντούς, τους κουτσούς, τους δίχως...