«Το βασικό είναι να νιώσεις εσύ καλύτερα», έτσι άκουσα τον γιατρό να μου λέει.
Λογικό μου φάνηκε.
Από τους γιατρούς ακούς λογικά πράγματα.
Γι’αυτό εξάλλου έχουν τόση πέραση τα λόγια τους. Περισσότερο από των δασκάλων φερ’ειπείν, ασφαλώς περισσότερο από των πολιτικών, ίσως και από των δημοσιογράφων.
Απέναντι σε μια τόσο λογική πρόταση, τι να αντιτάξει κανείς; Μια ενδεχόμενη άρνηση της πρότασης αυτής θα σήμαινε αμφισβήτηση των θεμελίων του ωφελιμισμού σε προσωπικό επίπεδο. Θα σήμαινε, ότι «όχι, εγώ δεν θέλω, δεν ενδιαφέρομαι να νιώσω καλύτερα». Θα σήμαινε, ότι εγώ θέλω μόνο να νιώθω.
Χωρίς προεκτάσεις επί τω χείρω ή τω βέλτιστω.
Άκρως ακατανόητη τοποθέτηση. Αρκετή για να σε εκσφενδονίσει πέρα από ό,τι είναι κυρίαρχα παραδεκτό στον κόσμο τούτο. Σε καθιστά αυτομάτως επίφοβο όχι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και γι’ αυτή ταύτη την διασάλευση της κοινωνικής τάξης ακόμα και της δημοκρατικής νομιμότητας, όπως θα προσπαθήσω να δείξω.
Αναφέρομαι στην αβασάνιστη, στην κοινοτυπία της συνταγογράφησης ψυχοφαρμάκων και αγχολυτικών, κάτι που πλέον αφορά το σύνολο του πληθυσμού και όχι κάποιες ιδιαίτερες παθολογικές μειονότητες.
Ξέρω ότι η άποψη αυτή θα ξενίσει πολλούς και θα απορριφθεί ακόμα κι απ’ αυτούς υπέρ των οποίων διατυπώνεται. Ας είναι.
Δεν μ’ ενδιαφέρει να συνδέσω την έξαρση του φαινομένου με την οικονομική κρίση και τα αδιέξοδά της (ατομικά ή κοινωνικά). Τόσα και τόσα φαινόμενα βρίσκονται σε έξαρση αυτά τα χρόνια. Ούτε καν με την φαρμακοβιομηχανία η οποία ανθεί δίπλα στην βιομηχανία πολεμικών όπλων.
Το φαινόμενο διαθέτει μια βαθύτερη λογικότατη νομιμοποίηση που το καθιστά σχεδόν απρόσβλητο από κάθε κριτική.
Η καθημερινή λήψη αγχολυτικών και ψυχοφαρμάκων, γίνεται πλέον κάτι σαν ο απαραίτητος εξοπλισμός του δυτικού ανθρώπου για να τα βγάζει πέρα με την ζωή του και για να ρυθμίζει σε ένα ανεκτό επίπεδο τις σχέσεις του με τον άλλο. Είναι ένα μέσο προστασίας και ασφάλειας και στη συνείδησή του κατέχει ήδη μια θέση, πλάι στην θέση που μέχρι πρότινος είχαν τα θεμέλια της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή της αυτοδιάθεσης, της ατομικής ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων του πολίτη. Ενδεχόμενη παύση της λήψης τους θα ισοδυναμούσε με κατάρρευση του δικαιώματος της ευτυχίας του δυτικού ανθρώπου, κάτι χάριν του οποίου έχουν επινοηθεί και θεσμοθετηθεί όλοι οι παραπάνω μύθοι – θεμέλια.
Ακριβώς γιατί τα θεμέλια αυτά έχουν φθαρεί τόσο πολύ, μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο, κυριαρχούμενο από τα media, υποταγμένο στις αγορές και στο σιδερένιο νόμο του κέρδους κόσμο, και ελλείψει άλλων θεμελίων, η λήψη φαρμάκων που να «κανονίζουν», «ρυθμίζουν» το συναίσθημα και την συμπεριφορά αποκτά χαρακτήρα συγκροτητικό για την μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Είναι αυτό το "βασικό" που είπε ο γιατρός μου.
Επί της ιδίας βάσεως, αυτοί που μας κυβερνούν, αυτοί που πάνε στα νομοθετικά σώματα για να νομοθετήσουν, αυτοί που λαμβάνουν μικρόφωνα για να μας ενημερώσουν, αυτοί που ανεβαίνουν επί των σκηνών για να μας διασκεδάσουν, αυτοί που ανεβαίνουν επί των δικαστικών εδράνων για να μας δικάσουν, αναλαμβάνουν καθημερινά τους ρόλους τους αυτούς, αφού πριν έχουν λάβει το μερίδιό τους από αυτή την ψυχοφαρμακευτική υποστήριξη.
Ακόμα και οι δικοί μας άνθρωποι, οι γνωστοί και οι φίλοι, όλοι εκ των προτέρων συμφωνούν ότι αυτός ο κόσμος που φτιάξαμε δεν αντέχεται, δεν μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει ούτε με τις φροϋδικές θεωρίες, ούτε με τις φιλοσοφικές αντιστάσεις, ούτε καν με τα προτάγματα του δυτικού ορθολογισμού. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, παρά η εξασφάλιση ενός μίνιμουμ επιφαινόμενης κοσμιότητας και λειτουργικότητας, στο επίπεδο του βιολογικού - ορμονικού ελέγχου.
Στη συντριπτική πλειοψηφία και λογικά σκεπτόμενοι, συμφωνούν ότι η λήψη τέτοιων σκευασμάτων – θωράκισης είναι απαραίτητη, πλέον. Είναι μια απολύτως ατομοκεντρική "λύση", απορριπτική της δύναμης του λ/Λόγου και της επι-κοινωνίας του "φύσει" πολιτικού ζώου, που περιέγραψε ο Αριστοτέλης.
Είναι κάτι σαν μέρος ενός ατομικού σύμπαντος, όπως το σπίτι, όπως η δουλειά, όπως η εξασφάλιση, όπως όλα αυτά που πάνω τους θεμελιώθηκε η νεωτερική κοινωνία, των ασύνδετων υποκειμένων . Και το οποίο δικαιούσαι για να νιώθεις καλύτερα, ως μια ευθύνη απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους, ως η συμμετοχή σου σ’ αυτό το κατά συνθήκη ψεύδος της ατομικής ευτυχίας. Διαφορετικά η μοναξιά θα ξεχείλιζε, η απόγνωση θα ούρλιαζε, η αγανάκτηση θα ορμούσε στους δρόμους. Η άρνηση θα ήταν ήδη εδώ...
100 χρόνια μετά την εισήγηση του Φρόιντ για το ασυνείδητο – για το οποίο σαφείς αναφορές έχουμε ήδη στην Πολιτεία του Πλάτωνα (571b, 571e, 572a, 572b)- μετά από τόση συζήτηση για την υπαρξιακή αγωνία και το έρεβος των ανθρώπινων ορμών και τάσεων, μετά από μια μεγαλειώδη πορεία του ανθρώπινου πνεύματος να συλλάβει το νόημα και να διατυπώσει τις αρχές ενός νέου ενσυνείδητου ανθρωπισμού, οι σύγχρονες κοινωνίες υποτάσσονται στην αρχή ενός ματεριαλιστικού ωφελιμιστικού μοντέλου, που στο κέντρο του βάζει ως στόχο τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, είναι το αντικείμενο της έρευνας των πιο σύγχρονων επιστημονικών εργαστηρίων και των πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, κι αυτό όχι για να αποκρυπτογραφηθούν τα λεγόμενα μυστήρια, αλλά για να γίνει δυνατός ο πλήρης έλεγχος της ανθρώπινης φαντασίας, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών. Αποτελέσματα των ερευνών αυτών ήδη έχουν εφαρμογές σε πάμπολλες πλευρές της κυβερνητικής και του marketing.
Όλοι ξέρουν ότι πλέον βρισκόμαστε ενώπιον ενός κόσμου που έχει πολύ καταναγκασμό, και μεγαλειώδεις απάτες, που είναι φτιαγμένος για να κατοικείται από άλλου είδους ανθρώπινα όντα, που δεν θα πονάνε τόσο πολύ, που δεν θα νιώθουν αδύναμα και ευάλωτα, που δεν θα είναι εκτεθειμένα στο κακό που βρίσκεται εντός τους και εκτός τους, που δεν θα είναι σε θέση να τα νιώσουν όλα αυτά.
Θα αναρωτηθεί κανείς και γιατί, παρακαλώ να πρέπει να νιώθουν όλα αυτά τα επώδυνα πράγματα; Από κάποια μαζοχιστική διαστροφή, ίσως;
Η απάντηση είναι : Όχι. Αλλά διότι οι άνθρωποι είναι τα μόνα όντα που είναι σε θέση να τα νιώσουν ως ένα μέρος της φύσης τους, να τα αρνηθούν κιόλας και να επιθυμήσουν να φτιάξουν κάτι άλλο.
Ναι, η άποψή μου αυτή δεν θα βρει πολλούς υποστηρικτές γιατί όλοι οι άνθρωποι θέλουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να γίνουν κάποτε ευτυχισμένοι και κυρίως γιατί δεν νιώθουν ελεύθεροι ούτε να επιθυμήσουν ούτε να φτιάξουν κάτι άλλο.
Ό,τι ήταν να φτιαχτεί, φτιάχτηκε ήδη… Ή μήπως όχι ακόμα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου