Βραδιάζει νωρίς, τέλος Σεπτέμβρη. Δεν ανοίγω τα φώτα. Παραμένω στο σκοτάδι και φέγγουν μόνο οι ήττες μου. Οι ήττες είναι από φώσφορο.
Στο πατρικό μου σπίτι είχαμε ένα τέτοιο αγαλματάκι από φώσφορο "Η Ψυχή κι ο Έρωτας" . Αυτό το γνωστό αγαλματάκι που η ψυχή αγκαλιάζει τον έρωτα και κρέμεται από τον λαιμό του. Μου φαινόταν τόσο περίεργο όταν, όλα τα άλλα αντικείμενα στο δωμάτιο χάνονταν μόλις έσβηνε το φως του διαδρόμου -κάπου εκεί ανάμεσα σε διάδρομο και σαλόνι κοιμόμασταν- αυτό το αγαλματάκι που στο φως της ημέρας ήταν σχεδόν αδιάφορο, στο σκοτάδι αποκτούσε μια μαγική δύναμη που σε αιχμαλώτιζε.
Οι ήττες είναι από φώσφορο. Σ' αιχμαλωτίζουν.
Ατελείωτες ήττες, συνεχόμενες η μια πίσω από την άλλη, σαν στρατιωτάκια παιδικού παιχνιδιού, σαν αγαλματάκια που πουλάνε στα πανηγύρια ή σαν τα "Κεριά" του Καβάφη.
Τις βλέπω μια μια.
Όλες μέχρι και τούτες τις μεγάλες, τις τελευταίες, τις πιο γλυκές, τις πιο πικρές, τις πιο αγαπημένες.
Άλλοι μιλούν για νίκες λαμπρές.
Εγώ μιλώ για τούτο τον Σεπτέμβρη που τελειώνει μ' έναν θάνατο.
Εγώ μιλώ για ήττες φωσφορούχες.
Οι ήττες σου κλέβουν τα μάτια και σου γδέρνουν τα σπλάχνα όπως αυτός ο στίχος του Ελύτη "σα να μουν άλλος κι όχι εγώ μεσ' τη ζωή πορεύτηκα".
Για πόσο ακόμα; Για πόσο ακόμα;
Εντάξει άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, γι' αλλού ξεκίνησα. Όμως κι αυτά τα αγάπησα.
Γι' αυτό, επειδή τ' αγάπησα πολύ Ηττήθηκα παντελώς.
Εντάξει, δεύτερη ζωή δεν έχει.
Έχω σβηστά τα φώτα και προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η πρώτη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου