Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_διαφημιστική αποδομητική : "Φάγαμε τον δρόμο" και με τη φόρα που έχουμε πάρει...



Το project είναι εξαιρετικά απλό : 
Μια εταιρεία παραγωγής μπύρας διαφημίζει το προϊόν της, την μπύρα, και σε συνεργασία με επιχειρήσεις εστίασης διαφόρων περιοχών, οι οποίες επίσης διαφημίζονται (θα μπορούσαμε να το πούμε "επιχειρηματικός διϋποκειμενισμός")  παράγεται μια σειρά ταινιών μικρών μήκους που έχουν εντελώς καινούργια χαρακτηριστικά:

Έχουν ένα ντοκιμαντερίστικο στυλ ταινιών "δρόμου", αποπνέουν μια αμεσότητα και όχι έναν στημένο επαγγελματισμό, έχουν ελεύθερο λεξιλόγιο όπως αυτό της καθημερινότητας, ακούγονται γέλια, επιφωνήματα, ατάκες, ακούγονται ακόμα και λέξεις όπως "μαλάκα", οι διάλογοι είναι ελεύθεροι, εμφανίζονται απλοί καθημερινοί άνθρωποι όπως ζουν στην καθημερινότητά τους και που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε παντού, στην θέση του καθενός από αυτούς θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς.

Η ταύτιση πρέπει να είναι απόλυτη και να μην αφήνει περιθώριο κανένα σημείο διαφοράς, από το οποίο θα μπορούσε, ίσως,  να εγερθεί ένα "Οχι!"
Η παρέα αυτή περιφέρεται στα διάφορα στέκια φαγητού της περιοχής και...
τι κάνει;
-Τρώει...
Η ζωή τους, η παρέα τους, η φιλία τους 
φαίνεται να είναι ένα απάνθισμα χαρούμενων στιγμών και μιας ευδιαθεσίας
που θα μπορούσαμε να πούμε ευτυχία.
Πώς πετυχαίνεται αυτή η "ευτυχία";
Η απάντηση είναι η ίδια, όπως παραπάνω
- απλώς Τρώει...

Θυμάμαι στη γειτονιά της Αθήνας που μεγάλωσα υπήρχε ένα ταβερνείο... το μόνο στην περιοχή εκείνη την εποχή...
Με αυλή χωμάτινη, κληματαριά, δυο ξύλινα τραπέζια έξω για το καλοκαίρι
και καμιά δεκαριά μέσα για το χειμώνα. Με βαρέλια και μια κουζίνα στο βάθος πίσω από τον πάγκο του ταβερνιάρη....μια γυναικεία μορφή που δεν μπορώ να δω καθαρά αλλά την αισθάνομαι
μυρωδιά κρασιού και κάτι να τηγανίζεται...
μας έστελνε ο πατέρας μας στο Σολωμονίδη -έτσι λέγανε τον ταβερνιάρη- με μια γυάλινη μπουκάλα να πάρουμε ρετσίνα.
- Πες του να την γεμίσει....

Ποτέ δεν σκέφτηκε ο Σολωμονίδης ότι το ταβερνείο του, το κρασί που μας έδινε, τα σμυρναίικα κεφτεδάκια που έφτιαχνε  η σκυθρωπή συμβία του χωμένη στη κουζίνα,
θα μπορούσαν να περιβληθούν με τέτοια φαντασμαγορία ώστε να αποτελούν
μέγιστη απόλαυση,
αξία ζωής,
πηγή χαράς
και το νόημα

Αυτή είναι η διαφορά.
Γι'αυτό δεν υπάρχει Σολωμονίδης πιά
παρά μόνο ικανοποιημένα ανώτερα θηλαστικά
που μόνο τρώνε
τρώνε
τρώνε

και, βέβαια, αυτοί που εξασφαλίζουν τον μεταβολισμό των εμπορικών τους συμφερόντων
σε ευτυχία των θηλαστικών.


  


ΥΓ. Υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι αυτές οι ταινίες (που απ' ότι είδα είναι ήδη 17 στον αριθμό και κυκλοφορούν στο διαδίκτυο) και το 80% των διαφημίσεων που αφορούν πλέον το φαγητό και τις γευστικές ηδονές, που μπορεί κάποιος να απολαύσει αγοράζοντας το τάδε προϊόν ή ψωνίζοντας από το δείνα πολυκατάστημα,  δεν είναι ο πιο ιδιωτικός κόσμος που μπορεί κάποιος να έχει
δεδομένης της χρεοκοπίας κάθε άλλου δυνατού να υπάρξει κόσμου;





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός