Πολλοί αναρωτιούνται ήδη εάν και τι θα μείνει από την τραγωδία των τελευταίων ημερών στην Αττική, εννοώντας ότι σύντομα τα φώτα της δημοσιότητας θα στραφούν αλλού και σιγά σιγά το γεγονός -παρότι μας συντάραξε- θα ξεχαστεί, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν και μάλιστα, όπως συμβαίνει ειδικά στη χώρα μας, χωρίς να αφήσει πίσω του κάτι που θα μας έκανε πιο οργανωμένους και πιο αποτελεσματικούς σε πολιτειακό επίπεδο.
Πράγματι ισχύει αυτή η πεποίθηση και μάλιστα δεν αφορά μόνο στη χώρα μας αλλά και στη παγκόσμια ιστορία δεν είναι λίγες οι φορές που η ανθρωπότητα δεν στάθηκε ικανή να γίνει σοφότερη από φοβερές καταστροφές και γεγονότα ασύλληπτης φρίκης.
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό; Τι υπάρχει να μάθουμε από τέτοια γεγονότα και δεν καταφέρνουμε να μάθουμε; Να ένα ερώτημα που θα άξιζε να αναρωτηθούμε.
Ίσως μπορέσουμε να βρούμε μια απάντηση αν ρίξουμε μια ματιά στην εκ των υστέρων δημόσια συζήτηση που ξεδιπλώνεται στο απόηχο των γεγονότων. Στόχος των συζητήσεων που γίνονται καθημερινά -είτε επίσημα μεταξύ των διαφόρων πολιτειακών παραγόντων είτε και ανεπίσημα ανάμεσα στους πολίτες- είναι η ανίχνευση και ο εντοπισμός των αντικειμενικών εκείνων παραγόντων που θα μπορούσαν να αποτελούν ο καθένας από μόνος του ή σε συνδυασμό μεταξύ τους, τις αιτίες για την καταστροφική πυρκαγιά όπως εξελίχθηκε.
Ασφαλώς οι αντικειμενικοί αυτοί παράγοντες υπάρχουν και θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πάρα πολλούς, δίνοντας έμφαση σε αυτόν ή αυτούς τους παράγοντες που θέλει να τονίσει. Αντικειμενικοί παράγοντες είναι π.χ. ο ισχυρός άνεμος, ο ελάχιστος διαθέσιμος χρόνος, κάποιος εμπρηστής που έδρασε βάσει σχεδίου ή και από διαταραγμένο ψυχισμό, ο κακός συντονισμός των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας, η ολιγωρία κάποιων μηχανισμών, η κακή πολεοδόμηση, η αυθαιρεσία, η κυβερνητική ανεπάρκεια, ακόμα και η κλιματική αλλαγή κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό απαντούν στο πώς έγινε το γεγονός, πώς δηλαδή η φωτιά εξαπλώθηκε, πώς μπλόκαραν οι δρόμοι, πώς λειτούργησαν οι υπεύθυνοι κ.ο.κ. Η αναζήτηση του πώς λειτουργεί κάτι, πώς εκδιπλώνεται στον χρόνο και στον τόπο είναι μια κατά βάση "επιστημονική" αναζήτηση και γι' αυτό θα δείτε πολλούς ειδικούς διαφόρων ειδικοτήτων (των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων) να καλούνται στα κανάλια και να προσεγγίζουν ο καθένας από την μεριά του αυτό το πώς.
Στην καλύτερη περίπτωση η δημόσια συζήτηση, που για διάφορους λόγους (μικροπολιτικής σκοπιμότητας, υπεκφυγής ευθυνών κλπ.) αρχίζει και τελειώνει στον εντοπισμό των αντικειμενικών παραγόντων, λειτουργεί με τον δικανικό τρόπο της αναζήτησης και εύρεσης της ορθότητας και της παρατυπίας, ίσως να οδηγήσει στην λήψη κάποιων μέτρων εκ μέρους της πολιτείας, που θα απαντούν στα πώς που διατυπώθηκαν, θα έχουν ίδιο με αυτά χαρακτήρα και ως σκοπό την βελτίωση των διαφόρων πώς, τα οποία δεν είχαν προσεχθεί όσο θα έπρεπε ή δεν είχαν ληφθεί καν υπόψη. Παράλληλα όμως είναι ενδεικτική και του τρόπου με τον οποίο το γεγονός αυτό πρόκειται να καταγραφεί στην ατομική και συλλογική μας συνείδηση. Το γεγονός καταγράφεται μέσα από τα αντικειμενικά του χαρακτηριστικά και ως έτσι καταγραμμένο απαιτεί την συμμόρφωση όλων των έλλογων πρακτόρων (agents) π.χ. να τηρήσουμε τους νέους πολεοδομικούς κανονισμούς, να υπάρχει καλύτερη σήμανση και οδοί διαφυγής, να υπάρχει και να λειτουργεί σχέδιο εκκένωσης κ.ο.κ.
Το ερώτημα είναι εάν αυτή η καταγραφή εξαντλεί την αληθινή όψη της πραγματικότητας και αν τελικά το γεγονός, ειδωμένο μέσα από τα αλλεπάλληλα πώς, καταφέρνει να μας μάθει πραγματικά κάτι γι' αυτήν.
Η συζήτηση περί του γιατί, σκιαγραφεί ένα πολύ ευρύτερο ορίζοντα νοηματοδοτήσεων της πράξης στον οποίο, η αλήθεια είναι ότι, τα πράγματα δεν είναι είναι τόσο σαφή και καθορισμένα, καθώς ο καθένας μπορεί να νοηματοδοτεί αλλιώς την πράξη του, την στάση του, την ύπαρξή του, να δίνει άλλους λόγους στο γιατί κάνει ό,τι κάνει. Έτσι η συζήτηση περί του γιατί αποτελεί το σκοτεινό προσωπικό βασίλειο, για το οποίο συνήθως εμείς οι ίδιοι δεν θέλουμε να ξέρουμε τίποτα, κι όμως αυτό, εν αγνοία μας, υπάρχει.
Θα σας πω μια προσωπική εμπειρία, που δεν έχει καμία σχέση με τις φωτιές βέβαια, αλλά είναι μια παραδειγματική περίπτωση της διαφοράς μεταξύ του πώς και του γιατί, και του τρόπου που αυτά τα δύο μαζί συνιστούν πραγματική και ολοκληρωμένη γνώση της πραγματικότητας.
Αυτοί όμως είναι, κάθε φορά και σε κάθε εποχή, ελάχιστοι.... και επιπλέον δεν τους καλεί κανείς να μιλήσουν (όχι ότι θα πήγαιναν!) καθότι η στάση τους αυτή δεν είναι μόνο μια προσωπική στάση απέναντι στη ζωή χωρίς κανένα μαζικό ενδιαφέρον αλλά και ένας κίνδυνος για τον πολιτισμό μας....
Στην καλύτερη περίπτωση η δημόσια συζήτηση, που για διάφορους λόγους (μικροπολιτικής σκοπιμότητας, υπεκφυγής ευθυνών κλπ.) αρχίζει και τελειώνει στον εντοπισμό των αντικειμενικών παραγόντων, λειτουργεί με τον δικανικό τρόπο της αναζήτησης και εύρεσης της ορθότητας και της παρατυπίας, ίσως να οδηγήσει στην λήψη κάποιων μέτρων εκ μέρους της πολιτείας, που θα απαντούν στα πώς που διατυπώθηκαν, θα έχουν ίδιο με αυτά χαρακτήρα και ως σκοπό την βελτίωση των διαφόρων πώς, τα οποία δεν είχαν προσεχθεί όσο θα έπρεπε ή δεν είχαν ληφθεί καν υπόψη. Παράλληλα όμως είναι ενδεικτική και του τρόπου με τον οποίο το γεγονός αυτό πρόκειται να καταγραφεί στην ατομική και συλλογική μας συνείδηση. Το γεγονός καταγράφεται μέσα από τα αντικειμενικά του χαρακτηριστικά και ως έτσι καταγραμμένο απαιτεί την συμμόρφωση όλων των έλλογων πρακτόρων (agents) π.χ. να τηρήσουμε τους νέους πολεοδομικούς κανονισμούς, να υπάρχει καλύτερη σήμανση και οδοί διαφυγής, να υπάρχει και να λειτουργεί σχέδιο εκκένωσης κ.ο.κ.
Το ερώτημα είναι εάν αυτή η καταγραφή εξαντλεί την αληθινή όψη της πραγματικότητας και αν τελικά το γεγονός, ειδωμένο μέσα από τα αλλεπάλληλα πώς, καταφέρνει να μας μάθει πραγματικά κάτι γι' αυτήν.
Σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να αρνηθεί την ύπαρξη αντικειμενικών παραγόντων, όταν όμως ένα γεγονός, όπως αυτό εκδηλώθηκε στο σύνολό του, φτάνει να προσεγγίζεται μόνο μέσω αυτών των παραγόντων οι οποίοι θεωρούνται αντικειμενικές αιτίες που το προκάλεσαν, αυτό σημαίνει ότι το γεγονός εξαντλείται σε ένα υπερ-ατομικό αντικειμενικό επίπεδο, το οποίο σύντομα και όσο περνάει ο χρόνος θα γίνεται όλο και πιο μακρινό, κάτι που όλο και περισσότερο δεν θα μας αφορά στο εδώ και στο τώρα.
Αυτό που χάνεται από την δημόσια συζήτηση είναι το γιατί των γεγονότων. Λέγοντας γιατί, εδώ εννοούμε το νόημα των γεγονότων της πραγματικότητας, δηλαδή τον χαρακτήρα που λαμβάνει η εξατομίκευση της πραγματικότητας σε επίπεδο ατομικού και συλλογικού νοήματος της καθημερινής χρονικής ύπαρξης, εκείνων των όντων που έχουν την δυνατότητα όχι μόνο να συμμορφώνονται στην πραγματικότητα αλλά και να την δημιουργούν. Η συζήτηση περί του γιατί, σκιαγραφεί ένα πολύ ευρύτερο ορίζοντα νοηματοδοτήσεων της πράξης στον οποίο, η αλήθεια είναι ότι, τα πράγματα δεν είναι είναι τόσο σαφή και καθορισμένα, καθώς ο καθένας μπορεί να νοηματοδοτεί αλλιώς την πράξη του, την στάση του, την ύπαρξή του, να δίνει άλλους λόγους στο γιατί κάνει ό,τι κάνει. Έτσι η συζήτηση περί του γιατί αποτελεί το σκοτεινό προσωπικό βασίλειο, για το οποίο συνήθως εμείς οι ίδιοι δεν θέλουμε να ξέρουμε τίποτα, κι όμως αυτό, εν αγνοία μας, υπάρχει.
Θα σας πω μια προσωπική εμπειρία, που δεν έχει καμία σχέση με τις φωτιές βέβαια, αλλά είναι μια παραδειγματική περίπτωση της διαφοράς μεταξύ του πώς και του γιατί, και του τρόπου που αυτά τα δύο μαζί συνιστούν πραγματική και ολοκληρωμένη γνώση της πραγματικότητας.
Την σχολική μου ζωή μπορώ να την χωρίσω σε δύο διακριτές περιόδους. Στην πρώτη που διήρκεσε όλα τα έξι χρόνια της δημοτικής μου εκπαίδευσης και όπου δεν μπορούσα να μάθω με τίποτα ορθογραφία των λέξεων και τα έξι της γυμνασιακής μου εκπαίδευσης όπου έμαθα τελικά ορθογραφία. Η διαφορά βρισκόταν στο ότι στην πρώτη περίοδο προσπαθούσα αλλά δεν κατάφερνα να συμμορφώσω το μυαλό μου στην εικονιστική αποτύπωση των λέξεων και να θυμάμαι πώς γράφεται η κάθε μια με τον αντικειμενικό τρόπο της φωτογραφικής ακρίβειας. Ήταν τόση η δυσανεξία μου σ' αυτό ώστε οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής με θεώρησαν διανοητικά ανεπαρκές παιδί. Αυτό άλλαξε όταν μια φωτισμένη καθηγήτρια στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, μου έδειξε το γιατί οι λέξεις γράφονται έτσι όπως γράφονται στην ελληνική γλώσσα, γιατί οι λέξεις έχουν μια ιστορία μέσα στο χρόνο, γιατί οι λέξεις δεν είναι μόνο συμμόρφωση σε κανόνες αλλά συμμετέχουν στην παραγωγή του νοήματος ενός κειμένου, και είναι αυτές που είναι, σε αυτήν την παράγραφο, με αυτή τη διάταξη κ.ο.κ. Τώρα, ναι... όλο αυτό με τις λέξεις έβγαζε κάποιο νόημα και η σχέση με τις λέξεις ήταν κάτι ζωντανό, κάτι που πρωτίστως αφορούσε εμένα και όχι κάποια γραμματική ορθότητα. Ορθογραφία τελικά έμαθα αντιγράφοντας το έργο Αδερφοφάδες του Ν. Καζαντζάκη και συζητώντας γι' αυτό.
Εάν το πώς της αντικειμενικής πραγματικότητας δεν συναντήσει το γιατί του εξατομικευμένου νοήματος, καμία γνώση δεν θα έχουμε αποκομίσει από την πραγματικότητα αυτή, την οποία χαρακτηρίσαμε με τόσο έντονα και φορτισμένα επίθετα.. Αν και πληροφορηθήκαμε τα πάντα γι' αυτήν και τα γεγονότα που την συνιστούν, στην ουσία τίποτα δεν θα έχουμε κατορθώσει να μάθουμε απ' αυτήν και τίποτα δεν θα εμποδίσει την επανάληψη του κακού, το οποίο μπορεί να μην εκδηλωθεί ποτέ με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο τόπο, αλλά θα παραμένει πάντα μια ανοιχτή εκδοχή, έτοιμη να εκδηλωθεί με διάφορους και ποικίλους τρόπους στην καθημερινή μας ύπαρξη.
Το ερώτημα του γιατί συμβαίνει κάτι, γιατί κάνω ό,τι κάνω είναι ένα γνήσιο ανοιχτό ερώτημα που απευθύνεται στον καθένα και συντελεί στην ωρίμανση. Μια κοινότητα ώριμων έλλογων ανθρώπων αναζητά το γιατί, διότι μόνο αυτή η αναζήτηση μπορεί να ανταποκριθεί στην πρόκληση της ανοιχτότητας και της ευπάθειας του ανθρώπινου πράττειν. Η προσπάθεια όμως που καταβάλλεται πανταχόθεν είναι αυτός ο λαός να μην ωριμάσει ποτέ, αλλά να βαυκαλίζεται μπλεγμένος στις δάφνες του παρελθόντος και στις κολακείες του παρόντος....
Εάν συναντήσετε κάποιον, ο οποίος μετά την φωτιά στο Μάτι της Αττικής, χωρίς να είναι απαραίτητα κάτοικος της περιοχής, είναι έτοιμος να ζημιώσει έστω και λίγο ο ίδιος τον εαυτό του, να παραιτηθεί από το στενό ατομικό του συμφέρον, από την διεκδίκηση του χρυσόμαλλου δέρατος που λέγεται "κόσμος" και "ευζωία", π.χ. ένας καταστηματάρχης ο οποίος δεν κλείνει με τραπεζοκαθίσματα τον δρόμο, ένας κάτοικος που δέχεται ο κάδος των απορριμμάτων να βρίσκεται έξω από το δικό του παράθυρο και δεν τον σπρώχνει στο παράθυρο του γείτονα, ένας οδηγός που παραχωρεί την προτεραιότητα σε μια γάτα στο δρόμο, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος ή άλλος πολιτειακός παράγοντας που παραιτείται χωρίς προφανή λόγο ή χωρίς να του το ζητήσει κανείς κ.ο.κ., αυτός να ξέρετε ότι δεν αρκέστηκε στις απαντήσεις των διαφόρων πώς των ειδημόνων, αλλά έδωσε την δική του απάντηση στο γιατί του νοήματος, γιατί να είναι έτσι και όχι κάπως αλλιώς τα πράγματα.
Αυτοί όμως είναι, κάθε φορά και σε κάθε εποχή, ελάχιστοι.... και επιπλέον δεν τους καλεί κανείς να μιλήσουν (όχι ότι θα πήγαιναν!) καθότι η στάση τους αυτή δεν είναι μόνο μια προσωπική στάση απέναντι στη ζωή χωρίς κανένα μαζικό ενδιαφέρον αλλά και ένας κίνδυνος για τον πολιτισμό μας....
Εξαιρετικό!Μου άρεσε που εμπλέξατε το προσωπικό σας βίωμα στην ανάπτυξη των γενικότερων προβληματισμών σας. Έτσι το κείμενο παίρνει χρώμα και άρωμα και μένει στη συνείδηση του αναγνώστη, περισσότερο χρόνο, επιτελώντας ζυμώσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή