Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ιστορίες φροντίδας σε χώρο εσωτερικό (xii)

Ποιά μάχη δινόταν ακόμα;
Τι πάλευε αδυσώπητα μέσα της;
Ποιός ήταν ο εχθρός;

Εγώ ήμουν μια ξένη.
Εκείνη ήταν, βέβαια, στο σπίτι της, εδώ θα πέθαινε...
Τα παιδιά της επέλεξαν να την κρατήσουν στο σπίτι που έζησε όλη την ζωή της και να μην καταφύγουν στην λύση κάποιου Ιδρύματος, κάποιου Οίκου Ευγηρίας. Έτσι ένοιωθαν ότι εκτελούσαν το χρέος τους. Και πράγματι το εκτελούσαν. Να πεθάνει στο σπίτι της....
Αυτή όμως είχε από χρόνια καταφύγει στο Ίδρυμα... γιατί αυτή ήταν η βαθύτερη ανάγκη της...

Εγώ ήμουν μια ξένη.
Εκτελούσα κι εγώ τα καθήκοντά μου. Γι΄αυτό εξάλλου με πλήρωναν εκείνοι που εκτελούσαν το χρέος τους. Κατάκοιτος ο άνθρωπος, όλη η λειτουργία του σώματός του στα χέρια μου, το μάσημα της τροφής, οι κοιλότητες του σώματος, τα κόκαλα, οι σάρκες, οι φουσκάλες, τα υγρά, τα περιττώματα, τα μαλλιά, τα νύχια, τα ούλα.... πολύ συγκεκριμένα πράγματα.
Πιο κοντά δεν γίνεται.
Κάθε φορά που εκτελούσα τα καθήκοντά μου, την ρωτούσα απλές μονολεκτικές ερωτήσεις : εντάξει; κρυώνεις; ζεσταίνεσαι; χόρτασες; τι θέλεις;
τι θέλεις;
Θέλεις κάτι;

Οι απαντήσεις ήταν νεύματα του κεφαλιού : ναι, όχι....
Ή μικρές λέξεις που ίσα φτάναν στα αυτιά μου, σαν μια φωνή ξεψυχισμένη που έβγαινε από βαθιά μέσα της χωρίς να κινηθούν τα χείλη.

-Θέλεις κάτι άλλο;
-Προστάτη...

Προστάτη.
Δεν το άκουγα για πρώτη φορά. Το έλεγε συχνά και πριν καταπέσει στο κρεβάτι.
Τώρα όμως μου φάνηκε ότι είχε μια εξαιρετική σημασία.
Η βαθύτερη ανάγκη που είπαμε....
Ποιός όμως κινδύνευε ;
Πόσα χρόνια;
Πόσα χρόνια διαρκούσε αυτή η πολιορκία;

Πάνω από ενεννήντα χρόνια πάλευε.
Ένα εξασθενημένο Εγώ... που πλέον δεν άντεχε να αμύνεται.
Γκρεμιζόταν ο Οίκος της.
Ως τελευταίο όπλο πέταξε απ' τις επάλξεις το μυαλό του. Δεν χρειαζόταν... Να μην δουλεύει το μυαλό, αρκεί να σωθεί η τειχοποιία...
Η άνοια είναι κάτι που προκαλούν οι άνθρωποι σαν έσχατη άμυνα....
Το μυαλό έπεσε κάτω και διαλύθηκε σε χίλια ασύνδετα κομματάκια.... μνήμες ξεσχίστηκαν, ονόματα διαμελίστηκαν, ολόκληρες επιφάνειες παρελθόντος έσκασαν στο χώμα και  βούλιαξαν βαθιά... Λάσπωσε το μέρος απ' τον εγκεφαλικό πολτό.
Δεν είχε μείνει τίποτα.
Μια σκιά, ένα άθλιο εξασθενημένο Εγώ,  που ποτέ δεν μπόρεσε να ανοίξει τις θύρες με ασφάλεια, να υποδεχθεί τον κόσμο, να γελάσει μαζί του, να κλάψει μαζί του, να αναστενάξει στον πόνο του, να οργιστεί στην οργή του, να χαρεί, να λυπηθεί, να μιλήσει, να φωνάξει την ηδονή του σώματος και την οδύνη της απόρριψης και της αποτυχίας.  Να γίνει Ζωή....
Να μην είναι φρούριο. Να μην είναι Ίδρυμα.
Να βάλει τους φρουρούς να παίζουν στα ζάρια το νόημα της υπεράσπισης των τειχών...

Όταν όλα έχουν γίνει και περάσει κι όταν το σώμα, το υπάκουο σώμα, μόνο αυτό,  ακόμα μπορεί να αμύνεται, εκτελώντας μηχανικά τις λειτουργίες του, τότε χρειάζεται  να έχεις ζήσει την Ζωή σε βάθος για πεθάνεις στο σπίτι σου....

Στο Ίδρυμα ήταν από πάντα.
Αποκρουστικό στην μόνωση της τυφλότητάς του...
Κυριευμένο από την αγωνία της αργής εισβολής που δεν μπορεί να εμποδίσει.
Δεν με βλέπει...
Πιο κοντά δεν γίνεται...
Εμένα μια ξένη....
Κι αναζητά τον τελευταίο Προστάτη...
Ο Θάνατος σκαρφαλώνει στις επάλξεις.
Ακούω τα βράδια χαλίκια να κατρακυλούν στο βάραθρό του,  βλέπω κάθε πρωί τις πατημασιές.
Τα ύστατα παιχνίδια της ύπαρξης παίζονται στο κρεβάτι....




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός