Στον ασπρισμένο τοίχο της αυλής
Απ'ένα καρφί κρέμεται εκεί ένα παλιό κλουβί, φτιαγμένο από αμνημονεύτων
Και μεσ'το κλουβί ένα κίτρινο μικρό καναρίνι.
Κάποτε ήταν ζευγάρι, ο σύντροφός του όμως πέθανε.
Βρήκα μια μέρα το σώμα του, με διπλωμένα τα φτερά και το κεφάλι χωμένο ανάμεσα σα να κρυβότανε.... πεσμένο στο πάτωμα του κλουβιού.
Ήτανε τόσο ελαφρύ όταν το μάζεψα...
Πέθανε το καναρίνι που κελαηδούσε ασυγκράτητα, που ξεχείλιζε από μέσα του κάτι που δεν ήταν μόνο ήχος και τ'άκουγαν οι απέναντι και χαιρότανε η γειτονιά κι ήταν σα να λύγιζαν τα κάγκελα και ξεχνούσε κανείς το κλουβί, σα να μην υπήρχε εκεί κρεμάμμενο στον άσπρισμένο τοίχο κι ο χρόνος σα να μην τάβγαζε πέρα μαζί του και υπέκυπτε στο κελάηδισμα εκείνο και γλύκαινε...
Κι έμεινε μόνο του, αυτό εδώ το δόλιο το θηλυκό, πού και πού να κάνει κάτι ασθενικά τρτρτρ...που όμως τα παρατάει αμέσως και μετά να ξεχνιέται και πετάγεται απ'το ένα κλαδάκι του κλουβιού στο άλλο και μετά σπασμωδικά γατζώνεται στα κάγκελα και πάλι...να τραυλίζει τρτρτρ...
Έμειναν και οι δυο ταίστρες και οι δυο ποτίστρες, σαν αδειανή καρέκλα και κρεβάτι μετά από θάνατο.
Η γειτονιά ούτε που κατάλαβε την απώλεια. Δεν έλειψε από κανέναν η χαρά του ασυγκράτητου κελαηδισμού, αφού, αν και υψηλής ποιότητας μουσικό γεγονός, για λίγο μόνο κάτι δοξαστικό ξυπνούσε μέσα τους, ωστόσο παρέμενε ξένο στους ανθρώπους που εξακολουθούσαν απορροφημένοι στις καθημερινές σκοτούρες και τις μέριμνες της ζωής να παλεύουν με το χρόνο απαράλλαχτα κι από αμνημονεύτων....
Δεδομένων, λοιπόν, των συνθηκών
του θανάτου του καναρινιού που κελαηδούσε,
του κλουβιού που κρέμεται από ένα καρφί στον τοίχο,
του άτεχνου τραυλίσματος,
της ζέστης του καλοκαιριού και της αδιαφορίας που δείχνει η ζωή, καθώς συνεχίζει ακάθεκτη,
της μεριμνώδους απορρόφησης των ανθρώπων
Δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στην αυλή και στη γειτονιά μας,
Εγώ, τι θα μπορούσα να κάνω;
Το μόνο που σκέφτηκα ότι μπορώ να κάνω, είναι να προμηθεύω κάθε μέρα με καθαρό, φρέσκο και παγωμένο νερό απ'το ψυγείο, τις δυο ποτίστρες του κλουβιού...
Κι ας μην χρειάζεται, κι ας είναι ένας περιττός πλεονασμός, κι ας μην καταναλώνεται ποτέ όλο...
Είναι μια δωρεά, ένα γεγονός υψηλής ποιότητας, εις ανάμνησιν του καναρινιού που σπαταλήθηκε κι εκείνου του ασυγκράτητου κελαηδισμού που λύγιζε τα σίδερα κι έκανε τον χρόνο να υποκύπτει...
Σκέφτηκα, το λοιπόν, να κάνω κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει....να μην γινότανε, χωρίς να λείψει από κανέναν, ούτε καν από το καναρίνι που έχει μείνει μόνο του.
Απ'ένα καρφί κρέμεται εκεί ένα παλιό κλουβί, φτιαγμένο από αμνημονεύτων
Και μεσ'το κλουβί ένα κίτρινο μικρό καναρίνι.
Κάποτε ήταν ζευγάρι, ο σύντροφός του όμως πέθανε.
Βρήκα μια μέρα το σώμα του, με διπλωμένα τα φτερά και το κεφάλι χωμένο ανάμεσα σα να κρυβότανε.... πεσμένο στο πάτωμα του κλουβιού.
Ήτανε τόσο ελαφρύ όταν το μάζεψα...
Πέθανε το καναρίνι που κελαηδούσε ασυγκράτητα, που ξεχείλιζε από μέσα του κάτι που δεν ήταν μόνο ήχος και τ'άκουγαν οι απέναντι και χαιρότανε η γειτονιά κι ήταν σα να λύγιζαν τα κάγκελα και ξεχνούσε κανείς το κλουβί, σα να μην υπήρχε εκεί κρεμάμμενο στον άσπρισμένο τοίχο κι ο χρόνος σα να μην τάβγαζε πέρα μαζί του και υπέκυπτε στο κελάηδισμα εκείνο και γλύκαινε...
Κι έμεινε μόνο του, αυτό εδώ το δόλιο το θηλυκό, πού και πού να κάνει κάτι ασθενικά τρτρτρ...που όμως τα παρατάει αμέσως και μετά να ξεχνιέται και πετάγεται απ'το ένα κλαδάκι του κλουβιού στο άλλο και μετά σπασμωδικά γατζώνεται στα κάγκελα και πάλι...να τραυλίζει τρτρτρ...
Έμειναν και οι δυο ταίστρες και οι δυο ποτίστρες, σαν αδειανή καρέκλα και κρεβάτι μετά από θάνατο.
Η γειτονιά ούτε που κατάλαβε την απώλεια. Δεν έλειψε από κανέναν η χαρά του ασυγκράτητου κελαηδισμού, αφού, αν και υψηλής ποιότητας μουσικό γεγονός, για λίγο μόνο κάτι δοξαστικό ξυπνούσε μέσα τους, ωστόσο παρέμενε ξένο στους ανθρώπους που εξακολουθούσαν απορροφημένοι στις καθημερινές σκοτούρες και τις μέριμνες της ζωής να παλεύουν με το χρόνο απαράλλαχτα κι από αμνημονεύτων....
Δεδομένων, λοιπόν, των συνθηκών
του θανάτου του καναρινιού που κελαηδούσε,
του κλουβιού που κρέμεται από ένα καρφί στον τοίχο,
του άτεχνου τραυλίσματος,
της ζέστης του καλοκαιριού και της αδιαφορίας που δείχνει η ζωή, καθώς συνεχίζει ακάθεκτη,
της μεριμνώδους απορρόφησης των ανθρώπων
Δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στην αυλή και στη γειτονιά μας,
Εγώ, τι θα μπορούσα να κάνω;
Το μόνο που σκέφτηκα ότι μπορώ να κάνω, είναι να προμηθεύω κάθε μέρα με καθαρό, φρέσκο και παγωμένο νερό απ'το ψυγείο, τις δυο ποτίστρες του κλουβιού...
Κι ας μην χρειάζεται, κι ας είναι ένας περιττός πλεονασμός, κι ας μην καταναλώνεται ποτέ όλο...
Είναι μια δωρεά, ένα γεγονός υψηλής ποιότητας, εις ανάμνησιν του καναρινιού που σπαταλήθηκε κι εκείνου του ασυγκράτητου κελαηδισμού που λύγιζε τα σίδερα κι έκανε τον χρόνο να υποκύπτει...
Σκέφτηκα, το λοιπόν, να κάνω κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει....να μην γινότανε, χωρίς να λείψει από κανέναν, ούτε καν από το καναρίνι που έχει μείνει μόνο του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου