Σημείο του καιρού της παρακμής είναι η εμφάνιση ενός πλήθους ετερόκλητων ανθρώπων που αναλαμβάνουν να καθοδηγήσουν τους άλλους όσους νιώθουν να συντρίβονται από τα αδιέξοδά της.
Ο καιρός της παρακμής χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση κοινών βεβαιοτήτων των κοινωνικών ανθρώπων, βεβαιότητες που μεχρι χθες εξασφάλιζαν την λειτουργική ισορροπία τους.
Οι κοινές βεβαιότητες είναι μια δέσμη απαντήσεων με μεγάλη αποδοχή από μεγαλύτερες ή μικρότερες πλειοψηφίες που εγγυώνται το καλώς έχειν των πραγμάτων και σε τελική ανάλυση καθοδηγούν το καθημερινό, αλλ' οχι για τούτο λιγότερο σημαντικό, ανθρώπινο πράττειν.
Νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε την δέσμη απαντήσεων σαν μια μεγάλη προστατευτική ομπρέλα κάτω από την οποία μπορεί να υπάρχουν και μικρότερες υπο-ομπρέλες, που όμως επιτυγχάνουν ένα ασφαλές μικροκλίμα, ικανό να συντηρεί την ανθρώπινη πραγμοσύνη.
Με άλλα λόγια, οι "ομπρέλες"αυτές είναι κάποια καθολικά που μόνο κατ'επίφαση εμφανίζονται επιμερισμένα σαν "ατομικές" επιλογές ή στάσεις, ενώ στην πραγματικότητα συντηρούν αλώβητο τον απρόσωπο και αδιαφοροποίητο χαρακτήρα τους συμβάλλοντας έτσι στην κοινωνική ομογενοποίηση που συναντάμε στην ομαλότητα.
Έτσι, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην εποχή μας, σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης, σε όλους σχεδόν τους δημόσιους χώρους, όπου συνευρίσκονται πολλοί άνθρωποι (πχ. σταθμοί μέσων μεταφοράς, μεγάλα καταστήματα, υπηρεσίες, ιδρύματα κλπ,) κάνουν την εμφάνισή τους οι γνωστοί σεκιουριτάδες, απηχώντας έτσι -πέραν των δηλωμένων σκοπών φύλαξης, ασφάλειας κλπ- σε ασύνειδο επίπεδο, την ανάγκη υποκατάστασης της (και των) ομπρέλας(-ων) που έχει (-ουν) εκλείψει ή τρωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός, αλλά συνδέεται άρρηκτα με τα παραπάνω, ότι όσοι απευθύνονται σε αυτούς, ας τους ονομάσουμε αγγλιστί leaders, απευθύνονται με το ερώτημα "τι να κάνω;"
Ο άνθρωπος που απευθύνει ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι ο σύνολος άνθρωπος-εαυτός, είναι μάλλον ο νοικοκύρης ανθρωπο-εαυτός που όλοι διαθέτουμε και δεν περιορίζεται από ταξικά χαρακτηριστικά, ασχέτως αν οι άνθρωποι που βρίσκονται χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία, σε καιρούς παρακμής, απευθύνουν συχνότερα το επίμαχο ερώτημα, καθώς είναι αυτοί που πρώτοι και πιο δραματικά εκτίθενται σε δυνάμεις σύνθλιψης.
Ο νοικοκύρης ανθρωπο-εαυτός είναι αυτός που μεριμνά για την τάξη του "οίκου" του, για την λειτουργικότητα του "νοικοκυριού" του, απεχθάνεται τα κενά, τις αμφιβολίες και τις μη προβλέψιμες καταστάσεις. Ο ρόλος του, όσο κι αν παρουσιάζεται άνευρος και τυποποιημένος, ταυτισμένος με την κατά μέσο όρο συμβατικότητα, είναι κυριαρχικός. Ως εκ τούτων σε καιρούς παρακμής και αναταραχής, για να το πούμε πιο καλά, σε καιρούς που τα καθολικά κλονίζονται και φανερώνεται ο κατ'επίφαση επιμερισμός τους, ο νοικοκύρης ανθρωπο-εαυτός αγωνιά και βιάζεται να μπει κάτω από μια προστατευτική ομπρέλα, καθώς νιώθει δύο συνθλιπτικά, ανθρωπολογικών διαστάσεων για την ύπαρξη, φορτία -ίδια με εκείνα που οδηγούσαν ήδη από την μακρινή αρχαιότητα τους ανθρώπους στα διάσημα μαντεία- να τον βαραίνουν :
το φορτίο του μη προβλέψιμου αποτελέσματος της πράξης (με την ευρεία έννοια, της στάσης) που είναι να πράξει και το φορτίο της μοναξιάς, δηλαδή της εξατομίκευσης των καθολικοτήτων (κανείς δεν μπορεί να πάρει την θέση του).
Στο σημείο αυτό εμφανίζονται και επεμβαίνουν αυτοί που ονομάσαμε leaders, για τον ρόλο των οποίων θα αναφερθώ σε άλλο σημείωμα.
Πάντως, αυτές είναι συνθήκες που μοιραζόμαστε όλοι οι άνθρωποι σε ποικίλους τονισμούς και διάφορες περιπτώσεις και μάλιστα πολλές φορές είναι τόσο καλά καλυμμένες που μόνο κάτω από το ανελέητο φως μιας ειλικρινούς αυτοεξέτασης μπορούν να αποκτήσουν το μερίδιο που τους ανήκει στην πραγματικότητα τόσο την δική μας όσο και του κόσμου μας.
Ο καιρός της παρακμής χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση κοινών βεβαιοτήτων των κοινωνικών ανθρώπων, βεβαιότητες που μεχρι χθες εξασφάλιζαν την λειτουργική ισορροπία τους.
Οι κοινές βεβαιότητες είναι μια δέσμη απαντήσεων με μεγάλη αποδοχή από μεγαλύτερες ή μικρότερες πλειοψηφίες που εγγυώνται το καλώς έχειν των πραγμάτων και σε τελική ανάλυση καθοδηγούν το καθημερινό, αλλ' οχι για τούτο λιγότερο σημαντικό, ανθρώπινο πράττειν.
Νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε την δέσμη απαντήσεων σαν μια μεγάλη προστατευτική ομπρέλα κάτω από την οποία μπορεί να υπάρχουν και μικρότερες υπο-ομπρέλες, που όμως επιτυγχάνουν ένα ασφαλές μικροκλίμα, ικανό να συντηρεί την ανθρώπινη πραγμοσύνη.
Με άλλα λόγια, οι "ομπρέλες"αυτές είναι κάποια καθολικά που μόνο κατ'επίφαση εμφανίζονται επιμερισμένα σαν "ατομικές" επιλογές ή στάσεις, ενώ στην πραγματικότητα συντηρούν αλώβητο τον απρόσωπο και αδιαφοροποίητο χαρακτήρα τους συμβάλλοντας έτσι στην κοινωνική ομογενοποίηση που συναντάμε στην ομαλότητα.
Έτσι, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην εποχή μας, σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης, σε όλους σχεδόν τους δημόσιους χώρους, όπου συνευρίσκονται πολλοί άνθρωποι (πχ. σταθμοί μέσων μεταφοράς, μεγάλα καταστήματα, υπηρεσίες, ιδρύματα κλπ,) κάνουν την εμφάνισή τους οι γνωστοί σεκιουριτάδες, απηχώντας έτσι -πέραν των δηλωμένων σκοπών φύλαξης, ασφάλειας κλπ- σε ασύνειδο επίπεδο, την ανάγκη υποκατάστασης της (και των) ομπρέλας(-ων) που έχει (-ουν) εκλείψει ή τρωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός, αλλά συνδέεται άρρηκτα με τα παραπάνω, ότι όσοι απευθύνονται σε αυτούς, ας τους ονομάσουμε αγγλιστί leaders, απευθύνονται με το ερώτημα "τι να κάνω;"
Ο άνθρωπος που απευθύνει ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι ο σύνολος άνθρωπος-εαυτός, είναι μάλλον ο νοικοκύρης ανθρωπο-εαυτός που όλοι διαθέτουμε και δεν περιορίζεται από ταξικά χαρακτηριστικά, ασχέτως αν οι άνθρωποι που βρίσκονται χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία, σε καιρούς παρακμής, απευθύνουν συχνότερα το επίμαχο ερώτημα, καθώς είναι αυτοί που πρώτοι και πιο δραματικά εκτίθενται σε δυνάμεις σύνθλιψης.
Ο νοικοκύρης ανθρωπο-εαυτός είναι αυτός που μεριμνά για την τάξη του "οίκου" του, για την λειτουργικότητα του "νοικοκυριού" του, απεχθάνεται τα κενά, τις αμφιβολίες και τις μη προβλέψιμες καταστάσεις. Ο ρόλος του, όσο κι αν παρουσιάζεται άνευρος και τυποποιημένος, ταυτισμένος με την κατά μέσο όρο συμβατικότητα, είναι κυριαρχικός. Ως εκ τούτων σε καιρούς παρακμής και αναταραχής, για να το πούμε πιο καλά, σε καιρούς που τα καθολικά κλονίζονται και φανερώνεται ο κατ'επίφαση επιμερισμός τους, ο νοικοκύρης ανθρωπο-εαυτός αγωνιά και βιάζεται να μπει κάτω από μια προστατευτική ομπρέλα, καθώς νιώθει δύο συνθλιπτικά, ανθρωπολογικών διαστάσεων για την ύπαρξη, φορτία -ίδια με εκείνα που οδηγούσαν ήδη από την μακρινή αρχαιότητα τους ανθρώπους στα διάσημα μαντεία- να τον βαραίνουν :
το φορτίο του μη προβλέψιμου αποτελέσματος της πράξης (με την ευρεία έννοια, της στάσης) που είναι να πράξει και το φορτίο της μοναξιάς, δηλαδή της εξατομίκευσης των καθολικοτήτων (κανείς δεν μπορεί να πάρει την θέση του).
Στο σημείο αυτό εμφανίζονται και επεμβαίνουν αυτοί που ονομάσαμε leaders, για τον ρόλο των οποίων θα αναφερθώ σε άλλο σημείωμα.
Πάντως, αυτές είναι συνθήκες που μοιραζόμαστε όλοι οι άνθρωποι σε ποικίλους τονισμούς και διάφορες περιπτώσεις και μάλιστα πολλές φορές είναι τόσο καλά καλυμμένες που μόνο κάτω από το ανελέητο φως μιας ειλικρινούς αυτοεξέτασης μπορούν να αποκτήσουν το μερίδιο που τους ανήκει στην πραγματικότητα τόσο την δική μας όσο και του κόσμου μας.
Αλήθεια λες. Μήπως είναι και λίγο αισιόδοξο όμως οτι εν γνώσει όλο και περισσοτέρων, οι leaders της εποχής μας εξαντλούν το ρόλο τους γύρω από του χωροφύλακα τις αρμοδιότητες; Και επίτρεψέ μου, μπορεί να μην καθορίζεται από ταξικά χαρακτηριστικά, αλλά βοηθάει να πιστεύω οτι όσα λιγότερα ορίζω, τόσο καλύτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τον ρόλο των leaders θα αναφερθώ πιο αναλυτικά και ελπίζω να δείξω με μεγαλύτερη σαφήνεια πώς τον εννοώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για τα ταξικά χαρακτηριστικά, νομίζω ότι το θέμα δεν είναι τόσο ποσοτικό, δηλαδή αν κατέχω πολλά ή λίγα. Γενικά, θα πω μόνο ότι η ανάγνωση της πραγματικότητας μέσα από το πρίσμα της ταξικότητας, της πάλης των τάξεων, των ανισοτήτων και του ανταγωνισμού, είναι πολύ χρήσιμη και διευκολυντική για τα συμπεράσματά μας, αρκεί να μην υποτάσσει την πραγματικότητα στην στεγανότητα των ιδεολογικών συνδηλώσεων, στερώντας της ή αποκρύβοντας τον ουσιαστικό (κατά την γνώμη μου) πορώδη χαρακτήρα της.