Όταν μιλάμε για την παρουσία του "κακού" στον κόσμο, θα μπορούμε να επικαλούμαστε την γνωστή πρόσφατη βιντεοσκόπηση με την "πόρσε"... ως ένα μικρο άμεσο και καταφανές παράδειγμα
Το μάτι της κάμερας ας είναι το δικό μας μάτι.
Η σκηνή είναι αδιάφορη, τίποτα το ανησυχητικό.
Ένα σταματημένο αυτοκίνητο, μπροστά σε ένα κτίριο.
Αυτό που γίνεται μετά και ωθεί στα όρια την δυνατότητά μας να κατανοούμε τον κόσμο και την υφή του κακού, είναι κάτι πλέον της υπέρβασης των ορίων της ταχύτητας, πλέον του είδους του αυτοκινήτου, πλέον των στοιχείων του οδηγού και των δεδομένων της οδηγικής συμπεριφοράς κλπ., αυτό που γίνεται και ξεφεύγει από κάθε καταλογισμό ποινικών, ηθικών ή άλλων ευθυνών, είναι το κακό που βρίσκει σε κατάσταση απόλυτης αθωότητας την μητέρα και το νήπιο τέκνο της.
Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι αθώοι άνθρωποι, θα είχαμε ένα ακόμη θανατηφόρο, προφανώς, τροχαίο, αλλά δεν θα είχαμε ενώπιόν μας αυτή την τραγικότητα του αναίτιου χαμού που ωθεί στα άκρα την ερώτησή μας "γιατί;"
Τα διάφορα υποθετικά "αν" που μπορεί εύλογα να σκεφτεί κανείς, "αν δεν είχανε σταματήσει μπροστά αλλά πίσω από το κτίριο", "αν η μητέρα και το παιδάκι είχανε βγει έξω από το αμάξι για να ξεμουδιάσουν", "αν είχανε ξεκινήσει πέντε λεπτά νωρίτερα ή αργότερα" και άλλα παρόμοια, κάνουν ακόμα πιο τραγική την αδυναμία που έχουμε να κατανοούμε το "κακό" και πολύ περισσότερο να το προλαβαίνουμε ή να το αντιμετωπίζουμε.
Αντανακλούν τα ίδια αισθήματα αδικίας που μας κατακλύζουν κάθε φορά που αθώοι άνθρωποι γίνονται θύματα μιας αναίτιας και ανεξήγητης τιμωρίας και διευρύνουν τα όρια της "αθωότητας", έτσι που θύτης και θύμα να βρίσκουν έναν κοινό τόπο.
Τα υποθετικά αυτά "αν" κομίζουν έναν χρήσιμο αρνητισμό, γιατί μπορούν να μας δείξουν ότι βρισκόμαστε και ζούμε σε έναν κόσμο που διαπερνάται ολόκληρος από αδιόρατες και μη περιγράψιμες συμπλέξεις, οι οποίες υφίστανται έτσι ή αλλιώς ως συνημμένες στην φυσικότητα των χωροχρονικών σωμάτων.
Αυτές οι συμπλέξεις δεν είναι ολοσδιόλου ελέγξιμες αλλά δεν είναι και εντελώς σκοτεινές ή ασυνάρτητες και τυχαίες, γιατί τότε θα έπρεπε να παραιτηθούμε από οποιαδήποτε προσπάθεια να καταλάβουμε οτιδήποτε. Αντιθέτως, αυτές οι συμπλέξεις αποτελούν ή πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο της ανθρώπινης συνειδητότητας η οποία ζει σε έναν ρεαλιστικό κόσμο που ταυτόχρονα είναι τόσο πεδίο άπειρων δυνατοτήτων όσο και περατός και εύθραυστος.
Το μάτι της κάμερας ας είναι το δικό μας μάτι.
Η σκηνή είναι αδιάφορη, τίποτα το ανησυχητικό.
Ένα σταματημένο αυτοκίνητο, μπροστά σε ένα κτίριο.
Αυτό που γίνεται μετά και ωθεί στα όρια την δυνατότητά μας να κατανοούμε τον κόσμο και την υφή του κακού, είναι κάτι πλέον της υπέρβασης των ορίων της ταχύτητας, πλέον του είδους του αυτοκινήτου, πλέον των στοιχείων του οδηγού και των δεδομένων της οδηγικής συμπεριφοράς κλπ., αυτό που γίνεται και ξεφεύγει από κάθε καταλογισμό ποινικών, ηθικών ή άλλων ευθυνών, είναι το κακό που βρίσκει σε κατάσταση απόλυτης αθωότητας την μητέρα και το νήπιο τέκνο της.
Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι αθώοι άνθρωποι, θα είχαμε ένα ακόμη θανατηφόρο, προφανώς, τροχαίο, αλλά δεν θα είχαμε ενώπιόν μας αυτή την τραγικότητα του αναίτιου χαμού που ωθεί στα άκρα την ερώτησή μας "γιατί;"
Τα διάφορα υποθετικά "αν" που μπορεί εύλογα να σκεφτεί κανείς, "αν δεν είχανε σταματήσει μπροστά αλλά πίσω από το κτίριο", "αν η μητέρα και το παιδάκι είχανε βγει έξω από το αμάξι για να ξεμουδιάσουν", "αν είχανε ξεκινήσει πέντε λεπτά νωρίτερα ή αργότερα" και άλλα παρόμοια, κάνουν ακόμα πιο τραγική την αδυναμία που έχουμε να κατανοούμε το "κακό" και πολύ περισσότερο να το προλαβαίνουμε ή να το αντιμετωπίζουμε.
Αντανακλούν τα ίδια αισθήματα αδικίας που μας κατακλύζουν κάθε φορά που αθώοι άνθρωποι γίνονται θύματα μιας αναίτιας και ανεξήγητης τιμωρίας και διευρύνουν τα όρια της "αθωότητας", έτσι που θύτης και θύμα να βρίσκουν έναν κοινό τόπο.
Τα υποθετικά αυτά "αν" κομίζουν έναν χρήσιμο αρνητισμό, γιατί μπορούν να μας δείξουν ότι βρισκόμαστε και ζούμε σε έναν κόσμο που διαπερνάται ολόκληρος από αδιόρατες και μη περιγράψιμες συμπλέξεις, οι οποίες υφίστανται έτσι ή αλλιώς ως συνημμένες στην φυσικότητα των χωροχρονικών σωμάτων.
Αυτές οι συμπλέξεις δεν είναι ολοσδιόλου ελέγξιμες αλλά δεν είναι και εντελώς σκοτεινές ή ασυνάρτητες και τυχαίες, γιατί τότε θα έπρεπε να παραιτηθούμε από οποιαδήποτε προσπάθεια να καταλάβουμε οτιδήποτε. Αντιθέτως, αυτές οι συμπλέξεις αποτελούν ή πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο της ανθρώπινης συνειδητότητας η οποία ζει σε έναν ρεαλιστικό κόσμο που ταυτόχρονα είναι τόσο πεδίο άπειρων δυνατοτήτων όσο και περατός και εύθραυστος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου