Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ένα μάθημα : γιατί να το κάνω

Επανέρχομαι σήμερα στα δύο ερωτήματα με τα οποία έκλεισα το προηγούμενο σημείωμα (_ένα μάθημα / 13.2.17)

Γιατί να το κάνω;
Στις παρόμοιες περιπτώσεις υπάρχει πλέον μια διαδεδομένη,  τηλεοπτική θα την έλεγα, απάντηση την οποία εύκολα μπορεί κανείς να υιοθετήσει και συντασσόμενος με αυτήν να δείξει την ανάλογη συμπεριφορά και να κάνει το εν λόγω μάθημα' η απάντηση αυτή είναι ότι, σε καιρούς κρίσης πρέπει να δείχνουμε αλληλεγγύη. 


Για κάθε μια λέξη αυτής της κοινότυπης φράσης θα άξιζε να διαθέσουμε λίγο χρόνο. Αφήνω κατά μέρος το "σε καιρούς κρίσης" και πάω στο υπόλοιπο της φράσης, για το οποίο θα πω σύντομα μερικές σκέψεις.

Ποιός ή τι καθορίζει το πρέπει;
Το "πρέπει"ή το δέον γενέσθαι, είναι μια υπερδομή και σαν τέτοια ιεραρχείται υψηλότερα από το επίπεδο της πράξης του πράττοντος και έχει, για τον λόγο αυτό, την δυνατότητα να την κατευθύνει, να την καθορίζει μέσα σε ένα χάος ενδεχόμενων αποφάσεων, πράγμα που θα ακύρωνε, θα διέλυε την ίδια την πράξη.
Ως ψηλότερα ευρισκόμενο το δέον, δεν είναι μόνο προστακτικό, είναι και συγκεντρωτικό  αφορά, δηλαδή,  και κατευθύνει  όχι μόνο τον ένα πράττοντα αλλά τις πράξεις ενός πλήθους ανθρώπων προς ένα σκοπό, δίδοντας τον κανόνα των πράξεών τους. Καθαρότατα συναντάμε το δέον σε πλήρη ανάπτυξη και λειτουργία στις στρατιωτικές και στις στρατιωτικού τύπου δομές.

Με αυτές τις δυο παραμέτρους (κατευθυντικότητα, πολλότητα) υπόψη, καταλαβαίνουμε γιατί κάθε πράξη στον δημόσιο χώρο έχει κατ'ανάγκη ηθικό χαρακτήρα. Και γιατί δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει "πολιτική"  των τεχνοκρατών, παρεκτός αν η κοινωνία των ανθρώπων γίνει μηχανιστικά εκτελεστική και για τούτο βαθιά  ανήθικη και εντελώς διεστραμμένη.
Αυτή, σε αδρές γραμμές, είναι η λειτουργία του δέοντος στην ζωή των ανθρώπων.
Για τον καθορισμό, τώρα,  του δέοντος κάθε ανθρώπινη κοινωνία μεσ' την ιστορικότητά της υιοθετεί άλλες προτεραιότητες, οι οποίες δεν είναι καθόλου αυθαίρετες ή άσχετες με το κοσμοείδωλο που ενστερνίζεται και επιπλέον είναι πολύ ανθεκτικές στο χρόνο' αλλάζουν αργόσυρτα και με αναταράξεις.
Ετσι, σε προνεωτερικές και προκαπιταλιστικές κοινωνίες, το δέον αυτό για να έχει τα χαρακτηριστικά της υπερ-δομής, δηλ. της κατευθυντικότητας και της πολλότητας που αναφέραμε, εκπορευόταν είτε από τον Θεό είτε από τον κοσμικό Λόγο είτε από κάποια άλλη υπερβατική δύναμη, ήταν πάντως εξωτερικό προς τον πράττοντα.

Σήμερα, αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους δέοντος, δηλαδή τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει κάποιος, είμαστε αναγκασμένοι,  τουλάχιστον για τις κοινωνίες δυτικού τύπου, να αναγνωρίσουμε ότι το κοσμοείδωλο γύρω από το οποίο δομείται η αντίληψή μας για τον κόσμο, είναι το άτομο και τα συμφέροντά του (παρένθεση:   τα οποία (συμφέροντα)  δευτερευόντως και καταχρηστικά ομαδοποιούνται σε ταξικά, αφού ποτέ δεν υπερβαίνουν την ατομικότητα κι όποτε, στην διάρκεια των ταξικών αγώνων συνέβη αυτό πχ. πράξεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, συνέβη στο όνομα μιας υπερβαίνουσας τον "ήρωα" Αρχής και είχε ως συνέπεια την ψυχική ή και βιολογική καταστροφή του).
Είναι,  λοιπόν, εμφανές ότι η πηγή του κανόνα της πράξης  του νεωτερικού ανθρώπου εχει μετατοπιστεί απο το όποιο εξωτερικό σημείο στο εσωτερικό του πράττοντος υποκειμένου,  το οποίο και απολυτοποιείται. Κι ενώ αυτή η μετατόπιση, σύμφωνα με τα προτάγματα του Διαφωτισμού, θα οδηγούσε σε μια νεοφανή και βαθύτερη ηθικοποίηση του ανθρώπου, αυτό που πράγματι συμβαίνει είναι ότι ο καθένας νομιμοποιείται να διεκδικεί τα ατομικά συμφέροντά του (ή και την ιδιαιτερότητά του) , ο χώρος δε στον οποίο εκβάλουν όλα αυτά τα διάφορα αντικρουόμενα συμφέροντα, είναι ο χώρος του κοινωνικού τον οποίο μορφοποιούν ένα πυκνό δίκτυο  δικονομικών διατάξεων και η παντοδυναμία των διαμορφωτών της "κοινής γνώμης" .

Επομένως ένας άνθρωπος που δεν ανήκει σε κάποια στρατιωτικού τύπου δομή κι ούτε ενστερνίζεται τα ανάλογα δόγματα, όπου κι αν αυτά συναντιούνται, για να κανονίσει -κατευθύνει την πράξη του θα πρέπει είτε να υπακούσει σε κάποια νομοθεσία μέσα στην οποία μπορεί να διακρίνει ευκρινώς ή έστω να αχνοφαίνονται τα υλικά ή και ηθικά συμφέροντά του (ορθολογικά), είτε να αφεθεί να παρασυρθεί από τους παντοδύναμους διαμορφωτές, να κάνει δηλαδή ότι συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις που έχουν αυτά ή τα άλλα χαρακτηριστικά (life style).
Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί τέτοιες ενέργειες και δράσεις αλληλεγγύης έχουν μεγάλη πέραση, τυγχάνουν μεγάλης  δημοσιότητας και οργανώνονται από πρόσωπα και φορείς (πλουσίους, κανάλια, αλυσίδες s/m, πολυεθνικές, ΜΚΟ) δίχως στο ελάχιστο να θίγεται ο διακηρυγμένα συμφεντορολογικός χαρακτήρας τους αλλά συνάδουν αρμονικά με αυτόν. Καταλαβαίνουμε γιατί βολεύουν και είναι βολικές, γιατί παρα τον "ηθικό", αλτρουιστικό φαινότυπό τους,  το "δείχνουμε αλληλεγγύη" παραμένει ατομοκεντρικό, ρηχό,  εύκολο, εξαντλούμενο, ποσοτικά αξιολογούμενο, άνευρο και θωρακισμένο σαν μοντέρνα πόρτα ασφαλείας.....

Για κάποιον λοιπόν που θα ήθελε να πράξει πέραν της νομοκρατούσας, με την ευρεία έννοια, αντίληψης,  δηλαδή να πράξει με άλλο κριτήριο πέραν των ατομικών συμφερόντων του (πάλι με την ευρεία έννοια κι όχι μόνο των υλικών ανταποδόσεων), να πράξει ούτως ειπείν με ένα εσωτερικό-εξωτερικό κριτήριο, το ερώτημα παραμένει :γιατί να το κάνω;

Η απάντηση που εγώ έδωσα, προκειμένου του μαθήματος, ήταν για την έκπληξη... 
Η έκπληξη, προϋποθέτει έναν άνθρωπο που μπορεί να εκπλήσσεται και έναν κόσμο όχι εντελώς εξηγημένο και επίπεδο, όχι εντελώς διαφανή και προβλέψιμο που είναι η πηγή των εκπλήξεων. Τούτο σημαίνει ότι η διαρρηγμένη ενότητα άνθρωπος -κόσμος, μέσα στην ανοιχτότητα που είναι η συνθήκη της έκπληξης (αρνητική ή θετική, σε συμφωνία ή σε ασυμφωνία με το περιοριστικό ατομικό συμφέρον μας) μπορεί να θεραπεύεται, αφού είμαστε εμείς που πράττουμε καθώς ζούμε ενδόκοσμα.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός