Γονατισμένη προσπαθούσα να κατευθύνω το οστεώδες γέρικο πόδι μέσα στην μάλλινη κάλτσα κι από κει μετά στην παντόφλα της.
Δεν υπάκουε, σε τίποτα ...σα να είχε αυτονομηθεί αυτό το πέλμα, να είχε αποκτήσει μια δική του ιδιότροπη θέληση, πεισματική.
Στην τηλεόραση ήχοι χορού, απ αυτούς που στήνουν πρωινιάτικα στα στούντιο με την λαχανί και φούξια ανάλαφρη διακόσμηση, οι ξανθιές σιλικονούχες παρουσιάστριες μαζί με τις παρέες των χαζοχαρούμενων ιδιοτελών υπηκόων τους.
Της φάνηκαν ξεδιάντροποι οι χοροί και τα κουνήματά τους.
- Μωρέ μπράβο όρεξη που χουν για χορό... , μονολόγησε.
Συνέχισα να προσπαθώ με το άλλο πόδι.
- Κλείστο και με ζαλίσανε...
Ένιωσα ότι είχε εξαντληθεί η υπομονή της και βιάστηκα να τελειώσω.
Τώρα φορούσε τις παντόφλες της και μπορούσε να σηκωθεί σιγά σιγά.
Σκυφτή, ασταθής , τα λίγα βήματα από το κρεβάτι στην καρέκλα της κουζίνας...
Έριξα δυο ξύλα στη ξυλοσομπα. Βγήκε λίγη κάπνα καθώς άνοιξα το πορτάκι της.
-Εσύ χόρευες στα νιάτα σου; την ρώτησα.
- Όχι, απάντησε και σαν να ήταν περήφανη για αυτήν την αποχή της.
-Ποτέ;Ούτε στον γάμο σου; επέμενα εγώ.
- Δεν έχω χορέψει ποτέ..... Δεν χορεύαμε εμείς. Ποτέ.
Την πίστεψα. Άγριος τόπος.
Τι κρίμα!
Τι καταδίκη για τα πόδια να μην τους δοθεί ούτε μια φορά η ευκαιρία να πετάξουν κάλτσες, παπούτσια κι αναστολές , να αρπάξουν έναν ρυθμό, μια ματιά, μια ζάλη μεθυσιού, να κουραστούν για το τίποτα της στιγμής, να εξαπατηθούν απ την ψυχή, ότι τάχα έχουν κι αυτά φτερά και να χορέψουν.
Ξεκίνησα να μαγειρεύω το απλό φαγητό του μεσημεριού.
Αργότερα, το βράδυ σε μια περιπλάνησή μου , ήρθε στην κουζίνα, εκεί στην ξυλοσομπα δίπλα, και με βρήκε τo " Dance me to the end of love", μα εκείνη είχε κοιμηθεί από ώρα.
,
Δεν υπάκουε, σε τίποτα ...σα να είχε αυτονομηθεί αυτό το πέλμα, να είχε αποκτήσει μια δική του ιδιότροπη θέληση, πεισματική.
Στην τηλεόραση ήχοι χορού, απ αυτούς που στήνουν πρωινιάτικα στα στούντιο με την λαχανί και φούξια ανάλαφρη διακόσμηση, οι ξανθιές σιλικονούχες παρουσιάστριες μαζί με τις παρέες των χαζοχαρούμενων ιδιοτελών υπηκόων τους.
Της φάνηκαν ξεδιάντροποι οι χοροί και τα κουνήματά τους.
- Μωρέ μπράβο όρεξη που χουν για χορό... , μονολόγησε.
Συνέχισα να προσπαθώ με το άλλο πόδι.
- Κλείστο και με ζαλίσανε...
Ένιωσα ότι είχε εξαντληθεί η υπομονή της και βιάστηκα να τελειώσω.
Τώρα φορούσε τις παντόφλες της και μπορούσε να σηκωθεί σιγά σιγά.
Σκυφτή, ασταθής , τα λίγα βήματα από το κρεβάτι στην καρέκλα της κουζίνας...
Έριξα δυο ξύλα στη ξυλοσομπα. Βγήκε λίγη κάπνα καθώς άνοιξα το πορτάκι της.
-Εσύ χόρευες στα νιάτα σου; την ρώτησα.
- Όχι, απάντησε και σαν να ήταν περήφανη για αυτήν την αποχή της.
-Ποτέ;Ούτε στον γάμο σου; επέμενα εγώ.
- Δεν έχω χορέψει ποτέ..... Δεν χορεύαμε εμείς. Ποτέ.
Την πίστεψα. Άγριος τόπος.
Τι κρίμα!
Τι καταδίκη για τα πόδια να μην τους δοθεί ούτε μια φορά η ευκαιρία να πετάξουν κάλτσες, παπούτσια κι αναστολές , να αρπάξουν έναν ρυθμό, μια ματιά, μια ζάλη μεθυσιού, να κουραστούν για το τίποτα της στιγμής, να εξαπατηθούν απ την ψυχή, ότι τάχα έχουν κι αυτά φτερά και να χορέψουν.
Ξεκίνησα να μαγειρεύω το απλό φαγητό του μεσημεριού.
Αργότερα, το βράδυ σε μια περιπλάνησή μου , ήρθε στην κουζίνα, εκεί στην ξυλοσομπα δίπλα, και με βρήκε τo " Dance me to the end of love", μα εκείνη είχε κοιμηθεί από ώρα.
,
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου