Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με πολλά παιδιά και είχα την ατυχία να γεννηθώ πρώτη.
Ήταν τα χρόνια της μεγάλης παραμόρφωσης. Τα χρόνια εκείνα όλη η Ελλάδα είχε μπει σε ένα μεγάλο αμόνι και χτυπιότανε.
Να ισιώσει, να ισιώσει, να ισιώσει....
Να ξεχάσει, να ξεχάσει, να ξεχάσει...
Να πετύχει, να πετύχει, να πετύχει...
Εκατομμύρια χτυπήματα στ αμόνι, εκατομμύρια άνθρωποι...
Οι μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, έμοιαζαν με μεγάλα χυτήρια, που εκεί μέσα ρίχνονταν οι αρχαίοι πολιτισμοί των νησιών, των βουνών, των ποταμιών και των μικρών χωριών, τα σουλούπια των ανθρώπων και τα φερσίματά τους, ντοπιολαλίες και συνήθειες.
Στον πάτο αυτού του χυτηρίου βρέθηκαν οι πιο φτωχοί, οι πιο αμόρφωτοι...αυτοί έμελλε να υποστούν την μεγαλύτερη παραμόρφωση.
Και δεν άκουγαν το αμόνι...
Και δεν ένιωθαν, οι δυστυχοι, το χυτήριο, που ρίχτηκαν κι ούτε πόσα άλλα πράγματα, είχαν ήδη δεθεί πισθάγκωνα και συρθεί μαζί τους.
Παραμορφώνεται και παραμορφώνει.
Έτσι άλλαζε η πατρίδα μου, τα χρόνια εκείνα.
Κάποιοι, που μπορούσαν κάτι να πουν δεν μίλησαν ή κι αν μίλησαν, οι φωνές τους σκεπάστηκαν από τους ήχους του αμονιού, που ηταν τόσο επίμονοι, μέρα νυχτα, και μπορούσαν να σε τρελάνουν.
Εργοτάξιο και νεκροταφείο όλη η πόλη... Εις ανάμνηση της εργώδους και πολεμοχαρούς εποχής ανεγέρθηκαν οι μνημειώδεις πολυκατοικίες της πρωτευούσης. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Εκεί γεννήθηκα κι εγώ.
Υπό τους ήχους του αμονιού
Να ισιώσει, να ισιώσει, να ισιώσει....
Να ξεχάσει, να ξεχάσει, να ξεχάσει...
Να πετύχει, να πετύχει, να πετύχει...
Και υπό τους ήχους της Μαργαρίτας Μαργαρώς και της Γειτονιάς των Αγγέλων...
Σήμερα, μέρα Νοεμβρίου 2015, ακούω στην τηλεόραση τους πρόσφυγες στην Ειδομένη που θέλουν να ριχτούν στα δικά τους χυτήρια, κάπου στην δυτική Ευρώπη...
Ακούω τους ήχους του αμονιού , που δεν λέει να πάψει.
Ήταν τα χρόνια της μεγάλης παραμόρφωσης. Τα χρόνια εκείνα όλη η Ελλάδα είχε μπει σε ένα μεγάλο αμόνι και χτυπιότανε.
Να ισιώσει, να ισιώσει, να ισιώσει....
Να ξεχάσει, να ξεχάσει, να ξεχάσει...
Να πετύχει, να πετύχει, να πετύχει...
Εκατομμύρια χτυπήματα στ αμόνι, εκατομμύρια άνθρωποι...
Οι μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, έμοιαζαν με μεγάλα χυτήρια, που εκεί μέσα ρίχνονταν οι αρχαίοι πολιτισμοί των νησιών, των βουνών, των ποταμιών και των μικρών χωριών, τα σουλούπια των ανθρώπων και τα φερσίματά τους, ντοπιολαλίες και συνήθειες.
Στον πάτο αυτού του χυτηρίου βρέθηκαν οι πιο φτωχοί, οι πιο αμόρφωτοι...αυτοί έμελλε να υποστούν την μεγαλύτερη παραμόρφωση.
Σκέφτομαι πως αν υπάρχει μια χωροταξία των ψυχών, οι δικές τους πρέπει να βρίσκονταν πλάι πλάι με τις ψυχές των στρατιωτών των μεγάλων στρατών, που έπεσαν στα φαρδιά πεδία των μαχών.
Παραδόξως, όμως ,οι περισσότεροι, την εποχή εκείνη ήταν αισιόδοξοι και χαρούμενοι, όπως συμβαίνει συχνά, σε μαζικά πατριωτικά γλέντια και στις επιστρατεύσεις.Και δεν άκουγαν το αμόνι...
Και δεν ένιωθαν, οι δυστυχοι, το χυτήριο, που ρίχτηκαν κι ούτε πόσα άλλα πράγματα, είχαν ήδη δεθεί πισθάγκωνα και συρθεί μαζί τους.
Η μάνα κι ο πατέρας, νεκροί στην αυλή του σπιτιού τους, τα χωράφια, τα βοσκοτόπια να βουλιάξουν, όλο το παρελθόν, οι ήχοι, οι εικόνες, οι μυρωδιές, οι αδρές επιφάνειες των τοίχων και των τραπεζιών, τα χοντρά υφάσματα και οι βαριές βελέντζες, όλα απαρνημένα.. τα λόγια και οι ιστορίες των ανθρώπων που ήταν απαρασάλευτοι τόποι, σημεία του ορίζοντα, για γενιές, κείτονταν σωροί καπνισμένα ερείπια...
Ήταν βαριά όλα τούτα, βασανιστικά, σχεδόν το βάρος του Θεού, αδύνατον να τα κουβαλάει κανείς, σε καθυστερούν και σε κρατάνε πίσω, κι αλίμονο, ήταν η εποχή της μεγάλης προόδου. Έτσι, τα πέταγαν ένα- ένα.
Κι αν κάτι ξεγλιστρούσε και γλίτωνε και επιζούσε για ένα διάστημα, ξεριζωμένο από το χώμα που το γέννησε και το έθρεψε, γινόταν κούφιο, ελαφρύ και ηχούσε παράξενα.
Έτσι ανάλαφρους και γυμνούς τους ήθελε η εποχή.
Όταν όμως ο φτωχός και αμόρφωτος άνθρωπος γυμνώνεται από το βάρος του Θεού του , γίνεται άρρωστος... δεν ξέρει πια πώς να φερθεί, ούτε τι να πει, δεν μπορεί να ακούσει, γίνεται ένας άγριος, ένας φανατισμένος στρατιώτης της ζωής, υπακούει τυφλά σε διαταγές που έρχονται από τόπους απροσδιόριστους, σαν υπνωτισμένος αναπαράγει συνθήματα για την πρόοδο και την προκοπή του, θυσιάζεται για αυτά.. όμως η θυσία του είναι ένας θάνατος μέσα στον θάνατο που κουβαλάει, ένα απεγνωσμένο γέμισμα του κενού που άφησαν όλα αυτά που σκότωσε, ένα- ένα.
Και η αγάπη του, ένας θάνατος κι αυτή, δεν στέργει, δεν σκεπάζει, δεν υπομένει. Γίνεται μια αγάπη θηρίο.Παραμορφώνεται και παραμορφώνει.
Έτσι άλλαζε η πατρίδα μου, τα χρόνια εκείνα.
Κάποιοι, που μπορούσαν κάτι να πουν δεν μίλησαν ή κι αν μίλησαν, οι φωνές τους σκεπάστηκαν από τους ήχους του αμονιού, που ηταν τόσο επίμονοι, μέρα νυχτα, και μπορούσαν να σε τρελάνουν.
Εργοτάξιο και νεκροταφείο όλη η πόλη... Εις ανάμνηση της εργώδους και πολεμοχαρούς εποχής ανεγέρθηκαν οι μνημειώδεις πολυκατοικίες της πρωτευούσης. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Εκεί γεννήθηκα κι εγώ.
Υπό τους ήχους του αμονιού
Να ισιώσει, να ισιώσει, να ισιώσει....
Να ξεχάσει, να ξεχάσει, να ξεχάσει...
Να πετύχει, να πετύχει, να πετύχει...
Και υπό τους ήχους της Μαργαρίτας Μαργαρώς και της Γειτονιάς των Αγγέλων...
Σήμερα, μέρα Νοεμβρίου 2015, ακούω στην τηλεόραση τους πρόσφυγες στην Ειδομένη που θέλουν να ριχτούν στα δικά τους χυτήρια, κάπου στην δυτική Ευρώπη...
Ακούω τους ήχους του αμονιού , που δεν λέει να πάψει.
Πώς μένουν τόσο σιωπηλοί οι πολλοί φίλοι της κ.Ραβάνη
ΑπάντησηΔιαγραφήενώ η ίδια γράφει μικρά αριστουργήματα; απορώ!
"τα καφενεία όλα κλειστά
ΑπάντησηΔιαγραφήκι οι φίλοι μου ξενητεμένοι..."
Είναι και ο καιρός της ελαιοσυγκομιδής τώρα,
κι όλοι προσπαθούν να μαζέψουν το λίγο βιός τους.