Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_εξομολογήσεις: το αμόνι

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με πολλά παιδιά και είχα την ατυχία να γεννηθώ πρώτη.
Ήταν τα χρόνια της μεγάλης παραμόρφωσης.  Τα χρόνια εκείνα όλη η Ελλάδα είχε μπει σε ένα μεγάλο αμόνι και χτυπιότανε.
Να ισιώσει, να ισιώσει, να ισιώσει....
Να ξεχάσει,  να ξεχάσει,  να ξεχάσει...
Να πετύχει, να πετύχει, να πετύχει...
Εκατομμύρια χτυπήματα στ αμόνι, εκατομμύρια άνθρωποι...
Οι μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα,  έμοιαζαν με μεγάλα χυτήρια, που εκεί  μέσα ρίχνονταν  οι αρχαίοι πολιτισμοί των νησιών, των βουνών, των ποταμιών και των μικρών χωριών, τα σουλούπια των ανθρώπων και τα φερσίματά τους, ντοπιολαλίες και συνήθειες.

Στον πάτο αυτού του χυτηρίου βρέθηκαν οι πιο φτωχοί, οι πιο αμόρφωτοι...αυτοί έμελλε να υποστούν την μεγαλύτερη παραμόρφωση.
Σκέφτομαι πως αν υπάρχει μια χωροταξία των ψυχών, οι δικές τους πρέπει να βρίσκονταν πλάι πλάι με τις ψυχές των στρατιωτών των μεγάλων στρατών, που έπεσαν στα  φαρδιά πεδία των μαχών.
Παραδόξως, όμως ,οι περισσότεροι,  την εποχή εκείνη ήταν αισιόδοξοι και χαρούμενοι, όπως συμβαίνει συχνά, σε μαζικά πατριωτικά γλέντια και στις επιστρατεύσεις.
Και δεν άκουγαν το αμόνι...
Και δεν ένιωθαν, οι δυστυχοι, το χυτήριο,  που ρίχτηκαν κι ούτε πόσα άλλα πράγματα,  είχαν ήδη δεθεί πισθάγκωνα και συρθεί μαζί τους.

 Η μάνα κι ο πατέρας, νεκροί στην αυλή του σπιτιού τους, τα χωράφια, τα βοσκοτόπια να βουλιάξουν, όλο το παρελθόν, οι ήχοι, οι εικόνες, οι μυρωδιές, οι αδρές επιφάνειες των τοίχων και των τραπεζιών,  τα χοντρά υφάσματα και οι βαριές βελέντζες, όλα απαρνημένα.. τα λόγια και οι ιστορίες των ανθρώπων που ήταν απαρασάλευτοι τόποι, σημεία του ορίζοντα, για γενιές, κείτονταν σωροί καπνισμένα ερείπια...
Ήταν βαριά όλα τούτα, βασανιστικά, σχεδόν το βάρος του Θεού, αδύνατον να τα κουβαλάει κανείς, σε καθυστερούν και σε κρατάνε πίσω, κι αλίμονο, ήταν η εποχή της μεγάλης προόδου. Έτσι, τα  πέταγαν ένα- ένα.
Κι αν κάτι ξεγλιστρούσε και γλίτωνε και επιζούσε για ένα διάστημα, ξεριζωμένο από το χώμα που το γέννησε και το έθρεψε, γινόταν κούφιο, ελαφρύ και ηχούσε παράξενα.
Έτσι ανάλαφρους και γυμνούς τους ήθελε η εποχή.
Όταν όμως ο φτωχός και αμόρφωτος άνθρωπος γυμνώνεται από το βάρος του Θεού του , γίνεται άρρωστος... δεν ξέρει πια πώς να φερθεί, ούτε τι να πει, δεν μπορεί να ακούσει, γίνεται ένας άγριος, ένας φανατισμένος στρατιώτης της ζωής, υπακούει τυφλά σε διαταγές που έρχονται από τόπους απροσδιόριστους, σαν υπνωτισμένος αναπαράγει συνθήματα για την πρόοδο και την προκοπή του, θυσιάζεται για αυτά.. όμως η θυσία του είναι ένας θάνατος μέσα στον θάνατο που κουβαλάει,  ένα απεγνωσμένο γέμισμα του κενού που άφησαν όλα αυτά που σκότωσε, ένα- ένα. 
Και η αγάπη του, ένας θάνατος κι αυτή, δεν στέργει, δεν σκεπάζει, δεν υπομένει. Γίνεται μια αγάπη θηρίο.
Παραμορφώνεται και παραμορφώνει.

Έτσι άλλαζε η πατρίδα μου, τα χρόνια εκείνα.
Κάποιοι, που μπορούσαν κάτι να πουν δεν μίλησαν ή κι αν μίλησαν, οι φωνές τους σκεπάστηκαν από τους ήχους του αμονιού, που ηταν τόσο επίμονοι, μέρα νυχτα, και μπορούσαν να σε τρελάνουν.
Εργοτάξιο και νεκροταφείο όλη η πόλη... Εις ανάμνηση της εργώδους και πολεμοχαρούς εποχής ανεγέρθηκαν οι μνημειώδεις πολυκατοικίες της πρωτευούσης. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Εκεί γεννήθηκα κι εγώ.
Υπό τους ήχους του αμονιού
Να ισιώσει, να ισιώσει, να ισιώσει....
Να ξεχάσει,  να ξεχάσει,  να ξεχάσει...
Να πετύχει, να πετύχει, να πετύχει...

Και υπό  τους ήχους της Μαργαρίτας Μαργαρώς και της Γειτονιάς των Αγγέλων...


Σήμερα, μέρα Νοεμβρίου 2015, ακούω στην τηλεόραση τους πρόσφυγες στην Ειδομένη που θέλουν να ριχτούν στα δικά τους χυτήρια, κάπου στην δυτική Ευρώπη...  
Ακούω τους ήχους του αμονιού , που δεν λέει να πάψει.




Σχόλια

  1. Ανώνυμος30/11/15, 11:01 π.μ.

    Πώς μένουν τόσο σιωπηλοί οι πολλοί φίλοι της κ.Ραβάνη
    ενώ η ίδια γράφει μικρά αριστουργήματα; απορώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "τα καφενεία όλα κλειστά
    κι οι φίλοι μου ξενητεμένοι..."
    Είναι και ο καιρός της ελαιοσυγκομιδής τώρα,
    κι όλοι προσπαθούν να μαζέψουν το λίγο βιός τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός