Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Παίρνοντας τον περιφερειακό της επιθυμίας (ii)




Συνέχεια από προηγούμενη ανάρτηση

Ωστόσο, δεν «ανακαλύπτουμε» σε τούτη την εργασία «τον τροχό» η συζήτηση για την ανθρώπινη επιθυμία είναι τόσο παλιά όσο οι θρησκείες και η ανθρώπινη κοινωνικότητα. Η επιθυμία, συνδεόμενη τόσο με το μεγαλειώδες όσο και το ποταπό, με το εξαιρετικό όσο και το απολύτως κοινότοπο και αναμενόμενο, υπήρξε διαχρονικά το υπόστρωμα των παθών, ο αντίπαλος του λόγου, η αιτία των «θανάσιμων αμαρτημάτων», ο σκοτεινός εκείνος παράγοντας στην πίσω πλευρά, στο ονειρικό παρασκήνιο των ανθρώπινων πράξεων. 



ΠΡΟΛΕΓΌΜΕΝΑ : Μια αναδρομή στη φιλοσοφική διάσταση της επιθυμίας 

Η επιθυμία, αδιαφανής και αμφίσημη ακόμα και για τον φορέα της –κυρίως γι’αυτόν-, καταδείχθηκε από την θρησκευτική ηθικολογία ως η αιτία της «πτώσης» του ανθρώπου σ’ ένα κατώτερο οντολογικό επίπεδο συμπαρασύροντας όλη την Δημιουργία και ανοίγοντας έτσι τις πύλες για να εισέλθουν, σ’ έναν κατά τ’άλλα τέλειο κόσμο, όλα τα δεινά : ο μόχθος, η έλλειψη, η αρνητικότητα, κάθε μορφή καταπίεσης και ασφαλώς ο θάνατος[1]

Η αρχαία φιλοσοφική παράδοση, από τον Πλάτωνα έως τους Στωικούς και τους Επικούρειους, αναμετριέται με την φύση της ανθρώπινης επιθυμίας και τις διάφορες μορφές της που απαντούν στο έμψυχο σώμα[2]. Στον Πλάτωνα είναι γνωστή η τριμερής διαίρεση της ψυχής στο 4ο βιβλίο της Πολιτείας (436bc-440e) σε λογιστικόν, θυμοειδές και επιθυμητικόν. Ανάλογα στον Φαίδρο (246a3 -257a2) υπεύθυνα για τις επιθυμίες είναι τα άλογα μέρη της ψυχής ενώ στο Συμπόσιο (200 a- e) επιθυμία είναι το πράγμα που μας λείπει, που δεν ταυτίζεται με εμάς : «όποιος επιθυμεί, επιθυμεί κάτι που του λείπει και δεν επιθυμεί κάτι που δεν του λείπει»[3] για να αναφέρω τρεις μόνο από τους πλατωνικούς διαλόγους όπου αναπτύσσεται ο σχετικός προβληματισμός. Γενικά, στον Πλάτωνα το επιθυμείν δεν είναι ένα νοητικό φαινόμενο, αλλά σε αντιστοιχία με το επιθυμητικό και το θυμοειδές μέρος της ψυχής, διακρίνεται σε λογικές και άλογες επιθυμίες. 

Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον γενικό όρο όρεξις για να περιγράψει την δύναμη της ψυχής που εμφανίζεται μαζί με την αίσθηση στους ζωντανούς οργανισμούς και σκοπό έχει την απόλαυση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου (Περί ψυχής 414b1-2 – 414b4-6) και τον όρο ορεκτόν για να περιγράψει το αντικείμενο της επιθυμίας το οποίο είναι εξωτερικό, διαφέρει ως προς το είδος από την ψυχική ικανότητα του επιθυμείν και συλλαμβάνεται ως αναπαράσταση από την φαντασία (ΠΨ 433a14-15). Στη συνέχεια η προαίρεσις, δηλαδή μια διαδικασία διαβούλευσης, την οποία διαθέτουν μόνο οι άνθρωποι, σταθμίζει την βουλευτικήν όρεξιν, τα μέσα και τις δυνατότητες εκπλήρωσης της επιθυμίας και έτσι φανερώνεται η ηθική ποιότητα του πράττοντα (Ηθικά Νικομάχεια 113a- 12-13 κ.ε.). 

Οι Επικούρειοι φιλόσοφοι αποφεύγουν τον πλατωνικό δυισμό ανάμεσα σε νοητικές και αισθητικές οντότητες στον βαθμό που, στα πλαίσια της δικής τους οντολογίας, μόνο τα σώματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ωστόσο κι εδώ συναντάμε την διάκριση σε anima και animus, σύμφωνα με την οποία το επιθυμητικό, δηλαδή οι άλογες δυνάμεις της ψυχής ως anima πρέπει να υποτάσσεται στο λογικό μέρος ως animus. 

Στη στωική φιλοσοφία των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, η επιθυμία είναι ένα νοητικό φαινόμενο, βάσει του οποίου τα νοήμονα υποκείμενα αποδίδουν στα αντικείμενα την ιδιότητα του επιθυμητού, και εξαρτάται από τις πεποιθήσεις μας. Ακόμα κι εκείνες οι επιθυμίες που φαίνονται να μην εξαρτώνται από τις πεποιθήσεις μας για το πώς είναι ο κόσμος (π.χ. η δίψα και η επιθυμία μου να ξεδιψάσω) στον ενήλικα άνθρωπο αρθρώνονται με προτασιακό, γλωσσικό τρόπο. Γιατί από την στιγμή που αναδύεται ο λόγος στον άνθρωπο, είμαστε πλέον δεσμευμένοι να λειτουργούμε λογικά δηλαδή προτασιακά. Έτσι ακόμα και η επιθυμία να ξεδιψάσουμε είναι μια λογική επιθυμία, ενώ του ζώου είναι άλογη[4]

Συνοψίζοντας, σε όλη την κλασική και ύστερη αρχαία φιλοσοφία ή θεματική της επιθυμίας αποτελεί αφ’ ενός αναπόσπαστο μέρος της μεταφυσικής συζήτησης για την καθολικότητα της ψυχής και την σχέση της με το σώμα και αφ’ετέρου, στον βαθμό που η φύση της επιθυμίας μας φέρνει σε επαφή ή μας αποξενώνει από τους άλλους, αποκτά ηθικο-πολιτικά χαρακτηριστικά και σχετίζεται με τον ευδαίμονα βίο. 

Στους αιώνες της πρώιμης χριστιανικής φιλοσοφίας και εξής, η επιθυμία μαζί με την σχετική συζήτηση για την ελευθερία του ανθρώπου και την ελευθερία της βούλησης, θα γίνει κομβικής σημασίας για την αξιολόγηση της εγκοσμιότητας, που πλέον διαφέρει ριζικά από εκείνη της αρχαίας πόλεως, για τον ασκητικό βίο και εντέλει τη σωτηρία ή την απώλεια του ανθρώπου[5]


💢💢💢💢

[1] Στον βουδισμό η υπέρτατη τελειότητα είναι η «κατάπνιξη της επιθυμίας». Στον δυτικό κόσμο και στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση η επιθυμία αναγνωρίζεται ως κάτι ουσιαστικό και ανεκρίζωτο και ως τέτοιο μπορεί να αποτελέσει ένα μόνιμο και επικίνδυνο πειρασμό. Αν η Εύα αμάρτησε, είναι γιατί αφέθηκε να γοητευθεί από το απαγορευμένο δέντρο, που ήταν «καλόν εις βρώσιν και αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον του κατανοήσαι» (Γεν 3, 6). Επειδή ακριβώς υπέκυψε στην επιθυμία της, η γυναίκα θα γίνει από τότε θύμα της επιθυμίας που την ωθεί προς τον σύζυγό της και θα υποστεί τον νόμο του άνδρα (3,16). Για την ανθρωπότητα, η αμαρτία είναι σαν μια άγρια επιθυμία που πρέπει με τη βία να κρατηθεί υποταγμένη (4,7). Αχαλίνωτη επιθυμία είναι η πλεονεξία, η φιληδονία, η επιθυμία της σαρκός και των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου (Ιω 2, 16 βλ. Ιακ. 1, 14 εξ) και η επιρροή της πάνω στην ανθρωπότητα κάνει τον κόσμο βασίλειο του Διαβόλου. Ο Νόμος, ακόμα πιο κατηγορηματικά, αποβλέποντας στην καρδιά, την πηγή της επιθυμίας, απαγορεύει την ένοχη επιθυμία «ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα… την οικία του πλησίον σου» (Εξ. 20,17). Ο Δαβίδ υποκύπτει στον επιθυμία του για την Βηρσαβεέ (2 Βασ. 11, 2 εξ) προκαλώντας αλλεπάλληλες καταστροφές. Ο Αχαάβ, υποκύπτοντας στην επιθυμία του, ύστερα από συμβουλή μιας γυναίκας, της Ιεζάβελ, αρπάζει τον αμπελώνα του Ναβουθαί και καταδικάζει σε θάνατο τη δυναστεία του (3. Βασ, 21) 


[2] Για μια συνοπτική παρουσίαση της θεματικής της επιθυμίας στην φιλοσοφία της κλασικής και ύστερης αρχαιότητας βλ. Καραμανώλης Γ. ΨΥΧΗ, ΝΟΥΣ, ΣΩΜΑ στο συλ. έργο Εισαγωγή στην αρχαία φιλοσοφία, ΠΕΚ 2017, σσ 329-367. 


[3]  Την φράση, θα μπορούσε κάλλιστα να προσϋπογράψει ο Λακάν, στην θεωρία του οποίου θα αφιερώσουμε μεγάλο μέρος αυτής της εργασίας. 


[4] ό.π. σσ 360-361. 


[5] Καραμανώλης Γ, Η φιλοσοφία του πρώιμου χριστιανισμού, εκ. Οκτώ, Αθήνα, 2017.

Συνεχίζεται....

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός