Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Παίρνοντας τον περιφερειακό της Επιθυμίας

 






Ανάμεσα στους θεωρητικούς, τους πολιτικούς, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τους λεγόμενους «ανθρώπους της αγοράς» αλλά και τους απλούς πολίτες είναι κοινή παραδοχή ή έστω διάχυτη η αίσθηση, ότι ζούμε σε έναν κόσμο αυξανόμενης πολυπλοκότητας, ρευστότητας και απροσδιοριστίας. Η εντελώς πρόσφατη «πανδημία» έρχεται να προστεθεί σε ένα κατάλογο αναπάντεχων γεγονότων και πρωτόγνωρων καταστάσεων που διαρκώς πυκνώνει, κλονίζοντας ατομικές και συλλογικές βεβαιότητες. Είναι «πράγματα που συμβαίνουν» και λαμβάνουν χαρακτηριστικά παγκόσμιας κλίμακας και οριζόντιας διάχυσης, κι ίσως αποτελέσουν τον πυρήνα για μελλοντικές θεωρητικές επεξεργασίες. 

Διάχυτη επίσης είναι η αίσθηση ότι τα θεωρητικά εργαλεία που παρείχαν οι μεγάλες θεωρητικές συλλήψεις των προηγούμενων αιώνων -όπως ο φιλελευθερισμός και η προοδεύουσα τεχνο-οικονομία, ο μαρξισμός και ο δομικός, ηθικο-πολιτικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, η ψυχανάλυση και η αποκωδικοποίηση των συγκρούσεων που ριζώνουν στον ανθρώπινο ψυχισμό- δεν είναι αρκετά για να φωτίσουν το νέο περιβάλλον, που πολλοί θεωρητικοί ονομάζουν μετανεωτερικότητα. 

Αρκετοί σήμερα αναγιγνώσκουν στη «νέα» αυτή πραγματικότητα ενδείξεις ανθρωπολογικής οπισθοδρόμησης που παρατηρούνται στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες και τάσεις αποσύνθεσης και μαρασμού πολλών διακριτών χαρακτηριστικών του ανθρώπου (π.χ. της γλωσσικής επικοινωνίας), της ανθρώπινης κοινωνίας και των πολιτικών-πολιτειακών κατακτήσεων (π.χ. της δημοκρατίας και των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος). Ο σύγχρονος άνθρωπος, ως αποδέκτης των κατακτήσεων του δυτικού πολιτισμού, παρότι φαίνεται να είναι πιο ενημερωμένος και πιο δραστήριος απ’ ό,τι στο παρελθόν, παρότι βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα και επαγρύπνηση, ταυτόχρονα φαίνεται ανίσχυρος, αποσβολωμένος και παραδομένος σε μια αίσθηση μοίρας. Η αποσβόλωση αυτή δεν προέρχεται πλέον από την αδυναμία σύλληψης και εννοιολόγησης κάποιας ολότητας, ικανής να κινητοποιήσει συλλογικά και ατομικά οράματα, αλλά από μια καταιγιστική σμικρότητα της καθημερινής ζωής που παραλύει. 

Δύο, κατά τη γνώμη μου, είναι οι συνιστώσες αυτής της παραλυτικής καταιγιστικής σμικρότητας: από τη μια ο φόβος και τα ζητήματα ασφάλειας που εμπλέκονται ολοφάνερα πλέον σε όλες τις πλευρές της διαβίωσης των ανθρώπων (ο λόγος περί κρίσης) και από την άλλη η αναδιατύπωση της επιθυμίας (ο λόγος περί της απόλαυσης). Τόσο ο φόβος όσο και η επιθυμία, εκτός από την εμφανή διαπλοκή τους στις πολιτικές χειραγώγησης, αποτελούν αρχέγονες ψυχικές καταστάσεις ή τις δύο αλληλένδετες όψεις του απωθημένου ‘πραγματικού’. Για τους σκοπούς της τούτης της εργασίας, μόνο περιφερειακά θα αναφερθώ στο φόβο, όταν θα συζητήσω το πρόβλημα της δυσκολίας ή αδυναμίας σύλληψης του ‘πραγματικού’. 

Από την άλλη, η επιθυμία (ή το επιθυμείν γενικότερα), εντός του σύγχρονου ιστορικού πλαισίου, το οποίο διαφέρει από εκείνο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ριζοσπαστικοποιείται και απελευθερώνεται από τα συστήματα ηθικής χαλιναγώγησης και εμφανίζεται ικανή να στεγάσει ένα πλήθος κινήτρων, ικανοποιήσεων και ελπίδων του μικρόκοσμου της καθημερινής ζωής. Όπως αναφέρει ο Μπωντριγιάρ αυτή η «απελευθέρωση» μιας «επιθυμίας» είναι μια σχετικά πρόσφατη φαντασίωση και θα μας πάρει καιρό να καταλάβουμε με ποιους τρόπους και με ποιες συνέπειες αρχίζει να εκρήγνυται σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού[1]. Αν στις επιθυμίες των δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη, που εκδηλώνονται στον κόσμο μας, αντιστοιχούσε μια στιγμιαία λάμψη στον ουρανό, ένα βεγγαλικό, θα ζούσαμε σ’ένα κόσμο που δεν θα σκοτείνιαζε ποτέ. Οι απανταχού μεγαλουπόλεις που ποτέ δεν κοιμούνται είναι η έκφραση αυτής της φωτοχυσίας των επιθυμιών. 

(Συνεχίζεται)

[1] Baudrilliard J. Η Συμβολική ανταλλαγή και ο Θάνατος, σελ. 11.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός