στη μνήμη της κυρίας Βικτωρίας,
που έφυγε τελικά, χθες, Πέμπτη 13 Ιουνίου, μετά από 93 χρόνια,
την ώρα που το λεωφορείο των 8.30 μ.μ. ξεκινάει το συνηθισμένο δρομολόγιό του.
που έφυγε τελικά, χθες, Πέμπτη 13 Ιουνίου, μετά από 93 χρόνια,
την ώρα που το λεωφορείο των 8.30 μ.μ. ξεκινάει το συνηθισμένο δρομολόγιό του.
Το βράδυ αργά, την ώρα που όλοι έχουν αποσυρθεί στα ιδιαίτερά τους, ακόμα και ο σκύλος στο βάθος της αυλής, στο κατώφλι της πάνω πόρτας που του αρέσει να κοιμάται, ακούω το κάδρο της να τρίζει...
Φωτογραφία ασπρόμαυρη, μεγενθυμένη και ελαφρώς επιχρωματισμένη από πάνω, τραβηγμένη πριν από 70 χρόνια, κεφάλι και ώμοι, εκείνη νέα βεβαίως, με μαύρα μαλλιά σπαστά, κουρεμένα κοντά αστικά, με χωρίστρα στο πλάι και μια αίσθηση αυτοπεποίθησης κι ανωτερότητας, αδικαιολόγητα αισθήματα για αμόρφωτες χωρικές και άγαμες γυναίκες.... πρόσωπο πλατύ κι αριτίδωτο, μέτωπο τετράγωνο, το στόμα μισάνοιχτο σε χαμόγελο μια σειρά κάτασπρα δόντια και μια άλλη ψεύτικα μαργαριταράκια στο λαιμό και ίδια κοντά σκουλαρίκια.... ένα σακάκι ταγιέρ σκούρου χρώματος, αυστηρό κι αυτό, αντρικό κόψιμο με πέτα σταυρωτά, χωρίς καμία υποψία σχισμής στήθους γυναικείου, δαντέλα ή άλλο χαρακτηριστικό τρεμάμενης γυναικείας φιλαρέσκειας...
Κορνίζα ορθογώνια απλή ξύλινη σκούρα, κρεμασμένη από πάντα εκεί στο μέσα δωμάτιο, το καλό, που σε κάποια ανακαίνιση του παλιού πατρογονικού γκρεμίστηκε ο μεσότοιχος και ενώθηκε με την κουζίνα και έκτοτε σε κείνο τον ενιαίο χώρο γίνονταν όλα όσα την αφορούσαν κι ο κόσμος της μίκρυνε ακόμα περισσότερο από πριν, κρεμασμένη πάνω από το κρεβάτι μου και το κρεβάτι μου απέναντι από το δικό της, έτσι που μπορούσα να βλέπω και τις δύο ολοκάθαρα, σαν δύο διαφορετικούς ανθρώπους σε δύο διαφορετικές εποχές, και τα βράδια ν' ακούω να χαλαρώνουν οι αρμοί του ορθογώνιου πλαισίου, εκεί που ενώνονταν τα ξύλα, να υποχωρεί το τζάμι όπως η επιφάνεια του νερού και να αναδύεται μέσα από πολλά, συνεχόμενα κι ανεπαίσθητα κρακ, κρακ που κάνουν τα παλιά πράγματα και τα έπιπλα τις νυχτερινές ώρες, τις ασφαλισμένες από τον ύπνο των ενοίκων του σπιτιού, εκείνη όπως ήταν κάποτε ή όπως, ίσως, αληθινά ήταν πάντα, ν΄αποκτά το σώμα που η φωτογραφία έκοψε και έκρυψε, να δρασκελίζει το κρεβάτι μου, να διασχίζει την ενδιάμεση απόσταση και να πηγαίνει να στέκεται δίπλα στο δικό της, πάνω απ' το κεφάλι της και να κοιτάζει με οίκτο και σιωπή, σιωπή, σιωπή ώρα πολλή, το οστεωμένο σώμα που μόλις ανασηκώνει τα σκεπάσματα, τα μάγουλα που βουλιάζουν σε ένα σουφρωμένο στόμα, τα μαλλιά κάτασπρα, λιγοστά να πετάνε τριγύρω από το μαξιλάρι και τα μάτια της κλειστά. Κάποιες φορές την άκουσα να της μιλάει στο ύπνο της, δεν κατάλαβα τι έλεγε και κάποια βράδια την είδα να τινάζει το χέρι της, χέρι νεκρού, απότομα σα να θέλει να την διώξει, να την διώξει την άγνωστη του κάδρου, την σκιά την αδυσώπητη, την σιωπηλή που στεκόταν όλη νύχτα πάνω απ' το κεφάλι της, σα να της ζητούσε τον λογαριασμό, να φύγει....
Θα έφευγε, κάποτε αγανακτησμένη σκέφτηκε να φύγει, να μπει στο λεωφορείο κι από κει στο καράβι να πάει στον Πειραιά, άγνωστη να χαθεί στη μεγάλη πόλη, να μπει σε κάποιο σπίτι υπηρέτρια, να γλυτώσει απ' το χωριό και απ' το συζυγικό κρεβάτι.... Έμεινε στο σπίτι αυτό κι έκανε έξι παιδιά, γεροκόμησε τα πεθερικά της, μετά τον άντρα της που ήταν πολύ μεγαλύτερός της κι άρρωστος από βαριά πνευμονία που είχε αρπάξει από το αλβανικό μέτωπο, είχε στο κεφάλι της και μια ανύπαντρη μεγάλη κουνιάδα, που κάποια φορά μες την απελπισία της, την καταράστηκε να μην κλάψει παιδί στην ποδιά της και πράγματι όταν μετά από μερικά χρόνια παντρεύτηκε, γέννησε δύο κορίτσια δίδυμα που πέθαναν μες τη μέρα δίχως να προλάβει να τα πάρει στην αγκαλιά της... κι ήταν αυτή η κατάρα, έλεγε, ειπωμένη βαθιά σα πελέκυ, το μεγάλο της κρίμα, είχε και το χωριό του άντρα της και το χωριό του πατέρα της... έμεινε στο σπίτι της, στην αυλή της, στο ενιαίο δωμάτιο που ήταν και κουζίνα κι ο κόσμος της όλος...
Κι άλλα έλεγε... Έως που, καθώς περνούσαν οι μέρες κι οι χειμώνες, το δωμάτιο χάθηκε κι ο κόσμος και τα ονόματα ανθρώπων και πραγμάτων κι έπαψε πια να λέει κι έμειναν σιωπηλές.
Κι έμεινε μόνο το τρίξιμο του κάδρου που άκουγα τα βράδια.
Το τρίξιμο ήταν ο ήχος της, ο μόνος αυθεντικός... ούτε γέλιο ούτε κλάμα ούτε κραυγή ηδονής ούτε πάταγος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου