ΕΓΚΏΜΙΟΝ
ανέβηκε αλαφιασμένη απ' τον ύπνο της.
Μες στο πηκτό σκοτάδι κρύβοντας τον τρόμο της.
Μα η ενάργεια του ονείρου της
ήταν σαν φως απόκοσμο
που έδειχνε αυτά που θα συμβούν.
Κάπου θα λείπει πάλι, σκέφτηκε τρομάζοντας.
Αλλ' έγειρε, ξανά, στο προσκεφάλι, να μη σκέφτεται τα πρόδηλα.
Θα τον σταύρωναν τον Γιο της.
Θα τον σταύρωναν σαν ένα κοινό κακούργο.
Κι αυτό της ήταν βέβαιο.
Κι όταν εγχάραξε το φως
κι ακούστηκαν τα πλήθη μες στην πόλη
κι ακούστηκαν τα Ωσαννά...ευλογημένος ο ερχόμενος...
Αυτή σκεφτόταν τους κακούργους:
Φθονουργέ, φονουργέ,
καὶ ἀλάστορ λαέ,...
καὶ ἀλάστορ λαέ,...
Και τον αντίλαλο στα χείλη της:
Που σε κηδεύσω Τέκνον.
Έτσι, ακόμα και στους καιρούς ετούτους τους δικούς μας.
Τους άθλιους κι απάνθρωπους καιρούς,
που είναι, βέβαια, κατάδικοι μας
Υπάρχουν μάνες Παναγιές
- όσο κι αν φαίνεται παράξενο -
σ' όλου του κόσμου τα σημεία
που με φωνή, χιλιόστομη το λένε:
Έρχεσαι πάνω στην Άνοιξη, γιε μου, καλέ μου
Άνοιξη μου γλυκιά γυρισμό, που δεν έχεις...
Κι αν έτσι δεν λένε ακριβώς,
με κάποιον άλλον τρόπο παρόμοιο το λένε.
Έγραφα τη Μεγάλη Τρίτη τρεις τ' Απρίλη του 2018
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου