Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ιστορίες φροντίδας σε χώρο εσωτερικό (viii)

Ο σκύλος γαβγιζε απ'το πρωί. Είναι ένας μεγάλος σκυλος δεμένος στην αυλή και το γάβγισμά του βαρύ και γεμάτο. Γάβγιζε χωρίς κάποιον εμφανή λόγο. Δεν άντεχα να τον ακούω άλλο.
Βγήκα στην πόρτα της κουζίνας κρατώντας ένα κοντάρι...σταμάτα ....σταμάτα επιτέλους...τον απείλησα. Εκείνος σα να αντιλήφθηκε μέσα από την διαταγή την εξάντληση της αντοχής μου, σταμάτησε και χώθηκε στο σπιτάκι του.

Δεν άντεχα άλλο το βογκητό της.
Από μέρες έχω βάλει στ'αυτιά μου βαμβάκι κι όλα τα ακούω σαν μέσα σε βυθό.
Ισως είναι χειρότερα έτσι, γιατί το βογκητό δυνάμωσε.
Αν η ψυχή μου είναι ένα σχοινί,  την νιώθω τεντωμένη να τρίβεται πάνω του.
Η παρουσία της είναι ένα βογκητό. Τίποτε άλλο.
Δεν έχει τίποτα να πει, δεν έχει τίποτα να κάνει.
Αυτού του τίποτα του θανάτου, είμαι ο αποδέκτης.
Δεν υπάρχει κανείς εμφανής λόγος να βογκάει.
Παγιδευμένη στην παγίδα που ύφαινε για χρόνια,  να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει από μια δυστυχισμένη μάνα... από μια ζωή δυστυχίας... πώς αλλιώς θα κρατούσε τους άλλους, υπό τον έλεγχό της,  κοντά της, ... να μην μπορεί να ξεφύγει ούτε η ίδια από το ίδιο της το βογκητό...κάτι που ο σκύλος κάνει σχετικά εύκολα με το γάβγισμά του!

Πώς να προστατέψω το δέρμα μου;
Πώς να προστατέψω τα μάτια μου και το μυαλό μου;


Σταμάτα...σταμάτα επιτέλους, δεν αντέχω άλλο .... της φώναξα, μια μέρα.

Από τότε με φωνάζει μάνα...μάνα...
Είπανε ότι ξεχνάει τα ονόματα.


Πολλές νύχτες ξεχνάω να βγάλω τα βαμβάκια και κοιμάμαι μ'αυτά, στ'αυτιά μου.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός