Ο ήχος αυτός κάλυπτε μια περιοχή ακτίνας τεσσάρων περίπου μέτρων.
Εγώ όμως μπορούσα να τον ακούω και σε μεγαλύτερη απόσταση.
Μπορούσα να τον ακούω στην αυλή, στα πίσω δωμάτια, ακόμα και μέσα στην προστατευμένη από το φως και την υπόλοιπη κίνηση του σπιτιού, αποθήκη.
Διαρκούσε σχεδόν μέρα και νύχτα και μόνο μια μικρή διακοπή, εκεί γύρω στις 3 τα ξημερώματα, την ώρα του βαθύ ύπνου, ελευθέρωνε τον χώρο από την συνεχόμενη και κανονική ροή του.
Εάν ήταν αίμα, αυτός θα ήταν ο ρυθμός του.
Ένα αδιάλειπτο και τακτικό ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ....
Ένα ωχ που θα μπορούσε μεταδίδεται από τα μεγάφωνα ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης για να τρελάνει και τον πιο ισορροπημένο άνθρωπο.
Ένα ωχ που είχε διαποτίσει τα πάντα... τους τοίχους, τις κουβέρτες, τα γαμημένα κουρτινάκια...
τα πατώματα, φύτρωνε ακόμα και στις γλάστρες με τα ωραία πολύχρωμα άνθη που πότιζα κάθε απόγευμα, κρεμόταν από τα φύλλα της κληματαριάς και κάθε που φυσούσε έπεφτε ξερό και δίχως βάρος κι όμως ικανό να βουλιάξει τα πάντα....
Ένα ωχ που είχε λάβει πλέον θέση δέρματος για να καλύψει μια χαίνουσα πληγή...
Ένα ωχ που λειτουργούσε σαν αδιαπέραστος φραγμός για να προστατέψει την αλογία ενός βυθισμένου στο χάος του εαυτού....
Ένα ωχ που είχε υποκαταστήσει τον λόγο των ανθρώπων και ήταν πλέον βία ασύλληπτη και δεσμός δουλείας....
Ένα ωχ που σήμαινε το εντελώς υποκειμενικό αίσθημα της οδύνης που ηδονίζεται στον πόνο της, αφού καμία άλλη ηδονή ποτέ της δεν της δόθηκε, ποτέ δεν την απαίτησε και δεν την γεύτηκε ποτέ....
Ένα ωχ της περιφρόνησης κάθε πράξης και λόγου...
Ένα ωχ της παραμόρφωσης κάθε όντος...
Ένα ωχ των εσχάτων της ύπαρξης...
Είχε αρχίσει να με κυριεύει.... τρυπούσε τα αυτιά μου και τρύπωνε στα βιβλία μου σχίζοντας τις σελίδες τους, σβήνοντας τα γραμμένα...
Ο γιατρός που ήρθε να με δει... με άκουσε βεβαίως, δίχως όμως να μ' ακούει...
"Να παίρνεις αποστάσεις" με συμβούλεψε....
Είπε και μερικά ακόμα, που στους άλλους έκαναν εντύπωση, εμένα πάλι μου φάνηκαν γνωστά...
Έγραψε και ένα φάρμακο σε σταγόνες...
Πόσες σταγόνες, γιατρέ; τον ρώτησα...
Τέσσερις έως πέντε την ημέρα σε ένα ποτήρι νερό....
Τον ευχαρίστησα πολύ...
Μπορούν οι σταγόνες να ξεπλύνουν τους τοίχους, μπορούν να ελευθερώσουν την κληματαριά;
Μπορούν άραγε οι σταγόνες να επεκτείνουν την ακτίνα του κύκλου, να κάνουν πιο χαλαρά τα όρια μεταξύ μας; Να μην ακουγόμαστε τόσο πολύ; Να μην βλεπόμαστε τόσο πολύ; Να παίρνουμε τις απαραίτητες αποστάσεις για να ζούμε ως λογικοί άνθρωποι μέσα στην επικράτεια του παραλόγου;
Δεν τον ρώτησα κι έτσι δεν ξέρω την απάντησή του....
Ξέρω όμως ότι είναι ο Θάνατος που σέρνεται μαζί μας και μας σέρνει....
Ξέρω επίσης πως ο Θάνατος με θάνατο πατιέται....
Και γέλασα μαζί του...
Εγώ όμως μπορούσα να τον ακούω και σε μεγαλύτερη απόσταση.
Μπορούσα να τον ακούω στην αυλή, στα πίσω δωμάτια, ακόμα και μέσα στην προστατευμένη από το φως και την υπόλοιπη κίνηση του σπιτιού, αποθήκη.
Διαρκούσε σχεδόν μέρα και νύχτα και μόνο μια μικρή διακοπή, εκεί γύρω στις 3 τα ξημερώματα, την ώρα του βαθύ ύπνου, ελευθέρωνε τον χώρο από την συνεχόμενη και κανονική ροή του.
Εάν ήταν αίμα, αυτός θα ήταν ο ρυθμός του.
Ένα αδιάλειπτο και τακτικό ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ....
Ένα ωχ που θα μπορούσε μεταδίδεται από τα μεγάφωνα ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης για να τρελάνει και τον πιο ισορροπημένο άνθρωπο.
Ένα ωχ που είχε διαποτίσει τα πάντα... τους τοίχους, τις κουβέρτες, τα γαμημένα κουρτινάκια...
τα πατώματα, φύτρωνε ακόμα και στις γλάστρες με τα ωραία πολύχρωμα άνθη που πότιζα κάθε απόγευμα, κρεμόταν από τα φύλλα της κληματαριάς και κάθε που φυσούσε έπεφτε ξερό και δίχως βάρος κι όμως ικανό να βουλιάξει τα πάντα....
Ένα ωχ που είχε λάβει πλέον θέση δέρματος για να καλύψει μια χαίνουσα πληγή...
Ένα ωχ που λειτουργούσε σαν αδιαπέραστος φραγμός για να προστατέψει την αλογία ενός βυθισμένου στο χάος του εαυτού....
Ένα ωχ που είχε υποκαταστήσει τον λόγο των ανθρώπων και ήταν πλέον βία ασύλληπτη και δεσμός δουλείας....
Ένα ωχ που σήμαινε το εντελώς υποκειμενικό αίσθημα της οδύνης που ηδονίζεται στον πόνο της, αφού καμία άλλη ηδονή ποτέ της δεν της δόθηκε, ποτέ δεν την απαίτησε και δεν την γεύτηκε ποτέ....
Ένα ωχ της περιφρόνησης κάθε πράξης και λόγου...
Ένα ωχ της παραμόρφωσης κάθε όντος...
Ένα ωχ των εσχάτων της ύπαρξης...
Είχε αρχίσει να με κυριεύει.... τρυπούσε τα αυτιά μου και τρύπωνε στα βιβλία μου σχίζοντας τις σελίδες τους, σβήνοντας τα γραμμένα...
Ο γιατρός που ήρθε να με δει... με άκουσε βεβαίως, δίχως όμως να μ' ακούει...
"Να παίρνεις αποστάσεις" με συμβούλεψε....
Είπε και μερικά ακόμα, που στους άλλους έκαναν εντύπωση, εμένα πάλι μου φάνηκαν γνωστά...
Έγραψε και ένα φάρμακο σε σταγόνες...
Πόσες σταγόνες, γιατρέ; τον ρώτησα...
Τέσσερις έως πέντε την ημέρα σε ένα ποτήρι νερό....
Τον ευχαρίστησα πολύ...
Μπορούν οι σταγόνες να ξεπλύνουν τους τοίχους, μπορούν να ελευθερώσουν την κληματαριά;
Μπορούν άραγε οι σταγόνες να επεκτείνουν την ακτίνα του κύκλου, να κάνουν πιο χαλαρά τα όρια μεταξύ μας; Να μην ακουγόμαστε τόσο πολύ; Να μην βλεπόμαστε τόσο πολύ; Να παίρνουμε τις απαραίτητες αποστάσεις για να ζούμε ως λογικοί άνθρωποι μέσα στην επικράτεια του παραλόγου;
Δεν τον ρώτησα κι έτσι δεν ξέρω την απάντησή του....
Ξέρω όμως ότι είναι ο Θάνατος που σέρνεται μαζί μας και μας σέρνει....
Ξέρω επίσης πως ο Θάνατος με θάνατο πατιέται....
Και γέλασα μαζί του...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου