Ο ήχος αυτός κάλυπτε μια περιοχή ακτίνας τεσσάρων περίπου μέτρων. Εγώ όμως μπορούσα να τον ακούω και σε μεγαλύτερη απόσταση. Μπορούσα να τον ακούω στην αυλή, στα πίσω δωμάτια, ακόμα και μέσα στην προστατευμένη από το φως και την υπόλοιπη κίνηση του σπιτιού, αποθήκη. Διαρκούσε σχεδόν μέρα και νύχτα και μόνο μια μικρή διακοπή, εκεί γύρω στις 3 τα ξημερώματα, την ώρα του βαθύ ύπνου, ελευθέρωνε τον χώρο από την συνεχόμενη και κανονική ροή του. Εάν ήταν αίμα, αυτός θα ήταν ο ρυθμός του. Ένα αδιάλειπτο και τακτικό ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, ωχ.... Ένα ωχ που θα μπορούσε μεταδίδεται από τα μεγάφωνα ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης για να τρελάνει και τον πιο ισορροπημένο άνθρωπο. Ένα ωχ που είχε διαποτίσει τα πάντα... τους τοίχους, τις κουβέρτες, τα γαμημένα κουρτινάκια... τα πατώματα, φύτρωνε ακόμα και στις γλάστρες με τα ωραία πολύχρωμα άνθη που ...
ιστολόγιο σκέψεων και συναισθημάτων