_Εθνικισμός, μια θρησκεία της νεωτερικότητας; : Η ένταξη του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας στον εθνικισμό: το ελληνικό παράδειγμα.
γράφει η Εύα Μπολιουδάκη
2. Η ένταξη του
κοινωνικού ρόλου της θρησκείας στον εθνικισμό: το ελληνικό παράδειγμα.
Στο
σημείο αυτό αξίζει να εξετάσουμε την θέση που κατέλαβε η θρησκεία στα πλαίσια
της εθνικιστικής ιδεολογίας, ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Για τους
σκοπούς αυτούς θα παρακολουθήσουμε τις σχετικές σκέψεις του Παντελή Λέκκα..Ο
τρόπος με τον οποίο ο εθνικισμός χρησιμοποιεί την θρησκεία ως κριτήριο
πολιτισμικής διαφοροποίησης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Πολλές εθνικιστικές δυτικοευρωπαϊκές
ιδεολογίες από τα τέλη του 18ου αι. και εξής δεν αποδίδουν
θρησκευτικό περιεχόμενο στην εθνική ταυτότητα, είτε γιατί αδιαφορούν για τη
θρησκεία είτε γιατί την αποστρέφονται συνειδητά. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία της
θρησκείας στο λόγο ορισμένων εθνικιστικών ιδεολογιών, κυρίως των βαλκανικών,
όχι μόνο δεν μπορεί να αγνοηθεί, αλλά οφείλει να εξεταστεί ως παράγοντας
πρωταρχικής σημασίας. Εκ πρώτης όψεως, η παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου
στο λόγο μιας ιδεολογίας που συνοδεύει το μετασχηματισμό της κοινωνίας από παραδοσιακή
σε σύγχρονη, φαντάζει παράδοξη.
Η
ένταξη του θρησκευτικού στοιχείου και η διαπλοκή του στα ορθολογικά σχήματα που
κάθε εθνικισμός επιστρατεύει για να στηρίξει τις θέσεις του, δηλώνει σαφώς τη διαφοροποίηση του κοινωνικού
ρόλου της θρησκείας και αποτελεί έμμεση ένδειξη πως η υπέρβαση της παραδοσιακής
κοινωνίας έχει ήδη αρχίσει να συντελείται. Το γεγονός αυτό αφενός δηλώνει τη
σχέση του εθνικισμού με την εκσυγχρονιστική διαδικασία και αφ’ ετέρου σημαίνει
ότι είναι λάθος να προσπαθήσει να συνδέσει κανείς την εμφάνιση του εθνικισμού
αποκλειστικά με προϋπάρχουσες θρησκευτικές διαφορές. Δεν πρόκειται λοιπόν για
αμετάβλητη συνέχεια της παρουσίας της θρησκείας από την παραδοσιακή στη
σύγχρονη κοινωνία, αλλά για εισαγωγή και διατήρηση της με νέα μορφή και
λειτουργία, στο πλαίσιο μιας ιδεολογίας που είναι εξ ορισμού κοσμική.
Στη
συνέχεια θα παρακολουθήσουμε συνοπτικά την επιχειρηματολογία του Π. Λέκκα
σχετικά με τη βαθύτατη αυτή αλλαγή στην
κοινωνική λειτουργία της θρησκείας, στην περίπτωση του ελληνικού εθνικισμού.[1] Η
εμφάνιση των βαλκανικών εθνικιστικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αι.,
και κυρίως της ελληνικής ,συνεπάγονταν εξισώσεις της θρησκευτικής πίστης με την
εθνική νομιμοφροσύνη σε τέτοιο βαθμό που «οι έννοιες Χριστιανός και Έλλην να
καταστούν σχεδόν συνώνυμες και να ορίζονται σε αντίθεση με το ταυτόσημο ζεύγος
εννοιών Μουσουλμάνος και Τούρκος»[2].
Γίνεται φανερό ότι η χρήση του θρησκευτικού συναισθήματος από
συγκεκριμένες εθνικιστικές ιδεολογίες
έχει άμεσα πολιτικούς στόχους. Οι στόχοι αυτής της σύζευξης που αναφέρθηκε,
γίνονται φανεροί όταν στα Βαλκάνια εμφανίζονται χριστιανικοί εθνικισμοί
(βουλγαρικός) που ανταγωνίζονται τον ελληνικό. Το βάρος πλέον μετατοπίζεται από
την «απιστία» του Τούρκου-Μουσουλμάνου στην
«αίρεση» του Βούλγαρου-Εξαρχικού[3].
Και παρ’ ότι και αυτή η διάκριση συνεχίζει να έχει θρησκευτική επίφαση, σίγουρα
όμως δεν χαρακτηρίζεται από τον αυτόματο προσδιορισμό του εθνικού εχθρού που
ίσχυε στην πρώτη περίπτωση λόγω της αναμφισβήτητης θρησκευτικής διαφοράς. Έτσι,
ένα από τα βασικότερα και αναντίρρητα επιχειρήματα του ελληνικού εθνικισμού
χάνει τη δυναμικότητά του και θεωρείται πλέον προβληματικό. Εκεί αποκαλύπτεται
η καθαρά πολιτική χρήση της θρησκείας από τον εθνικισμό. Χρήση που για ακόμα
μια φορά επιβεβαιώνει τον νεωτερικό χαρακτήρα της ιδεολογίας. Η θρησκεία χάνει
ως εκ τούτου τον μεταφυσικό της χαρακτήρα καθώς χρησιμοποιείται από τον
εθνικισμό με έναν εγκόσμιο, εργαλειακά ορθολογικό και ανθρωποκεντρικό τρόπο.
Και φυσικά δεν μπορεί παρά να ανατρέπει την παραδοσιακή εξάρτηση του ατόμου από
τη θρησκεία, ως την απόλυτη θεία αλήθεια.
Συνοψίζοντας,
το παραπάνω παράδειγμα του ελληνικού εθνικισμού είναι ενδεικτικό βαθύτατων
αλλαγών της κοινωνικής λειτουργίας της θρησκείας. Η θρησκεία αλλάζει
«πολιτικοποιείται, ως προς τις χρήσεις και τη λειτουργικότητά της, αφού
συντελεί στον προσδιορισμό όχι πλέον μιας κοινότητας ομόδοξων, αλλά μιας
καινούριας πολιτισμικής και πολιτικής οντότητας- του έθνους»[4].
Επίλογος
Κλείνοντας
την εργασία μου θεωρώ σκόπιμο να
επιστρέψουμε στον βασικό προβληματισμό της,
με τον οποίο και τιτλοφορείται. Ο φιλολογικός χαρακτηρισμός του
εθνικισμού ως «θρησκεία της νεωτερικότητας», προφανώς αποκαλύπτει την κατίσχυση
του φαινομένου σε μία παγκόσμια κλίμακα ( παρά τις επιμέρους διαφορές μεταξύ
των διάφορων εθνικισμών λόγω χωρο-χρονικών ιδιαιτεροτήτων) και την αναντίρρητη
αποδοχή του περιεχομένου του εκάστοτε εθνικισμού από το εθνικό σώμα ως κάτι
δεδομένο και παγιωμένο στο χρόνο. Θα μπορούσαμε να πούμε επομένως ότι ένας
τέτοιου είδους συσχετισμός είναι αρκετά επιτυχημένος. Από την άλλη ελλοχεύει ο
κίνδυνος ταύτισης των δύο φαινομένων, ταύτιση την οποία προσπάθησα να
καταρρίψω. Σίγουρα η σχέση και η ενδεχόμενη συγγένειά τους είναι ένα αρκετά
περίπλοκο ζήτημα, που οι σελίδες και οι γνώσεις της γράφουσας το περιορίζουν
σημαντικά. Αποτελεί όμως έναν ερευνητικό στόχο με τον οποίο ελπίζω ότι θα
μπορέσω να αναμετρηθώ στο μέλλον, έχοντας πάντα κατά νου ότι η πραγματικότητα
της μεταμοντέρνας εποχής που διανύουμε μας τροφοδοτεί πάντα με προκλήσεις και
προβλήματα που αναζητούν επίμονα τις σύγχρονες απαντήσεις της γενιάς μας.
Τ έ λ ο ς
Βιβλιογραφία
-
Anderson, Benedict, Φαντασιακές
κοινότητες, στοχασμοί για τις απαρχές και την διάδοση του εθνικισμού, εκδ. Nεφέλη, μετ. Ποθητή Χαντζαρούλα,
Αθήνα 1997.
-
Gellner, Ernest,
Έθνη και Εθνικισμός, μετ. Δώρα
Λαφαζάνη, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992
-
Hobsbawm Eric, στο Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα Πρόγραμμα – μύθος –
πραγματικότητα. μετ. Χρυσ. Νάντρις, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.
-
Λέκκας, Παντελής Ε., στο Η
εθνικιστική ιδεολογία – Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική Κοινωνιολογία,
εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2006.
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εθνικισμός, μια θρησκεία της νεωτερικότητας; και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου