Όλοι ανεξαιρέτως οι εθνικισμοί
εγκλείουν στον πυρήνα τους τον προσδιορισμό της μοναδικότητας του έθνους στο
οποίο απευθύνονται. Η μοναδικότητα του έθνους συνίσταται ακριβώς στο ότι
αποτελεί τον μοναδικό φορέα και εκφραστή ενός ξεχωριστού, διακριτού πολιτισμού
που το διαφοροποιεί από άλλα ομοιοτρόπως αυτοοριζόμενα, αλλά πάντα αντιθετικά,
έθνη. Πολιτισμικά κριτήρια όπως η γλώσσα, η κοινή καταγωγή, κλπ.
χρησιμοποιούνται ευκαιριακά με σκοπό την επίτευξη ενός είδους απαραίτητης
εκλογίκευσης, προκειμένου να νομιμοποιηθούν αιτήματα ανεξαρτησίας, δηλαδή «της απόλυτης κυριαρχίας πάνω σε
ορισμένη εδαφική περιοχή με γνήσια αυτόνομους και αυτόχθονες πολιτικούς
θεσμούς»[1],
τα οποία παγιώθηκαν στον χρόνο. Η ευκαιριακή και επιλεκτική χρήση, ανάλογα με
τις συνθήκες, τέτοιων κριτηρίων, προσδίδει στον εθνικισμό την χαρακτηριστική
πλαστικότητά του.
Θα μπορούσαμε επομένως, να πούμε σε
αδρές γραμμές, ότι ο χαρακτήρας του εθνικισμού ως σύγχρονη ιδεολογία
επιτυγχάνει την ταύτιση δύο διακριτών μέχρι πρότινος οντοτήτων , της πολιτικής
και της πολιτισμικής, σε μια νέα την εθνική οντότητα. Κάτι τέτοιο, όπως ισχυρίζεται ο Gellner[2],
δεν ίσχυε για τις παραδοσιακές κοινωνίες όπου ήταν εμφανής μια διχοτομική
διάκριση ανάμεσα στην ανώτερη τάξη και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου
απουσιάζει η επιδίωξη ταύτισης της πολιτικής και της πολιτισμικής οντότητας. Τα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα είναι υπο-πολιτισμικά προσανατολισμένα,
περιορισμένα δηλαδή, στα πλαίσια μικρών δημογραφικών, οικιστικών και
παραγωγικών μονάδων. Πρόκειται επομένως για κοινωνικές οντότητες (πόλη-κράτος,
αγροτική κοινότητα) αισθητά μικρότερες από αυτό που σήμερα προσλαμβάνουμε ως
εθνικό σώμα. Αντίθετα οι ανώτερες τάξεις είναι υπερ-πολιτισμικά
προσανατολισμένες δηλαδή τα όρια της πολιτικής τους κουλτούρας αφορούν
οντότητες μεγαλύτερες του εθνικού σώματος (αυτοκρατορία, χριστιανοσύνη).
Συνεπώς ακόμα κι όταν υπάρχει συνείδηση της διαφοράς με τους αλλοεθνείς αυτό
δεν συνεπάγεται μια διάθεση πολιτικής ένωσης των ομοεθνών (πχ. Η πολιτισμική
ανωτερότητα των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων δεν οδήγησε στην συσπείρωση των
πρώτων σε μια πολιτικά εκφρασμένη εθνική οντότητα).
Οι αγροτικές κοινωνίες
χαρακτηρίζονται πρωτίστως από τις πλήρως νοηματοδοτημένες και αξιακά
φορτισμένες διαπροσωπικές σχέσεις, η απώλεια των οποίων στη νεωτερικότητα
οδηγεί τον Anderson
στον
χαρακτηρισμό των εθνών ως φαντασιακές κοινότητες, στην θέση αυτών που χάθηκαν.
Το έθνος είναι κοινότητα μόνο σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή στο εσωτερικό της,
όπως συμβαίνει άλλωστε με όλες τις σύγχρονες κοινότητες, κανένα μέλος δεν
γνωρίζει όλα τα υπόλοιπα κι ούτε πρόκειται ποτέ να γνωρίσει τα περισσότερα από
αυτά. Τέτοιου είδους, φαντασιακές κοινότητες δεν είχαν εμφανιστεί ιστορικά πριν
από τον 18ο – 19ο αι., δηλαδή πριν από την έλευση της
αστικο-βιομηχανικής κοινωνίας[3].
Οι φαντασιακές αυτές κοινότητες λαμβάνονται ως δεδομένες, όπως κάποτε η
θρησκευτική κοινότητα και το δυναστικό καθεστώς, που όμως δεν θα μας
απασχολήσει εδώ.
Ο Αnderson συνεχίζει
επισημαίνοντας την χρονική προτεραιότητα των θρησκευτικών κοινοτήτων (και του
δυναστικού καθεστώτος) σε σχέση με τον εθνικισμό, από όπου αυτός προήλθε[4]. Οι
μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες ήταν δυνατόν να αναπαραχθούν, σε σημαντικό
βαθμό, μέσω της ιερής γλώσσας και γραφής, συλλαμβάνοντας τον εαυτό τους ως
κέντρο του κόσμου. Οι κοινότητες αυτές διαφέρουν από τις φαντασιακές της
νεωτερικότητας, λόγω της ακλόνητης βεβαιότητας στην απαράμιλλη ιερότητα των
γλωσσών τους. Με άλλα λόγια, οι γλώσσες αυτές δεν ήταν αναπαραστάσεις της
πραγματικότητας, αλλά απόρροια αυτής. Αυτού του είδους τα πολιτισμικά συστήματα,
θα πρέπει σε αντιδιαστολή με τα φαντασιακά να τα ορίσουμε ως πραγματικά.
Η απώλεια ή η αποδυνάμωση των
πραγματικών κοινοτήτων και των συνεπακόλουθων συναισθημάτων της συλλογικής
ένταξης, αρκούν για να τροφοδοτήσουν την
φαντασιακή αναπλήρωση τους; Αυτό το ερώτημα απασχολεί τον Eric Hobsbawm ,
όταν εισάγει τον όρο «λαϊκός πρωτοεθνικισμός». Τα σύγχρονα έθνη βασίζονται σε
μια συναισθηματική επένδυση, η οποία περιλαμβάνει την αυτονόητη γλωσσική
ιδιαιτερότητα, την θρησκευτική ομοιογένεια και την πολιτισμική – φυλετική κοινή
καταγωγή. Τέτοιου είδους αισθήματα εντοπίζει και στις παραδοσιακές κοινωνίες,
τα οποία χαρακτηρίζει ως πρωτοεθνικά. Οι άνθρωποι των παραδοσιακών κοινωνιών
αναγνώριζαν την γλωσσική, φυλετική, θρησκευτική διαφορά τους, χωρίς η αναγνώριση αυτή να είναι ικανή να
οδηγήσει σε αποσχιστικές τάσεις, με σκοπό την δημιουργία ανεξάρτητων εθνικών –
κρατικών οντοτήτων.
«Δεν
νομιμοποιείται η ταύτιση του σύγχρονου εθνικισμού με αυτούς τους δεσμούς, παρά
τον ισχυρισμό ότι αποτελεί προέκτασή τους, επειδή αυτοί δεν είχαν και δεν έχουν
απαραιτήτως σχέση με την ενότητα του εδαφικού, πολιτικού οργανισμού που
αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο αυτού που αντιλαμβανόμαστε σήμερα ως έθνος»[5].
Συνεχίζεται.... στο επόμενο : Εθνικισμός, η μεταφορά στην εγκοσμιότητα
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εθνικισμός, μια θρησκεία της νεωτερικότητας; και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες)
[1] Ό.π.
σελ. 86
[2] Gellner, Ernest, Έθνη και Εθνικισμός
, μετ. Δώρα
Λαφαζάνη, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992, σελ. 26 - 39
[3]
Anderson, Benedict,
Φαντασιακές κοινότητες, στοχασμοί
για τις απαρχές και την διάδοση του εθνικισμού, μετ. Ποθητή Χαντζαρούλα,
εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1997, σελ. 4-6.
[4] Ό.π.
σελ. 33.
[5]
Hobsbawm
, Eric, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα Πρόγραμμα – μύθος –
πραγματικότητα, μετφ. Χρυσ. Νάντρις
εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994, σελ. 71
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου