Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_"ποτέ δεν είναι αργά": ένας ακόμη παρηγορητικός μύθος

Καμία κατάσταση όσο κι αν εμφανίζεται ως υποκειμενική δεν είναι απαλλαγμένη από κάποιο στοιχείο αντικειμενικότητας. Η ύπαρξη αυτής της ελάχιστης έστω αντικειμενικότητας μάς επιτρέπει να καταλαβαίνουμε τα προβλήματα των άλλων και οι άλλοι τα δικά μας. Είναι το λεγόμενο στοιχείο της διυποκειμενικότητας, άνευ του οποίου κανείς πολιτισμός και καμία συνεννόηση δεν θα ήταν εφικτή. [για μια πιο εμπεριστατωμένη θεμελίωση της διυποκειμενικότητας σε οντολογικό επίπεδο, βλ. φαινομενολογικές αναλύσεις του Χούρσελ, κυρίως στην Κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών κ.αλ.)

Το να εμφανιστεί στην μέγιστη δυνατή καθαρότητα ο συσχετισμός και οι αναλογίες που κάθε φορά έχουν στην καθολικότητα της ζωής ενός ανθρώπου ή σε επιμέρους τομείς της, οι δύο αυτοί παράγοντες (υποκειμενικός -αντικειμενικός) είναι το επίτευγμα της ωρίμανσης, της αυτεπίγνωσης και κάθε προσπάθειας οργανωμένης ψυχοθεραπείας.
Το νοητό σημείο όπου οι δυο αυτοί παράγοντες αποκτούν το δίκαιο έρεισμά τους στην ύπαρξη ενός ανθρώπου, είναι το ζητούμενο ή η "ιστιοσανίδα" ενός εκάστου εξ ημών στα κύματα της ζωής -για να το πω πιο παραστατικά, δανειζόμενη μια εύστοχη μεταφορά γνωστού μου ψυχοθεραπευτή- που μας επιτρέπει να είμαστε ισορροπημένα άτομα.

Η διαλεύκανση και η κατά το δυνατόν πιστή περιγραφή του συσχετισμού των δυο παραγόντων δεν είναι ασφαλώς μια εύκολη υπόθεση, παρότι αυτός υπάρχει σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε αυτή μιας μεγάλης δυσλειτουργίας.
Τα σκοτάδια στα οποία περιπλανώνται πολλοί άνθρωποι έχουν να κάνουν ακριβώς με την ανεπίγνωστη και ανάρμοστη εμπλοκή των δύο παραγόντων, που στα πλαίσια της αρχαίας στωικής φιλοσοφίας προσδιορίζονταν με τους όρους "τα εφ ημίν" και τα "ουκ εφ ημίν" και στη νεωτερικότητα συνηθίζουμε να ονομάζουμε "υποκειμενικό" και "αντικειμενικό"' η δε θεματική που ιδρύουν ειναι τόσο ευρεία που στα πλαίσιά της μπορούν να λάβουν χώρα οι πιο διαφορετικές συζητήσεις, από την ελευθερία της βούλησης και την αναγκαιότητα,  το ιδιωτικό και το δημόσιο έως την, σε χριστιανικά συμφραζόμενα,  "ανάληψη του Σταυρού ημών".
Στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος, με ενδιαφέρει κυρίως η ψυχοθεραπευτική διάσταση, όπως έχει ήδη διαφανεί.

Μπορούμε να διακρίνουμε τα δυο δυσλειτουργικά άκρα: είτε πρόκειται για μια υπερτονισμένη και ανερμάτιστη υποκειμενικότητα που μέσα στις βουλημικές και βουλησιαρχικές της εξάρσεις κάθε στοιχείο αντικειμενικότητας ατονεί, είτε πρόκειται για μια δυναστευτική και ανέλεγκτη αντικειμενικότητα που εξουδενώνει ένα αχαμνό και ανίσχυρο υποκείμενο. Και στις δυο περιπτώσεις η επαφή με την πραγματικότητα είναι ελλιπής και προβληματική.
Η γνώση του σημείου όπου οι δυο παράγοντες τέμνονται σε μια μοναδική για τον καθένα "χρυσή τομή", είναι μια γνώση βαθιά και βιωματική, στην οποία ασφαλώς καθοριστικό ρόλο παίζουν οι Άλλοι (θεραπευτής - συνθεραπευόμενοι) ως κομιστές του "αντικειμενικού" (όχι όμως και εντελώς απαλλαγμένου από την δική τους υποκειμενικότητα),  αλλά και μια διαδικασία πένθους η οποία  πρέπει να λάβει χώρα, προκειμένου μέσα από πολλές δοκιμές, αποκαθηλώσεις και απαλλαγές από ψευδαισθητικά σχήματα, να αναφανεί η νέα πιο λειτουργική και πιο κοντά στην πραγματικότητα εξισορροπητική θέση του συγκεκριμένου ανθρώπου μέσα στον κόσμο (άλλως,  πάνω στην "ιστιοσανίδα" του).

Η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο αναδεικνύεται  συνήθως σε μια από τις πιο θεμελιώδεις συνειδητοποιήσεις, καθώς ο χρόνος μπορεί να ιδωθεί και να βιωθεί τόσο ως αντικειμενικό,  μετρούμενο μέγεθος  όσο και ως υποκειμενικός, εσωτερικός και συνεχής ρους. Και για τον λόγο αυτό της διττότητας που τον χαρακτηρίζει είναι τόσο σημαντικός στην ανθρώπινη εμπειρία "μου" στον κόσμο ως κάτι που πρέπει να υποτάξω και ταυτόχρονα να υποταχθω σ'αυτό.
Η εξοικείωση του ανθρώπου με την εγχρονη πραγματικότητα επιδιώκεται ήδη από τα πρώτα παιδικά χρόνια μέσα από τις παραινέσεις ή και τους καταναγκασμούς που μας επιβάλλουν οι σημαντικοί Άλλοι (π.χ. "είναι ώρα για ύπνο", "θα παίξεις αφού πρώτα τελειώσεις με τα μαθήματά σου" κλπ.).
Στην ενήλικη ζωή μας το αίτημα για επανεκτίμηση των χρονικών ορίων μπορεί να ξεκινάει από απλές "διορθώσεις" πχ. το να είναι κάποιος συνεπής στα ραντεβού του, έως σοβαρές κρίσεις της μέσης και γεροντικής ηλικίας με μείζονα πολλές φορές,  καταθλιπτικά επεισόδια.  Μια αίσθηση του "κλίματος" , γι' αυτές τις τελευταίες μας παρέχει το γνωστό καβαφικό ποίημα "Τα Κεριά".
Σε κάθε περίπτωση όμως  η βιωματική εξοικείωση με την μυστηριώδη υφή του χρόνου καθώς μάς εμπλέκει σε μια εμπειρία απουσίας και στέρησης έρχεται να προσδώσει συνειδητότητα και ιστορικότητα στο παρόν της ζωής κάθε ανθρώπου και με τον τρόπο αυτό αποτελεί απαράγραπτο παράγοντα της "χρυσής τομής" (άλλως "ιστιοσανίδας").   Επομένως ο χρόνος έχει μια στερητική διάσταση μέσα στην οποία ο θνητός άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την θνητότητά του, εγείροντας αισθήματα πένθους.
Πιο καθαρά μπορούμε να δούμε τα συναφή συναισθήματα στις περιπτώσεις των εγκλεισμών. Π.χ. η ποινή φυλάκισης που μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον παραβάτη, είναι συντριπτική όχι τόσο διότι αλλάζει ριζικά την καθημερινότητα και την άσκηση της ελευθερίας του, όσο γιατί παρεμβαίνει τιμωρητικά μέσω της στέρησης ενός μέρους του χρόνου του στον ανήκοντα σ'αυτόν χρόνο της ζωής του.
Έτσι κάθε προσπάθεια αποιδρυματοποίησης έρχεται αντιμέτωπη όχι τόσο με την ανάκτηση κάποιων κοινωνικών δεξιοτήτων  όσο με την απώλεια του χρόνου' κι αυτό συμβαίνει είτε στις περιπτώσεις εκείνες που έχουμε έναν πραγματικό εγκλεισμό είτε σε εκείνες που το άτομο βιώνει έναν οιονεί εγκλεισμό του και την οριστική απώλεια ενός χρονικού διαστήματος της ζωής του.
Επειδή λοιπόν έχουμε αισθήματα πένθους σε κάθε τέτοια περίπτωση όπου το άτομο αναστοχάζεται τον χαμένο χρόνο, η κοινή λογική σπεύδει παρηγορητικά σε μια προσπάθεια στήριξης,  να μειώσει ή και να απωθήσει το πένθος, λέγοντας εμψυχωτικά ότι "ποτέ δεν είναι αργά"....υπονοώντας ότι ο άνθρωπος μέσω της θέλησής του είναι ο κύριος του χρόνου και των συνακόλουθων καταστάσεων (που είναι πραγματικά πολλές) και προδίδοντας την δυσανεξία της σύγχρονης κουλτούρας απέναντι στο πένθος, γενικά.
Μια οργανωμένη προσπάθεια ψυχοθεραπείας μπορεί, επιλεκτικά και κατά περίπτωση, να υιοθετήσει για μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα την παρηγορητική στάση του "ποτέ δεν είναι αργά" της κοινής λογικής, οφείλει όμως να το γνωρίζει, καθώς επίσης να γνωρίζει ότι κάθε τέτοια στάση είναι ένας μύθος και ως μύθος, αποτελεί μια μισή αλήθεια.

Και αποτελεί μια μισή αλήθεια, διότι αφενός δεν μπορούμε να παραγράψουμε την συνθήκη του χρόνου, το αργά, το νωρίς,  το πριν, το μετά κι ούτε να συνάψουμε σ'αυτά την απολυτότητα του ποτέ και του πάντα, προσχωρώντας σε μια άνευ ερείσματος βουλησιαρχία δίχως να υποστούμε ή να επιφέρουμε τις ανάλογες συνέπειες' κι αφετέρου διότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι όλες οι εγκόσμιες δραστηριότητες του ανθρώπου είναι χρονικά τελούμενες, όπως κι ότι τα πολιτισμικά θέσμια μιας κοινωνίας ανθρώπων είναι έγχρονες καταστάσεις.  Τούτα σημαίνουν ότι για κάποια πράγματα είναι ίσως αργά, για κάποια νωρίς κλπ., ότι υπάρχει μια σχετικότητα, όμοια με τα σκαμπανεβάσματα των κυμάτων...
Βεβαίως η γυμνή αντιμετώπιση της πραγματικότητας του χρόνου ενέχει σε κάποιες περιπτώσεις τον κίνδυνο ενός εγκλωβισμού, μιας παράλυσης του ανθρώπου να δράσει,  αυτό όμως το πρόβλημα συνιστά τον άλλο παράγοντα του υποκειμενικού, ο οποίος χρειάζεται μια άλλη ειδική και ξεχωριστή προσέγγιση, προκειμένου ο άνθρωπος να μην κυριαρχηθεί από τον χρόνο, σαν να ήταν ένας παράλιος βράχος και να επιτευχθεί εντέλει η ενηλικίωσή του.

Ο μόνος,  ίσως , τρόπος για να ξεπεραστεί αληθώς η σύγκρουση και να επέλθει μια συμφιλίωση με την έγχρονη πραγματικότητα της ζωής είναι να το να μπορέσει το άτομο να ρίξει την ματιά του πέρα απο τα ατομικά όρια της ζωής του, σε μια θέαση της αιωνιότητας όχι όμως  ως επιδίωξη μιας κενόδοξης υστεροφημίας αλλά ως ένα "παράδειγμα"  των όντων εκείνων  που παρότι γνωρίζουν ότι είναι μια στιγμιαία σύμπηξη του χρόνου, μπορούν να ζουν υπερβαίνοντάς τον.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός