Στη μνήμη του κυρίου Γιώργου
Δεν ήξερα τι να πω...
Κι αυτοί δεν ξέρανε πώς να του το πούνε...
Κι είναι αυτές οι ιδιαίτερες περιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων που λέγεται αυτό που δεν ξέρεις πώς το λένε.
Ντιβάνι που γίνεται καναπές ή και το αντίστροφο, στην ανάγκη.
Η ανάγκη σκεπασμένη με ένα κάλυμμα απο ύφασμα χοντρό, ανθεκτικό στην καθημερινή χρήση, σκουρόχρωμο διακοσμημένο με μικρά κίτρινα κρινάκια του αγρού και άπειρες μικρές σουρίτσες τριγύρω.
Στην χαμηλοτάβανη κουζίνα τους χειμώνες.
Τα καλοκαίρια και τις άνοιξες στην στενάχωρη αυλή μια μεγάλη κούνια, βαριά, μεταλλική, αργοκίνητη, ένα εκκρεμές του χρόνου που περνούσε, χωρούσαν και τέσσερις να κάθονται επάνω. Στριμωγμένοι πάντα, αλλά χωρούσαν.
Την έκτη μέρα, όταν πήρε να βραδιάζει...
Γυναίκα, γυναικα, γυναίκα... φώναξε τρεις φορές, σα να διάταζε και να παρακαλούσε μαζί.
Σα πιάσει τη κουβέντα με την απέναντι, ξεχνάει πως έχει σπίτι και άντρα και παιδιά...
Έτσι σκέφτηκε και δεν βάστηξε άλλο.
Ορμητικός σηκώθηκε απ' το ντιβάνι της ανάγκης που γινότανε και καναπές, άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, πέρασε ξυστά από την μεταλλική κούνια της αυλής και βγήκε στο δρόμο να την φωνάξει από απέναντι, γιατί ήταν περασμένη η ώρα και βράδιασε πιά.
Και στην ορμή του τρεμούλιασαν τα κίτρινα κρινάκια του αγρού και οι σουρίτσες, κι η κούνια έτριξε στις αλυσίδες της.
Ξαφνικά που άδειασε το σπίτι.
Κι εγώ δεν ήξερα τι να τους πω
Αν ήταν η ορμή του Θανάτου ή μήπως η ορμή του Έρωτα που κάνει αβάσταχτες αυτές τις περιπτώσεις....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου