Η κυρία Νίκη
Έκανε σήμερα κάτι απροσδόκητο
Άνθρωποι σαν την κυρία Νίκη δεν τα συνηθίζουνε αυτά.
Γιατί η κυρία Νίκη είναι απ'τους ανθρώπους που κάθονται όπου τους βάλεις.
Τους έβαλαν εκεί σε κάτι χωράφια.
Σε κείνα που ήταν έξω απ'την πόλη, εγκαταλειμμένα παλιά τούρκικα υποστατικά, με στάβλους, πηγάδια, μισογκρεμισμένα κτίσματα με χοντρούς τοίχους και καμάρες, περβόλια, υγρασία και λάσπες...
Εκεί, ένα γύρω φτιάξανε σιγά σιγά τα σπίτια τους... προσφυγικά, φτωχικά, παιδομάνι, γριές γυναίκες, οικοδόμοι άντρες, χαμηλοτάβανο ταβερνείο, κρασί, αναδουλειές και τσακωμοί, γκαζιέρα, κουρελούδες και προικιά...
Εκεί τους έβαλαν, εκεί κάθισαν....
Η κυρία Νίκη είναι ένας από κείνους τους ανθρώπους....
Απ'αυτούς τους βολικούς ανθρώπους που μιλάνε χαμηλόφωνα
Σε κάτι οικογενειακές συγκεντρώσεις, στη γιορτή του γιού της το όνομα, στην αλλαγή του χρόνου που την φέρνανε για να μην είναι τέτοια μέρα μόνοι τους οι γέροι... καθότανε στον καναπέ, στο σαλόνι...
Να μη μπορώ να βοηθήσω σε κάτι και γω...Να μη γίνομαι βάρος στα παιδιά...
Στεναχωριότανε... Καθόμουν και γω δίπλα της, ενόσω οι νεότερες κόρες, νύφες, εγγονές έκαναν τις ετοιμασίες...
Σε κείνα τα οικογενειακά τραπέζια που έχουν απ' όλα.... σαλάτες, κρέας βραστό με πιλάφι, κρασί, τα παιδιά που έχουν τις δουλειές τους και τα δικα τους σπίτια....
Που έχουν όλα τα καλά και ίσως τα μόνα πραγματικά καλά για ανθρώπους ήσυχους βολικούς, όπως η κυρία Νίκη.
.......
Δόξα το Θεό.... φτωχοί ήμασταν πάντοτε.... τα παιδάκια... τα παιδιά όλου του κόσμου και τα δικά μου μαζί.... Δύσκολα χρόνια, στενοχώριες, αρρώστιες... ζήσαμε καλά, δεν παραπονιέμαι... μεροκάματο Δόξα το Θεό.... Ήταν απλός ο κόσμος...πηγαίναμε τριάντα σαράντα άνθρωποι στις ελιές και στις γιορτές των Αγίων, με τα πόδια... ένα τσούρμο όλοι μαζί...και τραγουδούσαμε στο δρόμο...
Μετά σώπαινε ...
Τα μάτια μου δε με βοηθάνε πια...σκιές μόνο... το ζάχαρο τάφαγε...
Καθότανε όπου της λέγανε, με σταυρωμένα τα χέρια, προσεκτική για να μην βαρύνει τα παιδιά, τα παιδάκια, τα παιδάκια μου...λιγομιλητη, μειλίχια, υπομονετική...
Αχ! Κυρία Νίκη.
Μόνο σήμερα, εντελώς απροσδόκητα έκανε κάτι που δεν το συνηθίζουν άνθρωποι σαν αυτήν.
Κοντά στις έξι τα ξημερώματα, δίχως να μιλήσει σε κανέναν.... και σα να μην γινότανε αλλιώς, δίχως να φέρει καμία αντίρρηση, σαν κάποιος να την πήρε απ' το χέρι για να την οδηγήσει να κάτσει κάπου αλλού, άνοιξε την πόρτα της χαμηλοτάβανης κουζινούλας της και έφυγε...
Έκανε σήμερα κάτι απροσδόκητο
Άνθρωποι σαν την κυρία Νίκη δεν τα συνηθίζουνε αυτά.
Γιατί η κυρία Νίκη είναι απ'τους ανθρώπους που κάθονται όπου τους βάλεις.
Τους έβαλαν εκεί σε κάτι χωράφια.
Σε κείνα που ήταν έξω απ'την πόλη, εγκαταλειμμένα παλιά τούρκικα υποστατικά, με στάβλους, πηγάδια, μισογκρεμισμένα κτίσματα με χοντρούς τοίχους και καμάρες, περβόλια, υγρασία και λάσπες...
Εκεί, ένα γύρω φτιάξανε σιγά σιγά τα σπίτια τους... προσφυγικά, φτωχικά, παιδομάνι, γριές γυναίκες, οικοδόμοι άντρες, χαμηλοτάβανο ταβερνείο, κρασί, αναδουλειές και τσακωμοί, γκαζιέρα, κουρελούδες και προικιά...
Εκεί τους έβαλαν, εκεί κάθισαν....
Η κυρία Νίκη είναι ένας από κείνους τους ανθρώπους....
Απ'αυτούς τους βολικούς ανθρώπους που μιλάνε χαμηλόφωνα
Σε κάτι οικογενειακές συγκεντρώσεις, στη γιορτή του γιού της το όνομα, στην αλλαγή του χρόνου που την φέρνανε για να μην είναι τέτοια μέρα μόνοι τους οι γέροι... καθότανε στον καναπέ, στο σαλόνι...
Να μη μπορώ να βοηθήσω σε κάτι και γω...Να μη γίνομαι βάρος στα παιδιά...
Στεναχωριότανε... Καθόμουν και γω δίπλα της, ενόσω οι νεότερες κόρες, νύφες, εγγονές έκαναν τις ετοιμασίες...
Σε κείνα τα οικογενειακά τραπέζια που έχουν απ' όλα.... σαλάτες, κρέας βραστό με πιλάφι, κρασί, τα παιδιά που έχουν τις δουλειές τους και τα δικα τους σπίτια....
Που έχουν όλα τα καλά και ίσως τα μόνα πραγματικά καλά για ανθρώπους ήσυχους βολικούς, όπως η κυρία Νίκη.
.......
Δόξα το Θεό.... φτωχοί ήμασταν πάντοτε.... τα παιδάκια... τα παιδιά όλου του κόσμου και τα δικά μου μαζί.... Δύσκολα χρόνια, στενοχώριες, αρρώστιες... ζήσαμε καλά, δεν παραπονιέμαι... μεροκάματο Δόξα το Θεό.... Ήταν απλός ο κόσμος...πηγαίναμε τριάντα σαράντα άνθρωποι στις ελιές και στις γιορτές των Αγίων, με τα πόδια... ένα τσούρμο όλοι μαζί...και τραγουδούσαμε στο δρόμο...
Μετά σώπαινε ...
Τα μάτια μου δε με βοηθάνε πια...σκιές μόνο... το ζάχαρο τάφαγε...
Καθότανε όπου της λέγανε, με σταυρωμένα τα χέρια, προσεκτική για να μην βαρύνει τα παιδιά, τα παιδάκια, τα παιδάκια μου...λιγομιλητη, μειλίχια, υπομονετική...
Αχ! Κυρία Νίκη.
Μόνο σήμερα, εντελώς απροσδόκητα έκανε κάτι που δεν το συνηθίζουν άνθρωποι σαν αυτήν.
Κοντά στις έξι τα ξημερώματα, δίχως να μιλήσει σε κανέναν.... και σα να μην γινότανε αλλιώς, δίχως να φέρει καμία αντίρρηση, σαν κάποιος να την πήρε απ' το χέρι για να την οδηγήσει να κάτσει κάπου αλλού, άνοιξε την πόρτα της χαμηλοτάβανης κουζινούλας της και έφυγε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου