Αγαπημένη συνήθεια των νεο-ελλήνων να συγκρίνουμε αυτό τον τόπο με τις αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού και η σύγκρισή μας αυτή να γίνεται αφορμή για μια τεράστια καταδίκη του.
Συγκρίνοντάς τον τόν ταυτίζουμε με το σκότος, τον βρίσκουμε κατά πάντα άχρηστο κι ανίκανο ενώ αντίθετα απέναντί του ορθώνουμε έναν κόσμο του φωτός, της ευταξίας, της Εσπερίας, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την μεγάλη απόσταση που χωρίζει τους δύο κόσμους.
Είναι μια σύγκριση πολύ εύκολη που μας έχει επιβληθεί κυρίως από τους αυτούς που ποτέ δεν πόνεσαν μέσα σ' αυτόν τον τόπο, αυτούς που δραπέτευσαν προς τις αυλές της (για σπουδές, για δουλειές, για καριέρες), που ποτέ δεν έκαναν τον κόπο να τον ακούσουν και να τον καταλάβουν, αυτούς που, εντέλει, στελέχωσαν τους πολιτικούς και πνευματικούς φορείς του τόπου τα τελευταία 200 περίπου χρόνια.
Με τον τρόπο αυτό της κρίσης, της σύγκρισης και της καταδίκης, εξαντλούμε και τις λίγες, ασθενικές δυνάμεις που εξακολουθούν να υπάρχουν. Δυνάμεις που έρχονται σαν απόηχος της φωνής ενός Παπαδιαμάντη ή ενός Κόντογλου, που υπάρχουν στο περιθώριο της νεοελληνικής μας πραγματικότητας, σε κάποιο βουνό, σε κάποιο νησί, σε κάποια άκρη της πολιτείας και αντιστέκονται, ψάχνοντας την ουσία της ζωής και των σχέσεων και όχι την κατ' επίφαση τάξη του δυτικού ορθολογικού και απέραντα αδιάφορου και προβληματικού κόσμου, που μας έχει επιβληθεί. Ταυτόχρονα αυτοί που προβαίνουν σε τέτοιες συγκρίσεις τοποθετούν, και μόνο εξ αυτού του λόγου δηλ. της δυνατότητας που έχουν να κάνουν τέτοιες συγκρίσεις, τον εαυτό τους από την μεριά των "καλών", των λόγον εχόντων, των "δίκαιων", των "διαφωτιστών", με μια διάθεση ασέβειας, παντογνωσίας, αυταρέσκειας και σαδισμού.
Δεν έχω πρόβλημα με αυτούς που σπούδασαν ή δούλεψαν στην Ευρώπη και άνοιξαν μ' αυτόν τον τρόπο τους ορίζοντες της σκέψης τους (μακάρι να μπορούσα κι εγώ). Αντιθέτως, αυτοί οι άνθρωποι έχουν πολλά, πάρα πολλά να πουν και να προσφέρουν. Το πρόβλημα υπάρχει όταν νομίζουν ότι με την σπουδή αυτή που κατέκτησαν μπορούν και δικαιούνται να ερμηνεύουν, να μιλούν ως κυρίαρχοι σε ιθαγενείς, να στριμώχνουν την ψυχή αυτού του τόπου στα προκατασκευασμένα καλούπια τους και να του κουνούν το δάχτυλο.
Το πρόβλημα υπάρχει όταν γινόμενοι "σοφοί" νομίζουν ότι δεν χρειάζονται πλέον να μάθουν τίποτα.
Αντίθετα τότε, όταν κατέχουν την μέθοδο, τον τρόπο της σκέψης, πρέπει να παραδεχθούν ότι αρχίζει η πραγματική μαθητεία τους στον τρόπο του Είναι αυτού του τόπου.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι : πού βρίσκεται αυτό το Είναι του τόπου μας;
Για να βρεθεί όμως κάτι, πρέπει να θέλουμε να το βρούμε. Να ρωτάμε γι' αυτό. Να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας και τ' αυτιά μας, γιατί ότι Είναι, είναι γύρω μας. Εάν εμείς δεν το βλέπουμε ή δεν το ακούμε, πιθανόν να οφείλεται στο ότι είμαστε πολύ απασχολημένοι με το κινητό μας, τον εαυτό μας, με τις εμμονές ή με τις αλήθειες που κατακτήσαμε. Το είναι του τόπου μας, βρίσκεται στους ανθρώπους (απόντες και παρόντες) και στις πράξεις τους.
Τα λέω αυτά τα θεωρητικά και μεγαλόπνοα, για να πω κάτι πραγματικό, κάτι που φανερώνεται στις πιο συνηθισμένες και προβλέψιμες διαδρομές μας, στην καθημερινότητά μας, κι εμείς χοντρόπετσοι ή εντελώς νοησιαρχικοί καθώς είμαστε δεν μπορούμε να νιώσουμε το μεγαλειώδες βάθος του. Έτσι αυτό σβήνει....
Μια απλή ιστορία θέλω να πω, απ' αυτές που δεν έχουν τίποτα συνταρακτικό, κανέναν ήρωα.
Ο οδηγός ήταν ένας απλός οδηγός των ΚΤΕΛ. Το ίδιο και ο εισπράκτορας. Το λεωφορείο ήταν φουλ καθότι καλοκαίρι και οι τουρίστες είναι πολλοί. Αρκετοί ήταν όρθιοι, πλην όμως παρότι αυτός ο περίεργος τύπος τους προσκαλούσε να κάτσουν δίπλα του, κανείς δεν καθόταν. Παράξενο μου φάνηκε! Προτιμούσαν να στέκονται όρθιοι και να τραμπαλίζονται στο διάδρομο φορτωμένοι τα σακίδιά τους παρά να κάτσουν δίπλα του. Αυτός ο τύπος, καμιά 60αριά χρόνων, φαινόταν ότι είχε πρόβλημα, ήταν ασταθής στις κινήσεις του, η ομιλία του ήταν διαταραγμένη αλλά επέμενε με ένα τρόπο φορτικό -στις κυρίες φάνηκε πονηρός και ενοχλήθηκαν- να σκουντά τους όρθιους, να τους τραβά από το μπλουζάκι και να τους δείχνει το διπλανό αδειανό του κάθισμα. Η προβληματική φιγούρα του αυτόματα τον καθιστούσε ύποπτο και απορριπτέο.
Προχωρούσαμε, ανέβαιναν και κατέβαιναν άνθρωποι. Κάποια στιγμή, σε μια στάση φωνάζει δυνατά και επίμονα στον εισπράκτορα, "Φίλε, ε! φίλε". Πήγε ο εισπράκτορας. Ζήτησε να πάει και ο οδηγός. Προς μεγάλη μου έπληξη και ο οδηγός σηκώθηκε από το κάθισμά του, τον πλησίασε, έσκυψε λίγο και ο άνθρωπος κάτι τους είπε.
Στην στάση που ήθελε να κατέβει, ο οδηγός ακινητοποίησε το λεωφορείο, ήρθε στα πίσω καθίσματα και μαζί με τον εισπράκτορα βάλθηκαν να τον βοηθήσουν να σηκωθεί από τη θέση του και μετά να κάνει τα λίγα βήματα για να κατέβει τα σκαλοπάτια. Ο άνθρωπος είχε μεγάλη αγωνία και η σπασμωδικότητα των κινήσεών του είχε γίνει έντονη. Αυτοί, ο οδηγός και ο εισπράκτορας, απέραντα ευγενικοί, δεν βιάζονταν, τον έθεσαν στο κέντρο της προσοχής τους, του μίλαγαν συνεχώς, του έλεγαν να μην φοβάται, να τους δώσει το χέρι του, ότι τον στηρίζουν και δεν θα πέσει, οδηγούσαν το πόδι του. Μια διαδικασία που διήρκεσε δέκα ολόκληρα λεπτά. Κι αφού τον κατέβασαν του βρήκαν κάθισμα στην διπλανή καφετέρια και κάτι είπαν με τον υπάλληλο.
Από τους επιβάτες άλλοι κοίταζαν, άλλοι κοιμόντουσαν, άλλοι είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν με την καθυστέρηση, άλλοι παίζανε με τα πλήκτρα του κινητού τους, δίχως να έχουν καμία επαφή με ότι γινόταν.
Κάποτε ξεκινήσαμε. Ένα απλό λεωφορείο, μια απλή διαδρομή, ο οδηγός στη θέση του, το ίδιο κι ο εισπράκτορας. Εμένα όμως αυτοί οι άνθρωποι, έτσι όπως κινιόντουσαν στο χώρο μου φάνηκαν αρχάγγελοι. Ο εισπράκτορας καθώς περνούσε στο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα και ο οδηγός καθώς γύρισε στο τιμόνι του, άραγε να ήξεραν ότι διέσωσαν την αυθεντική ψυχή και την αρχοντιά αυτού του τόπου;
Αυτοί οι αδίδακτοι, που δεν ήξεραν καμία ξένη γλώσσα, που σίγουρα θα έβγαιναν χαμένοι σε οποιαδήποτε σύγκριση με τα τυπικά προσόντα των δυτικο-ευρωπαίων συναδέλφων τους.
Το Είναι της πράξης μας δεν απαντάται σε κανόνες μάρκετινγκ που μπορεί να διδαχθούν σε κάποιο επιδοτούμενο σεμινάριο από αυτά που κάνουν οι επιχειρήσεις για να ρυθμίσουν με έναν τρόπο νομοθετικό και εξωτερικό το ήθος της, αποβλέποντας σε οφέλη.
Το Είναι της πράξης μας προκύπτει από μέσα μας, το λαμβάνουμε όπως το "γάλα της μητρός" μας, καταστατικά όπως τη γλώσσα, προκύπτει αβίαστα και φυσικά, είναι πραγματικό, απέραντα ευγενικό, συμπονετικό και συγχωρητικό γιατί πηγάζει από την ύπαρξή μας ως ανθρώπινων και πεπερασμένων όντων. Πράγματα αληθινά και γι' αυτό μεταφυσικά, που ο τόπος αυτός πρώτος έθεσε ως ερωτήματα και ποτέ δεν έπαψε να αναμετριέται μ' αυτά.
Μπροστά στην αναμέτρησή του αυτή, ας στεκόμαστε με σεβασμό και διάθεση να διδαχθούμε και όχι να διδάξουμε ήθος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου