Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Απ' τη μεγάλη του χαρά


Εργο : Γ. Κόρδης



Κάποιος είπε : Να λύσετε τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου, παιδιά. 
Ήταν τότε, νομίζω, που η χαρά του ξεχείλισε.
 
Κάθε φορά που ερχόταν στο χωριό τα καλοκαίρια ήταν χαρούμενος.
Αυτός ο ήρεμος, ο αθόρυβος άνθρωπος, κοντούλης κι αδύνατος, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, ρίχτηκε  εργάτης στην Αθήνα από αμούστακο παιδί, ορφάνια, η μάνα μόνη της,  αυτός κάπως κούτσαινε και μια αδελφή στο βουνό, αντάρτισσα και το χωριό να λέει...
Αυτός με την μεγάλη απαντοχή ο ταπεινός άνθρωπος που μιλούσε σιγανά και κάπως κούτσαινε, δούλεψε για χρόνια, ένα μυρμήγκι μες τη σαρωτική βουή ενός θηριώδη κόσμου.
Παρέμεινε φτωχός κι άσημος, άλλα πράγματα τα καταλάβαινε κι άλλα όχι.
Όμως  κάθε φορά που ερχόταν στο χωριό, κι άνοιγε τα παράθυρα του πατρικού σπιτιού, έπαιρνε την καρέκλα του και καθόταν στην αυλή με τη μουρνιά και την κρεβατίνα,  ο κόσμος του φαινόταν ένας τόπος κατάλληλος για τους απλούς ανθρώπους τους κοντούς, τους κουτσούς, τους δίχως προσόντα, αυτούς που μιλούνε σιγανά, τους φτωχούς και τους ασήμαντους, αυτούς που άλλοτε καταλαβαίνουν κι άλλοτε όχι.
Τότε ήταν που μια  χαρά, ίδια μ' αυτόν τον κόσμο, αθόρυβη και ταπεινή, σχεδόν κρυφή πλημμύριζε την καρδιά του.
Κι ας λέγανε οι άλλοι.... 

Σήμερα, γύρισε στο χωριό του. Τα λίγα σπίτια του διακριτά και τακτοποιημένα, οι άνθρωποι όμορφοι κι αυτοί μέσα στην αδυναμία τους, στις έγνοιες τους, στις μικροκακίες τους, στα δράματα και στις ιστορίες τους, τα δέντρα, τα ζώα, τα βουνά, κι όλα μαζί κτιστά, φθαρτά κι άκτιστα κι αιώνια μαζί, κι όλα μια κοινή συλλογική μνήμη, μια ατέλειωτη ροή που έλαμπε στον ήλιο του Ιούνη. 
Ο Φανούρης το ίδιο ταπεινός, ήρεμος και μικρόσωμος στη μέση. Οι χωριανοί ανάβανε ένα κερί, ο παπάς κι ο ψάλτης, δίπλα του η γυναίκα του, ίδια μ' αυτόν, κομμάτι του, τα δυό παιδιά του, ίδια μ' αυτούς, αγαπημένα πλάσματα. 
Στάθηκα σε μια άκρη και προσηλώθηκα στο πρόσωπό του.
Χάρηκε που γύρισε πίσω στο χωριό του. Μεγάλη η χαρά για τα μικρά πράγματα, για τον τόπο σου με τα λίγα σπίτια, τους λιγοστούς ανθρώπους του, τους μικρούς καημούς τους. Μεγάλη η χαρά μέσα στο άπειρο χρόνο και στο χώρο, εσύ να έχεις το πρόσωπό σου και να το βλέπουν οι άνθρωποι, να! όπως εγώ κοιτάζω το δικό σου....

Μα όταν τον λύσανε,  λίγο πριν τον αποθέσουμε ήσυχα στο χώμα, ήταν που η χαρά του ξεχείλισε.
Θάρρεψα ότι ο Φανούρης  γύρισε και κοίταξε την πλάση όλη, το χωριό του, τους ανθρώπους του, τα παιδιά του, την γυναίκα του  κι απ' την μεγάλη του χαρά γι' όλα αυτά που έβλεπε και καθώς τώρα ήταν ελεύθερος να χοροπηδάει, έκανε κάτι θαυμαστό, που μόνο όσοι έχουν μια απλή και καθαρή ψυχή μπορούν να κάνουν. 
Ετούτος ο μικρόσωμος, ο αθόρυβος, ο Φανούρης που κάπως κούτσαινε, έκανε ένα σάλτο που μ' άφησε άφωνη κι αμέσως η γαλήνια ζωή του ενώθηκε με όλα.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός