Πολύς λόγος γίνεται, τον τελευταίο καιρό, ανάμεσα στα πολλά που συζητιούνται, για το εάν πρέπει ή όχι να συμφωνήσουμε στην θεσμοθέτηση και λειτουργία μιας ψηφιοποιημένης σχολικής τάξης. Η συζήτηση έχει διέλθει από πολλά στάδια για να καταλήξει σε μια διαμάχη για το εάν παραβιάζονται και πώς, τα προσωπικά δεδομένα μαθητών και εκπαιδευτικών. Εάν δηλαδή η χρήση ηλεκτρονικών μέσων μετάδοσης του μαθήματος ενέχει κάποιους κινδύνους και συνεπώς ποια είναι τα ενδεδειγμένα μέσα (θα βιντεοσκοπείται ή μόνο θα ηχογραφείται το μάθημα; κ.ά.) και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που προκύπτουν (λογοκρισία και αυτολογοκρισία εκπαιδευτικού και μαθητή, απώλεια της λεπτής ιδιαιτερότητας της στιγμής ή της αύρας σχολικής ατμόσφαιρας κ.ά.).
Είναι μια συζήτηση στην οποία θα φτάναμε έτσι κι αλλιώς κάποτε, με τη διαφορά ότι τώρα γίνεται κάτω από την πίεση και με τους όρους που θέτει η πανδημία και ο κυρίαρχος περί την πανδημία λόγος. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, λαμβάνει έναν τεχνοκρατικό - νομικιστικό χαρακτήρα, στον οποίο φαίνεται να εγκλωβίζονται και οι εκπαιδευτικοί. Τούτο συμβαίνει διότι η τρέχουσα κατάσταση της πανδημίας δεν "διαβάζεται" ως μια αφορμή μόνο, μια σύγχρονη αφορμή που έχουμε ως άτομα και ως κοινωνία να συλλογιστούμε ξανά όχι τόσο τα μέσα αλλά τους σκοπούς της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η επικέντρωση στα μέσα (διάβαζε και "μέτρα") συνάδει με το πνεύμα της εποχής που είναι σταθερά -πριν και τώρα- το ίδιο : στο σχολείο έχει απονεμηθεί ένας επιτελεστικός ρόλος. Για να το πω πιο γλαφυρά και κατ' αναλογία, το σχολείο λειτουργεί ως μια πηγή φόρτισης μπαταριών, παρόμοια με αυτές που φορτίζουμε τα κινητά μας για να συνεχίσουν να λειτουργούν: Ποιος δεν παραδέχεται ότι τα παιδιά μας συνδέονται με το σχολείο και τη σχολική διαδικασία προκειμένου να λάβουν τα εφόδια - φορτία, που είναι απαραίτητα είτε για να ανέβουν στην επόμενη σχολική βαθμίδα είτε για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας; Βεβαίως, πρέπει να αναγνωρίσουμε εδώ ότι ακόμα κι αυτός ο ρόλος, ενός σχολείου φορτιστή μυαλών-μπαταριών, είναι πλέον υπονομευμένος, καθώς το σχολείο έχει πάψει να είναι η μόνη πηγή εφοδιασμού- φόρτισης των μυαλών των νέων παιδιών και μάλλον, στον βαθμό που το κατορθώνει, αυτό γίνεται εντός αυστηρά προκαθορισμένων ορίων, από τα οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
Εντός αυτού του δεδομένου πλαισίου, έχει, βεβαίως, μια κάποια αξία το να συζητάμε για την ψηφιοποίηση της τάξης ή για τα μέτρα εκείνα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου οι εμπλεκόμενοι (διδάσκοντες- διδασκόμενοι) να λειτουργήσουν απρόσκοπτα και κατά το δυνατόν με ασφάλεια.
Πρόκειται για τους πυλώνες της ίδιας πολιτικής λογικής : λειτουργία και ασφάλεια, από την οποία δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί το σχολείο. Ας σημειωθεί εδώ ότι κάθε πολιτική λογική, σε κάθε τομέα της κοινής ζωής, που θέλει να είναι δεσπόζουσα, επιθυμεί, δηλαδή, να συμπαραταχθούν με αυτήν τα λαϊκά πλήθη, οφείλει να οχυρώνεται πίσω από τους δύο αυτούς πυλώνες και να μην βγαίνει εκτός αυτών. Έτσι, δια της ανακύκλωσης των επιχειρημάτων που ανταλλάσσουν οι αντιμαχόμενοι φορείς - αφού και οι μεν και οι δε θέλουν να εκφέρουν δεσπόζοντα πολιτικό λόγο - δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι πραγματοποιείται κάποια συζήτηση για την εκπαίδευση στη νέα εποχή.
Εάν όμως αρνηθούμε το δεδομένο πλαίσιο (λειτουργία και ασφάλεια), εάν δεν μας ενδιαφέρει η δεσποτική εκφορά του λόγου, εάν ξέρουμε ότι ο λόγος μας ως μειονοτικός -και ως προς τα περιεχόμενα και ως τη μορφή του- δεν πρόκειται να συν-κινήσει τα πλατιά πλήθη, από πού θα έπρεπε να αρχίσουμε να συζητάμε για την εκπαίδευση με αφορμή την πανδημία;
Μα, από πού αλλού αν όχι από τα ίδια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί καθώς ενεργούν την εκπαιδευτική πράξη εντός της φυσικής σχολικής τάξης αλλά και εκτός αυτής;
Τα προβλήματα αυτά, ουδέποτε εκφρασμένα στο δημόσιο διάλογο και συνεπώς ουδέποτε συνειδητοποιημένα ως προς την φαινομενολογική και ουσιαστική τους διάσταση, συζητιούνται σαν προσωπικά "παράπονα", σαν ατομικές δυσκολίες, σαν εκμυστηρεύσεις, εντός περιορισμένων κύκλων κάποιων εκπαιδευτικών, στις ώρες κάποιας φιλικής συνεύρεσης. Αυτός ο τεμαχισμός, η αποσπασματικότητα με την οποία εμφανίζονται εδώ κι εκεί - με καταιγιστική όμως συχνότητα, πλέον- μας στερεί τη δυνατότητα να δούμε πίσω από τα "προβλήματα" να διαγράφεται μια ολοποιητική βάση, εντός της οποίας "τα προβλήματα" ή "οι δυσλειτουργίες" θα έβρισκαν μια ικανοποιητική εξήγηση και έτσι θα είχαμε -πιθανόν- μια δυνατότητα να αναγνωρίζουμε τα εμπόδια και τα όρια, ήτοι τον ασφυκτικό κλοιό εντός του οποίου η εκπαιδευτική πράξη βαθμηδόν μαραίνεται, ενόσω ανθούν όλες οι μορφές πληροφόρησης και επικοινωνίας.
Οι επιτελείς της εκπαιδευτικής πολιτικής (υπουργείο, συνδικαλιστές κλπ.) καθώς και τα μέσα δημόσιου διαλόγου, διόλου δεν ενδιαφέρονται γι' αυτόν τον μαρασμό -από πού προέρχεται; πώς συντελείται; άραγε, μπορεί να αντιμετωπιστεί και πώς;- και κακήν κακώς, και άρον - άρον, σπρώχνουν την εκπαιδευτική κοινότητα σε ένα "διάλογο" στον οποίο τίποτε από αυτό που συμβαίνει καθημερινά στις τάξεις δεν λέγεται, τίποτε από αυτό που βασανίζει το μυαλό και την ψυχή εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου δεν πρόκειται να δει το φως της ημέρας. Όλα αυτά θα μείνουν καλά κρυμμένα, στο σκοτάδι ενός λαμπρού αφηγήματος περί της νέας "εθνικής μας επιτυχίας".
Τι, λοιπόν, είναι αυτό που όλο και περισσότερο καθιστά δύσκολη αν όχι αδύνατη κάθε εκπαιδευτική πράξη, με σημείο αρχής την φυσική τάξη και επέκτασης στην μέλλουσα ψηφιακή;
Θα διατυπώσω μια γνώμη, την οποία επεξεργάζομαι και θέτω συνεχώς σε δοκιμασία, το λίγο διάστημα που μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετέχω κι εγώ ως εκπαιδευτικός πια, στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πρόκειται για την συστηματική οργάνωση "νέων ισχυρών κελυφών" εντός των οποίων τα παιδιά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δια της ψηφιακής και καταναλωτικής κουλτούρας, βρίσκονται εγκλωβισμένα, κι έτσι χειροπόδαρα δεμένα, αντιστέκονται σε κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια. Γιατί δεν ονομάζω "παιδεία" τίποτε άλλο, παρά την άσκηση μέσω της γνώσης και δια της γνώσης στο σπάσιμο, στην δια βίου διάρρηξη των κελυφών. Γι' αυτό όμως το -κατά τη γνώμη μου- κεντρικό και μόνο ουσιαστκό θέμα, ίσως χωρεί πολύ αναλυτικότερη επεξεργασία και συζήτηση.
Είναι μια συζήτηση στην οποία θα φτάναμε έτσι κι αλλιώς κάποτε, με τη διαφορά ότι τώρα γίνεται κάτω από την πίεση και με τους όρους που θέτει η πανδημία και ο κυρίαρχος περί την πανδημία λόγος. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, λαμβάνει έναν τεχνοκρατικό - νομικιστικό χαρακτήρα, στον οποίο φαίνεται να εγκλωβίζονται και οι εκπαιδευτικοί. Τούτο συμβαίνει διότι η τρέχουσα κατάσταση της πανδημίας δεν "διαβάζεται" ως μια αφορμή μόνο, μια σύγχρονη αφορμή που έχουμε ως άτομα και ως κοινωνία να συλλογιστούμε ξανά όχι τόσο τα μέσα αλλά τους σκοπούς της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η επικέντρωση στα μέσα (διάβαζε και "μέτρα") συνάδει με το πνεύμα της εποχής που είναι σταθερά -πριν και τώρα- το ίδιο : στο σχολείο έχει απονεμηθεί ένας επιτελεστικός ρόλος. Για να το πω πιο γλαφυρά και κατ' αναλογία, το σχολείο λειτουργεί ως μια πηγή φόρτισης μπαταριών, παρόμοια με αυτές που φορτίζουμε τα κινητά μας για να συνεχίσουν να λειτουργούν: Ποιος δεν παραδέχεται ότι τα παιδιά μας συνδέονται με το σχολείο και τη σχολική διαδικασία προκειμένου να λάβουν τα εφόδια - φορτία, που είναι απαραίτητα είτε για να ανέβουν στην επόμενη σχολική βαθμίδα είτε για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας; Βεβαίως, πρέπει να αναγνωρίσουμε εδώ ότι ακόμα κι αυτός ο ρόλος, ενός σχολείου φορτιστή μυαλών-μπαταριών, είναι πλέον υπονομευμένος, καθώς το σχολείο έχει πάψει να είναι η μόνη πηγή εφοδιασμού- φόρτισης των μυαλών των νέων παιδιών και μάλλον, στον βαθμό που το κατορθώνει, αυτό γίνεται εντός αυστηρά προκαθορισμένων ορίων, από τα οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
Εντός αυτού του δεδομένου πλαισίου, έχει, βεβαίως, μια κάποια αξία το να συζητάμε για την ψηφιοποίηση της τάξης ή για τα μέτρα εκείνα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου οι εμπλεκόμενοι (διδάσκοντες- διδασκόμενοι) να λειτουργήσουν απρόσκοπτα και κατά το δυνατόν με ασφάλεια.
Πρόκειται για τους πυλώνες της ίδιας πολιτικής λογικής : λειτουργία και ασφάλεια, από την οποία δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί το σχολείο. Ας σημειωθεί εδώ ότι κάθε πολιτική λογική, σε κάθε τομέα της κοινής ζωής, που θέλει να είναι δεσπόζουσα, επιθυμεί, δηλαδή, να συμπαραταχθούν με αυτήν τα λαϊκά πλήθη, οφείλει να οχυρώνεται πίσω από τους δύο αυτούς πυλώνες και να μην βγαίνει εκτός αυτών. Έτσι, δια της ανακύκλωσης των επιχειρημάτων που ανταλλάσσουν οι αντιμαχόμενοι φορείς - αφού και οι μεν και οι δε θέλουν να εκφέρουν δεσπόζοντα πολιτικό λόγο - δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι πραγματοποιείται κάποια συζήτηση για την εκπαίδευση στη νέα εποχή.
Εάν όμως αρνηθούμε το δεδομένο πλαίσιο (λειτουργία και ασφάλεια), εάν δεν μας ενδιαφέρει η δεσποτική εκφορά του λόγου, εάν ξέρουμε ότι ο λόγος μας ως μειονοτικός -και ως προς τα περιεχόμενα και ως τη μορφή του- δεν πρόκειται να συν-κινήσει τα πλατιά πλήθη, από πού θα έπρεπε να αρχίσουμε να συζητάμε για την εκπαίδευση με αφορμή την πανδημία;
Μα, από πού αλλού αν όχι από τα ίδια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί καθώς ενεργούν την εκπαιδευτική πράξη εντός της φυσικής σχολικής τάξης αλλά και εκτός αυτής;
Τα προβλήματα αυτά, ουδέποτε εκφρασμένα στο δημόσιο διάλογο και συνεπώς ουδέποτε συνειδητοποιημένα ως προς την φαινομενολογική και ουσιαστική τους διάσταση, συζητιούνται σαν προσωπικά "παράπονα", σαν ατομικές δυσκολίες, σαν εκμυστηρεύσεις, εντός περιορισμένων κύκλων κάποιων εκπαιδευτικών, στις ώρες κάποιας φιλικής συνεύρεσης. Αυτός ο τεμαχισμός, η αποσπασματικότητα με την οποία εμφανίζονται εδώ κι εκεί - με καταιγιστική όμως συχνότητα, πλέον- μας στερεί τη δυνατότητα να δούμε πίσω από τα "προβλήματα" να διαγράφεται μια ολοποιητική βάση, εντός της οποίας "τα προβλήματα" ή "οι δυσλειτουργίες" θα έβρισκαν μια ικανοποιητική εξήγηση και έτσι θα είχαμε -πιθανόν- μια δυνατότητα να αναγνωρίζουμε τα εμπόδια και τα όρια, ήτοι τον ασφυκτικό κλοιό εντός του οποίου η εκπαιδευτική πράξη βαθμηδόν μαραίνεται, ενόσω ανθούν όλες οι μορφές πληροφόρησης και επικοινωνίας.
Οι επιτελείς της εκπαιδευτικής πολιτικής (υπουργείο, συνδικαλιστές κλπ.) καθώς και τα μέσα δημόσιου διαλόγου, διόλου δεν ενδιαφέρονται γι' αυτόν τον μαρασμό -από πού προέρχεται; πώς συντελείται; άραγε, μπορεί να αντιμετωπιστεί και πώς;- και κακήν κακώς, και άρον - άρον, σπρώχνουν την εκπαιδευτική κοινότητα σε ένα "διάλογο" στον οποίο τίποτε από αυτό που συμβαίνει καθημερινά στις τάξεις δεν λέγεται, τίποτε από αυτό που βασανίζει το μυαλό και την ψυχή εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου δεν πρόκειται να δει το φως της ημέρας. Όλα αυτά θα μείνουν καλά κρυμμένα, στο σκοτάδι ενός λαμπρού αφηγήματος περί της νέας "εθνικής μας επιτυχίας".
Τι, λοιπόν, είναι αυτό που όλο και περισσότερο καθιστά δύσκολη αν όχι αδύνατη κάθε εκπαιδευτική πράξη, με σημείο αρχής την φυσική τάξη και επέκτασης στην μέλλουσα ψηφιακή;
Θα διατυπώσω μια γνώμη, την οποία επεξεργάζομαι και θέτω συνεχώς σε δοκιμασία, το λίγο διάστημα που μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετέχω κι εγώ ως εκπαιδευτικός πια, στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πρόκειται για την συστηματική οργάνωση "νέων ισχυρών κελυφών" εντός των οποίων τα παιδιά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δια της ψηφιακής και καταναλωτικής κουλτούρας, βρίσκονται εγκλωβισμένα, κι έτσι χειροπόδαρα δεμένα, αντιστέκονται σε κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια. Γιατί δεν ονομάζω "παιδεία" τίποτε άλλο, παρά την άσκηση μέσω της γνώσης και δια της γνώσης στο σπάσιμο, στην δια βίου διάρρηξη των κελυφών. Γι' αυτό όμως το -κατά τη γνώμη μου- κεντρικό και μόνο ουσιαστκό θέμα, ίσως χωρεί πολύ αναλυτικότερη επεξεργασία και συζήτηση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου