Κανείς δεν κατάλαβε πότε έσπασε εκείνο το κλαδί.
Η ζημιά θα πρέπει να έγινε σε μια από κείνες τις κακοκαιρίες του χειμώνα.
Δεν ήταν σοβαρή ζημιά και έτσι κανείς δεν την αποτίμησε, όπως συνηθίζεται στις περιπτώσεις της βαρυχειμωνιάς.
Και κείνο όμως το κλαδί, έσπασε αλλά δεν έπεσε.
Παρέμεινε εκεί σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σα να μην το έπληξε η κακοκαιρία, μισοστερεωμένο , μισό καμουφλαρισμένο στο πυκνό της φύλλωμα της λεμονιάς, μισοζώντανο και μισοπεθαμένο.
Της λεμονιάς, ναι... που κι αυτή σα να μην συνέβη ποτέ τίποτε σε ένα από τα κλαδιά της, συνέχισε να δίνει τα κίτρινα ζουμερά λεμόνια της και καθώς μπήκε η άνοιξη γέμισε ολόκληρη από μικρά τρελαμένα από άρωμα ανθάκια, λεμονανθάκια....
Είπαμε, δεν ήταν καμιά σοβαρή ζημιά.
Το κλαδί αν και σπασμένο για κάμποσο καιρό τρεφότανε από ένα μικρό τμήμα φλοιού που είχε μείνει να το συνδέει με τη λεμονιά, η οποία τώρα δονούνταν υπό τους ήχους τρελαμένων ζουζουνιών...
Σα μπήκε όμως το καλοκαίρι, η ζημιά έγινε πια εμφανής... ναι το κλαδί είχε σπάσει. Φαινόταν ολοκάθαρα πλέον και αν έριχνες μια ελάχιστα προσεκτική ματιά, θα έβλεπες ένα βαθύ σπάσιμο πολύ κοντά στον κεντρικό κορμό και πράγματι, το κλαδί είχε πάρει μια αφύσικη κλίση προς τα κάτω... και ούτε καινούργια φύλλα έβγαλε ούτε ανθάκια ούτε αρώματα ούτε ήχοι υπήρχαν πάνω του...
Τα φύλλα του ταχύτατα άρχισαν να συστρέφονται, μέρα με τη μέρα ν΄αλλάζουν χρώμα και από πράσινα σιγά σιγά να κιτρινίζουν και να αραιώνουν.
Όμως και πάλι κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με το σπασμένο κλαδί και να το τραβήξει με δύναμη, να το κόψει επιτέλους, να το ρίξει κάτω, να αποτελειώσει την ζημιά του χειμώνα, να πάψει αυτό, ένα σπασμένο κλαδί, να λογίζεται ανάμεσα στ' άλλα κλαδιά.
Εγώ, από την στιγμή που κατάλαβα τι συμβαίνει με το σπασμένο κλαδί, το έβαλα σημάδι.
Το παρακολουθούσα μέρα με τη μέρα.
Όχι, ούτε εγώ το κατέβασα... το άφησα εκεί, στο μαρτύριο των ζουμερών λεμονιών, των καταπράσινων φύλλων, των αρωμάτων και των ήχων μιας ζωής που πλέον δεν ήταν δικιά του.
Φύσηξε... ξαναφύσηξε... όμως το κλαδί παρέμενε παραδόξως στη θέση του, με ελάχιστα πλέον ξερά φύλλα.
Ώσπου σήμερα, σε μια στιγμή απόλυτης ησυχίας, λίγο πριν βραδιάσει και ενώ πότιζα την ακλόνητη λεμονιά και κείνη, μετά από μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, ρουφούσε αχόρταγα και χαιρότανε, το κλαδί έγειρε από μόνο του σιγά σιγά και απαλά έπεσε στο χώμα...
Τίποτα δεν ταράχθηκε, κανένας ήχος δεν ακούστηκε, κανένα κράκ, τίποτα δραματικό.
Έμεινα να το κοιτάζω....
Το σπασμένο κλαδί.
Η ζημιά θα πρέπει να έγινε σε μια από κείνες τις κακοκαιρίες του χειμώνα.
Δεν ήταν σοβαρή ζημιά και έτσι κανείς δεν την αποτίμησε, όπως συνηθίζεται στις περιπτώσεις της βαρυχειμωνιάς.
Και κείνο όμως το κλαδί, έσπασε αλλά δεν έπεσε.
Παρέμεινε εκεί σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σα να μην το έπληξε η κακοκαιρία, μισοστερεωμένο , μισό καμουφλαρισμένο στο πυκνό της φύλλωμα της λεμονιάς, μισοζώντανο και μισοπεθαμένο.
Της λεμονιάς, ναι... που κι αυτή σα να μην συνέβη ποτέ τίποτε σε ένα από τα κλαδιά της, συνέχισε να δίνει τα κίτρινα ζουμερά λεμόνια της και καθώς μπήκε η άνοιξη γέμισε ολόκληρη από μικρά τρελαμένα από άρωμα ανθάκια, λεμονανθάκια....
Είπαμε, δεν ήταν καμιά σοβαρή ζημιά.
Το κλαδί αν και σπασμένο για κάμποσο καιρό τρεφότανε από ένα μικρό τμήμα φλοιού που είχε μείνει να το συνδέει με τη λεμονιά, η οποία τώρα δονούνταν υπό τους ήχους τρελαμένων ζουζουνιών...
Σα μπήκε όμως το καλοκαίρι, η ζημιά έγινε πια εμφανής... ναι το κλαδί είχε σπάσει. Φαινόταν ολοκάθαρα πλέον και αν έριχνες μια ελάχιστα προσεκτική ματιά, θα έβλεπες ένα βαθύ σπάσιμο πολύ κοντά στον κεντρικό κορμό και πράγματι, το κλαδί είχε πάρει μια αφύσικη κλίση προς τα κάτω... και ούτε καινούργια φύλλα έβγαλε ούτε ανθάκια ούτε αρώματα ούτε ήχοι υπήρχαν πάνω του...
Τα φύλλα του ταχύτατα άρχισαν να συστρέφονται, μέρα με τη μέρα ν΄αλλάζουν χρώμα και από πράσινα σιγά σιγά να κιτρινίζουν και να αραιώνουν.
Όμως και πάλι κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με το σπασμένο κλαδί και να το τραβήξει με δύναμη, να το κόψει επιτέλους, να το ρίξει κάτω, να αποτελειώσει την ζημιά του χειμώνα, να πάψει αυτό, ένα σπασμένο κλαδί, να λογίζεται ανάμεσα στ' άλλα κλαδιά.
Εγώ, από την στιγμή που κατάλαβα τι συμβαίνει με το σπασμένο κλαδί, το έβαλα σημάδι.
Το παρακολουθούσα μέρα με τη μέρα.
Όχι, ούτε εγώ το κατέβασα... το άφησα εκεί, στο μαρτύριο των ζουμερών λεμονιών, των καταπράσινων φύλλων, των αρωμάτων και των ήχων μιας ζωής που πλέον δεν ήταν δικιά του.
Φύσηξε... ξαναφύσηξε... όμως το κλαδί παρέμενε παραδόξως στη θέση του, με ελάχιστα πλέον ξερά φύλλα.
Ώσπου σήμερα, σε μια στιγμή απόλυτης ησυχίας, λίγο πριν βραδιάσει και ενώ πότιζα την ακλόνητη λεμονιά και κείνη, μετά από μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, ρουφούσε αχόρταγα και χαιρότανε, το κλαδί έγειρε από μόνο του σιγά σιγά και απαλά έπεσε στο χώμα...
Τίποτα δεν ταράχθηκε, κανένας ήχος δεν ακούστηκε, κανένα κράκ, τίποτα δραματικό.
Έμεινα να το κοιτάζω....
Το σπασμένο κλαδί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου