ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Τερατωδία και θεοδικία
.....Συνέχεια
Αναφερθήκαμε στο προηγούμενο σημείωμα στο υπαρξιακό πρόταγμα της αυτοπεποίθησης που διακήρυξε η νεωτερικότητα. Η πίστη του ανθρώπου στις δημιουργικές του δυνάμεις για να μπορέσει να είναι τέτοια, οδήγησε στην τεράστια αποσιώπηση του προβλήματος του κακού' τι θα σήμαινε στο εξής για το νεωτερικό άνθρωπο το κακό, και πώς θα τα βγάζαμε πέρα μαζί του; Με την σειρά της αυτή η τεράστια αποσιώπηση του προβλήματος του κακού, ανατροφοδότησε με σιωπή το ίδιο το υπαρξιακό πρόταγμα της αυτοπεποίθησης του νεωτερικού ανθρώπου.
Θέτοντας την πρόοδο ως κεντρικό ζητούμενο, οι νεωτερικοί στοχαστές αρνούνται την πιθανότητα το κακό να μην είναι απλά επιδιορθώσιμο, αλλά θεμελιωδώς συνυφασμένο με τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Αλλά αν υπάρχει ένα ανεκρίζωτο κακό, αυτό δεν υπονομεύει μόνο την αισιοδοξία μας. Κυρίως συσκοτίζει τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, περιθωριοποιώντας τα. Η κυρίαρχη τάση κατά τον 18ο αιώνα ήταν η δημιουργία μιας περιχαρακωμένης περιφέρειας όπου το κοινωνικό φαντασιακό, θα μπορούσε να "μαντρώσει" οτιδήποτε ξέφευγε από την τάξη και να το στιγματιστεί με το στίγμα του άλογου και του τρόμου. Τοποθετώντας όλα τα ανείπωτα έξω από την πόλη, (δηλ. τον εκφρασμένο ορθολογικά υλικό πολιτισμό), οι στοχαστές του Διαφωτισμού προσπάθησαν να οριοθετήσουν και να περιορίσουν τα ασυνείδητα στοιχεία της πραγματικότητας, όπως η τρέλα, η αλογία, η ασθένεια, ο θάνατος και η ετερότητα (otherness) εν γένει.
Το αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας γίνεται εμφανές στην περίπτωση του πόνου. Ενώ οι προνεωτερικές κοινωνίες ήταν απολύτως εξοικειωμένες με την πραγματικότητα του πόνου (ψυχικού ή σωματικού), η νεωτερικότητα αναλαμβάνει μια εκστρατεία για την εξάλειψή του.
Το σημείο εδώ είναι λεπτό, και ίσως να μην αναπτύσσεται επαρκώς, γι'αυτό θα ξεφύγουμε λίγο από το κείμενο.
Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις τεράστιες επιτυχίες της ιατρικής και της φαρμακολογίας, κι ούτε να αρνηθεί την ανυπολόγιστη αξία τους. Δίχως αυτές και οι πιο απλές ιατρικές πράξεις θα ήταν ένα σφαγείο. Το θέμα μας όμως δεν είναι να αποτιμήσουμε την εξέλιξη των επιστημών αυτών, αλλά να ανιχνεύσουμε την στάση της νεωτερικότητας απέναντι στον πόνο. Τι σημαίνει ο πόνος για το νεωτερικό άνθρωπο;
Ο πόνος παύει να θεωρείται ένα από τα στοιχεία της ζωής, μια εκδήλωση του ζωντανού σώματος και του ανθρώπινου ψυχισμού.
Για τη νεωτερικότητα ο ίδιος ο πόνος θεωρείται απαράδεκτος και η ύπαρξη του κάτι άνευ νοήματος. Το να βρίσκεται κάποιος σε κατάσταση πόνου αυτομάτως τον ωθεί στην περιχαρακωμένη περιφέρεια που αναφέραμε παραπάνω, και θεωρείται ότι εμποδίζεται στην συμμετοχή του στην κανονικότητα της ζωής, η οποία για να είναι κανονική νοείται χωρίς πόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ηθελημένος (και προγραμματισμένος) χειρουργικός τοκετός (καισαρική τομή), καθώς και η επισκληρίδια νάρκωση που επιλέγουν πολλές γυναίκες προκειμένου να αποφύγουν τις ωδινες του φυσιολογικού τοκετού. Αρωγός σε μια τέτοια απόφαση είναι ασφαλώς το ιατρικό προσωπικό αλλά και μια διάχυτη επιστημονικίζουσα κοινωνική νοοτροπία. (Βλ. Στατιστικά στοιχεία για την χώρα μας εδώ)
Το κλάμα, το βογκητό, η παράκληση, ο τριγμός των οδόντων, εν ολίγοις η ύπαρξη του πόνου ως ένδειξη ανθρώπινης αδυναμίας, ραγίζει την εικόνα μιας βούλησης που μπορεί και οφείλει να επιβάλλεται στην φύση και υπονομεύει το υπαρξιακό πρόταγμα της αυτοπεποίθησης. Γι'αυτό ο πόνος, ως μια έκφραση του κακού, αποσιωπάται και ο ίδιος βουβαίνεται.
Το κακό, όπως κι ο πόνος, εκλαμβάνεται ως ένα είδος προ-γνωσιακής κατάστασης που εκδηλώνεται μέσω πρωτόγονων αισθημάτων απόκρισης όπως ο φόβος και ο τρόμος. Έτσι, το κακό επανέρχεται ως το τερατώδες (monstrous) κάτι το οποίο διαφεύγει των εννοιολογικών σχημάτων που μπορούμε να έχουμε, και "σκοτεινιάζει την πρόοδο της νεωτερικότητας με αντι-αφηγήσεις προερχόμενες από την άλλη, την κάτω πλευρά των διαφωτιστικών και των ανθρωπιστικών αξιών".
Μια τέτοια αντίληψη του κακού, ως ένα μέρος του κοινωνικού φαντασιακού, βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της στο λογοτεχνικό είδος που ονομάστηκε "γκότθικ" ή "λογοτεχνία του φανταστικού" και συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τις σύγχρονες "ταινίες τρόμου".
Ο όρος "γκότθικ" εκφράζει εύστοχα τον ιστορικό χαρακτήρα μιας υπόρρητης κριτικής στη νεωτερικότητα και αποδίδει τις εντάσεις που προκάλεσε η συμπερίληψη μεσαιωνικών αντιλήψεων μέσα στο εξορθολογισμένο πλαίσιο των ηθικών κανόνων της αστικής τάξης του 18ου αι. Ενώ ο αναδυόμενος Διαφωτισμός προέβαλε τον κόσμο του φωτός και του ορθού λόγου, αγνόησε τα σκοτεινά πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η αγνοημένη και καταπιεσμένη μεσαιωνική επιστημολογία, εν μέρει μόνο εξαλείφθηκε' επανεμφανίζεται στα όρια και στις ρωγμές της ιδεολογίας των φώτων. Η Γκότθικ φαντασία εκφράζει αυτό που δεν μπορούμε να θεματοποιήσουμε ακολουθώντας τις αρχές του διαφωτισμού και έτσι γίνεται η έκφραση (και η αναγνώριση) της αποτυχίας του νεωτερικού ρασιοναλισμού να αντιπροσωπεύσει όλη την ανθρώπινη εμπειρία.
Αυτό που το Γκότθικ έρχεται να μας διδάξει είναι η ύπαρξη θεμελιωδών ορίων της ανθρώπινης βελτιωσιμότητας, κάτι που ο Διαφωτισμός είχε ξεχάσει ή εσκεμμένα είχε παραμερίσει. Το Γκότθικ είναι περισσότερο μια διάθεση υπο-λογική, μυστηριώδης και απεικονιστική παρά μια εκφρασμένη θεματικά ιδεολογία. Οι κλασικές γκότθικ αλληγορίες στρέφονται γύρω από τον τρόμο και την αλλότητα. Ο τρόμος προκαλείται από την ανοίκεια αλλότητα που όμως είναι έμφυτη ή κάτι παραπάνω από έμφυτη.
Αυτό που η ανοίκεια αλλότητα αντιπροσωπεύει είναι η ιδέα ότι ο εαυτός μας δεν είναι εντελώς διάφανος σε μας τους ίδιους και ότι δεν είμαστε ολοκληρωτικά υπεύθυνοι για την ζωή μας. Όπως είπε ο Flannery O' Connor, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς γκότθικ ιστοριών του 20ου αι. "δεν είσαι αυτός που νομίζεις ότι είσαι". Περισσότερο κι από τον τρόμο, το Γκότθικ είναι ένα αίσθημα ταραχής και δυσφορίας που προέρχεται από μια εικόνα του εαυτού που ανήκει στο περιθώριο, σε εκείνο που ο Διαφωτισμός έσπρωξε όλες τις περίπλοκες εκφάνσεις του κακού.
Ο γκότθικ εαυτός είναι σκοτεινός, αδιαφανής, πυκνός και οζώδης, ατελής, ακάθαρτος, εντελώς ξένος στην καλή αυτο-εικόνα μας, επαρκώς όμως αναγνωρίσιμος από τον γαλήνιο κι ατάραχο φωτισμένο εαυτό μας ως "άλλο εγώ".
Όπως αναφέρει η συγγραφέας Κάρεν Χάλττουνεν (Caren Halttunen, 1951-) στο βιβλίο της Ο απεχθής φόνος (Murder most foul, The killer and the American Gothic imagination, 1983) , ανιχνεύοντας τις ρίζες του Γκότθικ πίσω στην απωθημένη αλλότητα του κακού:
Η τέτοια αντίληψη για τον άνθρωπο και την ηθική του υπόσταση, δεν ήταν ένα απλώς διανοητικό νεφελώδες πρόβλημα' αντανακλούσε σε θεσμικό επίπεδο στο νομικό σύστημα και στο καθεστώς της ψυχικής υγείας, που αναπτύχθηκαν κυρίως τον 19ο αι., προκειμένου να δικαιολογηθεί η εξουσία τους.
Το Γκότθικ πνεύμα αναπτύχθηκε στα πλαίσια του Διαφωτιστικού προτάγματος και βρέθηκε σε άμεση σχέση με το ηθικό του πρόγραμμα. Αυτό που παρέμενε ζητούμενο για τη νεωτερικότητα ήταν μια εμπρόθετη, ρητή θεματοποίηση του προβλήματος του κακού με τρόπο κατάλληλο προς το ίδιο το πρόβλημα. Δυστυχώς η απάντηση της νεωτερικότητας ήταν η θεοδικία.
Στο επόμενο : Θεοδικία και δυσαρέσκεια
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Τερατωδία και θεοδικία
.....Συνέχεια
Αναφερθήκαμε στο προηγούμενο σημείωμα στο υπαρξιακό πρόταγμα της αυτοπεποίθησης που διακήρυξε η νεωτερικότητα. Η πίστη του ανθρώπου στις δημιουργικές του δυνάμεις για να μπορέσει να είναι τέτοια, οδήγησε στην τεράστια αποσιώπηση του προβλήματος του κακού' τι θα σήμαινε στο εξής για το νεωτερικό άνθρωπο το κακό, και πώς θα τα βγάζαμε πέρα μαζί του; Με την σειρά της αυτή η τεράστια αποσιώπηση του προβλήματος του κακού, ανατροφοδότησε με σιωπή το ίδιο το υπαρξιακό πρόταγμα της αυτοπεποίθησης του νεωτερικού ανθρώπου.
Θέτοντας την πρόοδο ως κεντρικό ζητούμενο, οι νεωτερικοί στοχαστές αρνούνται την πιθανότητα το κακό να μην είναι απλά επιδιορθώσιμο, αλλά θεμελιωδώς συνυφασμένο με τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Αλλά αν υπάρχει ένα ανεκρίζωτο κακό, αυτό δεν υπονομεύει μόνο την αισιοδοξία μας. Κυρίως συσκοτίζει τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, περιθωριοποιώντας τα. Η κυρίαρχη τάση κατά τον 18ο αιώνα ήταν η δημιουργία μιας περιχαρακωμένης περιφέρειας όπου το κοινωνικό φαντασιακό, θα μπορούσε να "μαντρώσει" οτιδήποτε ξέφευγε από την τάξη και να το στιγματιστεί με το στίγμα του άλογου και του τρόμου. Τοποθετώντας όλα τα ανείπωτα έξω από την πόλη, (δηλ. τον εκφρασμένο ορθολογικά υλικό πολιτισμό), οι στοχαστές του Διαφωτισμού προσπάθησαν να οριοθετήσουν και να περιορίσουν τα ασυνείδητα στοιχεία της πραγματικότητας, όπως η τρέλα, η αλογία, η ασθένεια, ο θάνατος και η ετερότητα (otherness) εν γένει.
Το αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας γίνεται εμφανές στην περίπτωση του πόνου. Ενώ οι προνεωτερικές κοινωνίες ήταν απολύτως εξοικειωμένες με την πραγματικότητα του πόνου (ψυχικού ή σωματικού), η νεωτερικότητα αναλαμβάνει μια εκστρατεία για την εξάλειψή του.
Το σημείο εδώ είναι λεπτό, και ίσως να μην αναπτύσσεται επαρκώς, γι'αυτό θα ξεφύγουμε λίγο από το κείμενο.
Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις τεράστιες επιτυχίες της ιατρικής και της φαρμακολογίας, κι ούτε να αρνηθεί την ανυπολόγιστη αξία τους. Δίχως αυτές και οι πιο απλές ιατρικές πράξεις θα ήταν ένα σφαγείο. Το θέμα μας όμως δεν είναι να αποτιμήσουμε την εξέλιξη των επιστημών αυτών, αλλά να ανιχνεύσουμε την στάση της νεωτερικότητας απέναντι στον πόνο. Τι σημαίνει ο πόνος για το νεωτερικό άνθρωπο;
Ο πόνος παύει να θεωρείται ένα από τα στοιχεία της ζωής, μια εκδήλωση του ζωντανού σώματος και του ανθρώπινου ψυχισμού.
Για τη νεωτερικότητα ο ίδιος ο πόνος θεωρείται απαράδεκτος και η ύπαρξη του κάτι άνευ νοήματος. Το να βρίσκεται κάποιος σε κατάσταση πόνου αυτομάτως τον ωθεί στην περιχαρακωμένη περιφέρεια που αναφέραμε παραπάνω, και θεωρείται ότι εμποδίζεται στην συμμετοχή του στην κανονικότητα της ζωής, η οποία για να είναι κανονική νοείται χωρίς πόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ηθελημένος (και προγραμματισμένος) χειρουργικός τοκετός (καισαρική τομή), καθώς και η επισκληρίδια νάρκωση που επιλέγουν πολλές γυναίκες προκειμένου να αποφύγουν τις ωδινες του φυσιολογικού τοκετού. Αρωγός σε μια τέτοια απόφαση είναι ασφαλώς το ιατρικό προσωπικό αλλά και μια διάχυτη επιστημονικίζουσα κοινωνική νοοτροπία. (Βλ. Στατιστικά στοιχεία για την χώρα μας εδώ)
Το κλάμα, το βογκητό, η παράκληση, ο τριγμός των οδόντων, εν ολίγοις η ύπαρξη του πόνου ως ένδειξη ανθρώπινης αδυναμίας, ραγίζει την εικόνα μιας βούλησης που μπορεί και οφείλει να επιβάλλεται στην φύση και υπονομεύει το υπαρξιακό πρόταγμα της αυτοπεποίθησης. Γι'αυτό ο πόνος, ως μια έκφραση του κακού, αποσιωπάται και ο ίδιος βουβαίνεται.
Το κακό, όπως κι ο πόνος, εκλαμβάνεται ως ένα είδος προ-γνωσιακής κατάστασης που εκδηλώνεται μέσω πρωτόγονων αισθημάτων απόκρισης όπως ο φόβος και ο τρόμος. Έτσι, το κακό επανέρχεται ως το τερατώδες (monstrous) κάτι το οποίο διαφεύγει των εννοιολογικών σχημάτων που μπορούμε να έχουμε, και "σκοτεινιάζει την πρόοδο της νεωτερικότητας με αντι-αφηγήσεις προερχόμενες από την άλλη, την κάτω πλευρά των διαφωτιστικών και των ανθρωπιστικών αξιών".
Μια τέτοια αντίληψη του κακού, ως ένα μέρος του κοινωνικού φαντασιακού, βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της στο λογοτεχνικό είδος που ονομάστηκε "γκότθικ" ή "λογοτεχνία του φανταστικού" και συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τις σύγχρονες "ταινίες τρόμου".
Ο όρος "γκότθικ" εκφράζει εύστοχα τον ιστορικό χαρακτήρα μιας υπόρρητης κριτικής στη νεωτερικότητα και αποδίδει τις εντάσεις που προκάλεσε η συμπερίληψη μεσαιωνικών αντιλήψεων μέσα στο εξορθολογισμένο πλαίσιο των ηθικών κανόνων της αστικής τάξης του 18ου αι. Ενώ ο αναδυόμενος Διαφωτισμός προέβαλε τον κόσμο του φωτός και του ορθού λόγου, αγνόησε τα σκοτεινά πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η αγνοημένη και καταπιεσμένη μεσαιωνική επιστημολογία, εν μέρει μόνο εξαλείφθηκε' επανεμφανίζεται στα όρια και στις ρωγμές της ιδεολογίας των φώτων. Η Γκότθικ φαντασία εκφράζει αυτό που δεν μπορούμε να θεματοποιήσουμε ακολουθώντας τις αρχές του διαφωτισμού και έτσι γίνεται η έκφραση (και η αναγνώριση) της αποτυχίας του νεωτερικού ρασιοναλισμού να αντιπροσωπεύσει όλη την ανθρώπινη εμπειρία.
Αυτό που το Γκότθικ έρχεται να μας διδάξει είναι η ύπαρξη θεμελιωδών ορίων της ανθρώπινης βελτιωσιμότητας, κάτι που ο Διαφωτισμός είχε ξεχάσει ή εσκεμμένα είχε παραμερίσει. Το Γκότθικ είναι περισσότερο μια διάθεση υπο-λογική, μυστηριώδης και απεικονιστική παρά μια εκφρασμένη θεματικά ιδεολογία. Οι κλασικές γκότθικ αλληγορίες στρέφονται γύρω από τον τρόμο και την αλλότητα. Ο τρόμος προκαλείται από την ανοίκεια αλλότητα που όμως είναι έμφυτη ή κάτι παραπάνω από έμφυτη.
Αυτό που η ανοίκεια αλλότητα αντιπροσωπεύει είναι η ιδέα ότι ο εαυτός μας δεν είναι εντελώς διάφανος σε μας τους ίδιους και ότι δεν είμαστε ολοκληρωτικά υπεύθυνοι για την ζωή μας. Όπως είπε ο Flannery O' Connor, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς γκότθικ ιστοριών του 20ου αι. "δεν είσαι αυτός που νομίζεις ότι είσαι". Περισσότερο κι από τον τρόμο, το Γκότθικ είναι ένα αίσθημα ταραχής και δυσφορίας που προέρχεται από μια εικόνα του εαυτού που ανήκει στο περιθώριο, σε εκείνο που ο Διαφωτισμός έσπρωξε όλες τις περίπλοκες εκφάνσεις του κακού.
Ο γκότθικ εαυτός είναι σκοτεινός, αδιαφανής, πυκνός και οζώδης, ατελής, ακάθαρτος, εντελώς ξένος στην καλή αυτο-εικόνα μας, επαρκώς όμως αναγνωρίσιμος από τον γαλήνιο κι ατάραχο φωτισμένο εαυτό μας ως "άλλο εγώ".
![]() |
Η Caren Halttunen |
Όπως αναφέρει η συγγραφέας Κάρεν Χάλττουνεν (Caren Halttunen, 1951-) στο βιβλίο της Ο απεχθής φόνος (Murder most foul, The killer and the American Gothic imagination, 1983) , ανιχνεύοντας τις ρίζες του Γκότθικ πίσω στην απωθημένη αλλότητα του κακού:
Ο γκότθικ τρόμος ήταν η χαρακτηριστική απάντηση στο κακό στα πλαίσια μιας κουλτούρας που δεν προωθούσε μια συστηματική διανοητική εξήγηση για το πρόβλημα. Η γκότθικ άποψη δεν ήταν μια ανορθολογική λατρεια του τρόμου ως απάντηση στον εξορθολογισμό του Διαφωτισμού, αλλά ήταν μια απαραίτητη συνέπεια που τελικό σκοπό είχε να διαφυλάξει την ελευθερία της ανθρώπινης φύσης. Η επικρατούσα αντίληψη μιας ανθρώπινης φύσης βασικά καλής, ελεύθερης και αυτο-κυριαρχούμενης υπό το φως εγγενών ηθικών αξιών, προστατεύτηκε από την δυνητική απειλή της παραβίασης της, με την φαντασιακή δημιουργία ενός τερατώδους άλλου, χωρισμένο από το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος με μια αδιάβατη κοιλάδα.
Η τέτοια αντίληψη για τον άνθρωπο και την ηθική του υπόσταση, δεν ήταν ένα απλώς διανοητικό νεφελώδες πρόβλημα' αντανακλούσε σε θεσμικό επίπεδο στο νομικό σύστημα και στο καθεστώς της ψυχικής υγείας, που αναπτύχθηκαν κυρίως τον 19ο αι., προκειμένου να δικαιολογηθεί η εξουσία τους.
Το Γκότθικ πνεύμα αναπτύχθηκε στα πλαίσια του Διαφωτιστικού προτάγματος και βρέθηκε σε άμεση σχέση με το ηθικό του πρόγραμμα. Αυτό που παρέμενε ζητούμενο για τη νεωτερικότητα ήταν μια εμπρόθετη, ρητή θεματοποίηση του προβλήματος του κακού με τρόπο κατάλληλο προς το ίδιο το πρόβλημα. Δυστυχώς η απάντηση της νεωτερικότητας ήταν η θεοδικία.
Στο επόμενο : Θεοδικία και δυσαρέσκεια
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης θεματικής, βασίζεται στο βιβλίο του Ch. Mathewes, Evil and the augustinian tradition, ed. Cambridge University Press, 2001 και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης το διαβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Φιλοσοφικές Μελέτες)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου