Γ. Σεφέρης (1900 - 1971) |
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936
Όχι Σχόλιο
Δημοσιεύω το ποίημα για την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης προς τους λιγοστούς πλην εκλεκτούς αναγνώστες αυτή της σελίδος....
Και ... γιατί βρίσκομαι πνιγμένη με εργασίες -που αλίμονο! τίποτα δεν μου προσπορίζουν παρά μόνο ένα μπέρδεμα στο κεφάλι και πολλά αποτσίγαρα στο τασάκι.
Δεν θέλω να κάνω σχόλιο... σχεδόν... φοβάμαι.
Νόμπελ είναι αυτό!
Μετά, έχουν περάσει και κάπου 80 χρόνια από τότε που γράφτηκε και σχεδόν πέντε γενιές φιλολόγων και κριτικών έχουνε σκάψει παντού....
Όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει στο διαδίκτυο, καθως και για άλλα στοιχεία της εργογραφίας του ποιητή.
Πάντως το ποίημα -που κατά την προσωπική μου άποψη δεν είναι από τα καλύτερά του - έχει δώσει έναν τουλάχιστον εμβληματικό στίχο: Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Εγώ, αν ήταν κάτι να γράψω για τούτο το ποίημα, θα έγραφα ερωτήσεις:
Γιατί σας πληγώνει κ. Γ.Σ.;
Άραγε πληγώνει και άλλους;
Και πώς είναι αυτοί;
Ποιά είναι τα κοινά σας χαρακτηριστικά;
Ποιές είναι οι προϋποθέσεις μιας πληγής;
Την αγαπάτε την πληγή σας κ. Γ.Σ;
Είναι "ο τρόπος σας" ένα σκάλισμα ή μια θεραπεία της πληγής σας;
Ξέρετε άραγε ότι ο "τρόπος" σας έγινε τρόπος μας...
.... και πώς για να ταξιδέψουμε δεθήκαμε στο κατάρτι
αλλά οι σειρήνες μάς γύρισαν την πλάτη
απασχολημένες -κάποιο παιχνίδι που παίζανε μεταξύ τους, νομίζω-
και τραγούδι δεν ακούσαμε κανένα;
Ξέρετε άραγε ότι ο "τρόπος" σας έγινε τρόπος μας...
.... και πώς για να ταξιδέψουμε δεθήκαμε στο κατάρτι
αλλά οι σειρήνες μάς γύρισαν την πλάτη
απασχολημένες -κάποιο παιχνίδι που παίζανε μεταξύ τους, νομίζω-
και τραγούδι δεν ακούσαμε κανένα;
Τέτοιες ερωτήσεις θα έκανα
Ξανά πίσω στις εργασίες μας...
το σχόλιο χορταστικό! ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήχορταστικό;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήτι απρόσμενος χαρακτηρισμός!
Ο Γ.Σ. υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους λογίους της γενιάς του.
Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, αρκετά όμως ευφυής για να μπορεί να αναστοχάζεται αυτό που ο ίδιος ήταν και αυτό που έβλεπε γύρω του να συμβαίνει.
Από αυτήν την διπλή του κίνηση -από τη μια μεριά- και από την θέση του - από την άλλη- από τον συνδυασμό όλων αυτών των στοιχείων προέκυψε η ποίησή του.
Ο Γ.Σ. έζησε μέσα από τα παρασκήνια - εκεί που η πραγματικότητα είναι μια άβαφτη, ξεμαλλιασμένη γριά- την πολιτική, πολυεπίπεδη σχεδόν εθνική καταστροφή που επέβαλε στην χώρα, η αστική τάξη της εποχής του, της οποίας ήταν μέλος.
Στον αντίποδα αυτής της σήψης-που-δεν- λέει- να- πεθάνει- αναζήτησε τους απλούς ακατέργαστους ανθρώπους. Αντί γι' αυτούς βρήκε τους "Ελπήνορες" αυτούς τους καθημερινούς τύπους της αισθητικότητας, αυτούς που εύκολα ξεχνιούνται, αυτούς που ο ίδιος αποκαλεί "κακομοίρηδες"... και τους αγάπησε.
Και πάλι η ευφυία του τον εμπόδισε να τους ασπαστεί, καθώς διέκρινε σ' αυτούς τους μέσους ανθρώπους που ενδίδουν στις πρόσκαιρες απολαύσεις και αποκοιμούνται... τους φορείς του Κακού... απαραίτητο παρακολούθημα κάθε εξουσίας.
Τώρα κάπως καλύτερα... εννοώ ότι κάπως... χορτάσαμε.
;-) αχτύπητη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήαχτύπητη, ε;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΛοιπόν, οι μώλωπες είναι κάτι σαν ημερολόγιο...
μπλάβοι στην αρχή, καφέ και μετά πρασινωποί.... στο τέλος αχνίζουν και φαίνονται μόνο αν διαθέσεις μεγάλη προσοχή... εντωμεταξύ άλλοι έρχονται να πάρουν την θέση τους....
έτσι περνάει ο καιρός μωλωπισμένος...