Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

σκέψεις για μια κουκίδα

 

Σήμερα πρωί στο ΚΕΠ της πόλης μου, να περιμένω στην ουρά για κάτι απλό.
Κανένα πρόβλημα δεν είχα. Θα περίμενα.
Μπροστά μου καμιά δεκαριά άτομα και πίσω μου συνεχώς η ουρά να μεγαλώνει. 
Σε λίγο μαζευτήκαμε περίπου 40 άτομα. Η ένταση συνεχώς ν’ αυξάνεται,  
να γεμίζει το  μικρό χώρο και μέσα της βρέθηκαν να κολυμπούν τα σώματα των ανθρώπων.
Τέσσερις υπάλληλοι, σκυφτοί και σιωπηλοί προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Τα μάτια τους στις οθόνες, τα χέρια τους στα χαρτιά και στα πληκτρολόγια, τ' αυτιά τους σχεδόν κουφά. Κάθε τόσο κάποιος παρέκαμπτε την σειρά και επίμονα κάτι τους ρωτούσε. Άλλος τους έβριζε απροκάλυπτα. 

Όσοι σκεκόντουσαν στην ουρά βλέπανε τον μπροστινό τους στην σειρά με μια διάθεση «γιατί να υπάρχει αυτός μπροστά μου;».
Διαπληκτισμοί, σπρωξίματα, συναγωνισμός να αποδείξει ο καθένας ότι είναι πιο ανάπηρος από τον άλλο, απειλές, φωνές, απαιτήσεις...
Κάποιος είπε : «Ξέρω τι θέλετε όλοι σας…»
Τι να εννοούσε άραγε;

Ένας άλλος κάποιος είπε : «Ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του».
Όλοι ξέρουμε τι εννοεί και λέγεται τόσο απλά.

Σκέφτομαι ότι είναι λάθος αυτό που λέγεται. Μακάρι να συνέβαινε….
Μακάρι ο καθένας να μπορούσε να εξετάσει τον εαυτό του. Να δει  τον εαυτό του να μιλάει, να στέκεται, να ζητάει, να δίνει, να κινείται.
Μακάρι ο καθένας να μπορούσε να κοιτάξει την «πάρτη του» ως  άνθρωπος ανάμεσα σ’ ανθρώπους, που όλοι μαζί έχουν αυτό που έχει ο καθένας άλλος:   αγωνίες, παιδιά, δουλειές, φόβους, πρησμένα πόδια, πονοκέφαλο, κούραση, όνειρα, σπίτι, μια βασανιστική ιδέα, λίγη ώρα στη διάθεσή του, μια διάθεση για έναν καφέ, μιαν αγάπη, μερικούς φίλους….
Μακάρι ο καθένας να μπορούσε να κοιτάξει την «πάρτη του» ως μια όμορφη, γυαλιστερή κουκκίδα, μέσα στο ψηφιδωτό του κόσμου. 
Του κόσμου που περιμένει πριν και μετά απ’ αυτόν, του κόσμου που περνάει στο πεζοδρόμιο δίπλα του, που στέκεται απέναντί του, που διασχίζει τον δρόμο, που περιμένει στο φανάρι…του κόσμου που δεν έχει έρθει ακόμα.

Μακάρι ο καθένας να μπορούσε κάθε στιγμή να κοιτάζει τον εαυτό του από μίαν απόσταση ή από ψηλά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάνει η σειρά μου.
Στέκομαι μπροστά στην υπάλληλο, που μου φάνηκε η παλιότερη εκεί μέσα γιατί αυτήν ρωτούσαν οι συνάδελφοί της κάθε λίγο. Μας χωρίζει ένα γκισέ και ένα τζάμι. 
Μιλάει στο τηλέφωνο βιαστικά, κοφτά με έναν πολίτη, κάτι του εξηγεί και γρήγορα το κλείνει, σχεδόν απηυδισμένη.
Μου απλώνει το χέρι της, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα χαρτιά της.
Και πώς μου ήρθε εκείνη την ώρα; Της απλώνω το δικό μου και της σφίγγω το χέρι σε μια θερμή χειραψία.
Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει.
Τι να σκέφτηκε;
Καλημέρα σας, της λέω.
Χαμογέλασε.
Χρειάζομαι μια επικύρωση, συνέχισα. Της έδωσα τα χαρτιά στο χέρι της που είχε μείνει μετέωρο.
Μου φάνηκε ένας όμορφος άνθρωπος.
Με εξυπηρέτησε αμέσως.
Φεύγοντας της είπα "συγχαρητήρια για την υπομονή και την  δουλειά σας".
Σας ευχαριστώ, μου είπε.

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω στον πολυσύχναστο δρόμο. 
Η κίνηση είχε αυξηθεί. 
Η ένταση πλανιόταν στην πόλη, μέσα σ’ αυτήν κολυμπούσαμε όλοι, τ’ αυτοκίνητα, οι πεζοί, τα μηχανάκια, τα φανάρια που αναβόσβηναν…

Μου φάνηκε ότι όλα ήταν μια τεράστια κηλίδα, μαύρη, κατάμαυρη που αποφεύγουμε να εξετάσουμε...  

Κι εκεί κατάλαβα ότι ο φασισμός δεν συλλαμβάνεται και δεν μπαίνει φυλακή. 
Γιατί τον έχουμε φυλακίσει μέσα μας, γιατί μέσα σ' αυτόν κολυμπάμε.

Τότε : "Κάποιος είπε πως η αγάπη σ' ένα αστέρι κατοικεί,
             αύριο βράδυ θα'μαι κεί"

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός