_Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση (vii)
γράφει η Εύα Μπολιουδάκη
Τρίτο Μέρος
Συμπεράσματα- Σύγκριση των θεωριών
1. Οι εκπαιδευτικές θεωρίες που περιληπτικά είδαμε, διατυπώνονται στις δύο άκρες του Ατλαντικού αλλά πάνω στο ίδιο φόντο. Είναι αυτό της αισιοδοξίας των αρχών του προηγούμενου αιώνα που διακήρυσσε την πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια πορεία προόδου, η οποία αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο μελλοντικό κόσμο. Φορέας της προόδου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που, είτε μέσα από τις διανοητικές κατακτήσεις των Επιστημών είτε μέσα από την εργώδη δραστηριότητά του, θα απαλλαχθεί από τα εμπόδια και θα μεταμορφώσει τις συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Και οι δύο στοχαστές μέσα από τις εκπαιδευτικές τους θεωρίες, εκφράζουν αυτή την αισιόδοξη αντίληψη και πίστη για το μέλλον του δυτικού πολιτισμού, μια αντίληψη που, μέσα σε λίγα χρόνια, επρόκειτο να διαψευσθεί, καθώς η δίνη των δύο παγκόσμιων πολέμων κλόνισε αυτές τις βεβαιότητες.
2. Κοινή είναι επίσης η αντίληψη ότι ο κοινωνικός ρόλος της εκπαίδευσης είναι η σημαντικότερη παράμετρος αναπαραγωγής των κοινωνιών που εξασφαλίζει την συνέχεια και την συνοχή τους. Ο Durkheim βλέπει σ’ αυτόν τον ρόλο την δημιουργία της απαραίτητης κοινής κοινωνικής συνείδησης ως ένα είδος κοινής νοηματοδότησης της συλλογικής ζωής, ο δε Dewey την απαραίτητη διαδικασία μεταφοράς και εμπλουτισμού της ίδιας της εμπειρίας της ζωής.
3. Και οι δύο συγγραφείς βλέπουν σε κάθε νέα γενιά να επαναλαμβάνεται η ίδια ανάγκη για διόρθωση του νου, που συνοδεύει το διαφωτιστικό εγχείρημα. Κάθε εκπαιδευτική διαδικασία βρίσκεται αντιμέτωπη με την άγνοια, την παραμόρφωση του πραγματικού, την προκατάληψη και άλλες αδυναμίες της ανθρώπινης νόησης και πρέπει να απαλλαγεί έτσι ώστε σταθερά να απομακρύνεται από τις σκοτεινές εποχές της ανθρωπότητας.
4. Ο Durkheim διατυπώνει την άποψη ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω του αναστοχασμού. Η αναστοχαστική διαδικασία είναι μια υψηλότερη βαθμίδα της νόησης η οποία σχετίζεται με το επιστημονικό πνεύμα και οδηγεί σε ευρύτερες, αντικειμενικές και ορθές συλλήψεις. Ο Dewey από την άλλη προτείνει την προσεκτική παρατήρηση που προέρχεται από την εμπειρική εμπλοκή με τα διάφορα είδη των προβλημάτων, χωρίς βέβαια να αποκλείει τον σχεδιασμό.
5. Από το σημείο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε την διαφορετική αντίληψη των δύο στοχαστών όσον αφορά την θέση του ατόμου. Για τον Durkheim το άτομο πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του ως φορέα εγγενών χαρακτηριστικών τα οποία θεωρούνται ως εμπόδια και κατάλοιπα μιας πρωτόγονης φυσικής κατάστασης και μέσω της παιδείας που θα λάβει να ενταχθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο, σύμφωνο με το αντικειμενικό, ήτοι επιστημονικό, πνεύμα της εποχής του, να ωριμάσει πνευματικά και να γίνει πραγματικά ανθρώπινος. Ενώ ο Dewey δεν βλέπει να υπάρχει χάσμα ανάμεσα στην φυσική και την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, αφού πρόκειται για το ίδιο συνεχές της ανθρώπινης ύπαρξης που προσπαθεί μέσω συνεχών δράσεων και έργων που αναλαμβάνει να συντονιστεί και να επικοινωνήσει με τους άλλους, δοκιμάζοντας, κατασκευάζοντας, αποτυγχάνοντας ή επιτυγχάνοντας στους στόχους που κάθε φορά τίθενται.
6. Διαφορετική είναι και η σχέση των δύο στοχαστών στο πρόβλημα της παράδοσης. Ο Dewey εκφράζοντας μια κοινωνία σχετικά απελευθερωμένη από το βάρος του παρελθόντος, αντιμετωπίζοντας ένα πολιτισμικό, φυλετικό, γλωσσικό, θρησκευτικό μωσαϊκό, της αμερικάνικης ηπείρου, θέτει το ιδιαίτερο παρελθόν κάθε κοινωνικής ομάδας στην υπηρεσία του μέλλοντος, αποφεύγοντας οποιαδήποτε εξιδανίκευση. Όραμά του είναι μια δημοκρατική κοινωνία στην οποία συμμετέχουν όλοι ανεξάρτητα από το πολιτιστικό τους υπόβαθρο, αρκεί να συμμερίζονται κάποιους ευρύτερους στόχους της κοινότητας δίχως να εμποδίζονται από ιστορικές και άλλες αγκυλώσεις. Για τον Durkheim η παράδοση αποτελεί ένα είδος ουμανιστικού θεμελίου, μια γνώση απαραίτητη για την ανθρώπινη συνειδητότητα δίχως την οποία το επιστημονικό πρόταγμα κινδυνεύει να αποκοπεί από τον ανθρωπισμό τον οποίο υπηρετεί.
*****
Αναμφίβολα οι εκπαιδευτικές αυτές αντιλήψεις ήταν καίριας σημασίας για την εκπαιδευτική πολιτική που επικράτησε στον δυτικό κόσμο στα χρόνια που ακολούθησαν και πολλές πτυχές τους αποτυπώθηκαν στα αναλυτικά προγράμματα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων. Ωστόσο, στην αρχή του 21ου αιώνα, καθώς η εκπαίδευση των νέων ως μια σύνθετη διαδικασία πληροφόρησης, αντίληψης του κόσμου, απόκτησης εφοδίων για τη ζωή, διαμόρφωσης ηθικής και ιδεολογικής στάσης, έχει υπερσκελιστεί από την κυριαρχία των μίντια και τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας, επιβάλλεται η επανεξέταση των εκπαιδευτικών πολιτικών και ο προβληματισμός για τον ρόλο της παιδείας σε συνθήκες του νέου παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος που αφαιρεί τον έλεγχο από τις επιμέρους κοινωνίες και ρευστοποιεί τα όρια και τις αξίες τους.
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των συναφών αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες) .
Τ έ λ ο ς
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου