_Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση (iii)
γράφει η Εύα Μπολιουδάκη
Ανεξάρτητα αν κάποιος θεωρεί πλήρη και επαρκή τον παραπάνω ορισμό, αυτό που σίγουρα μπορούμε να διακρίνουμε είναι το στοιχείο της κίνησης και της αλλαγής των εκπαιδευτικών συστημάτων. Τα εκπαιδευτικά συστήματα ούτε σταθερά ούτε αμετάβλητα είναι. Αντιθέτως μεταβάλλονται παρακολουθώντας την αέναη εξέλιξη των κοινωνιών. Ο Durkheim έχει πλήρη συνείδηση ότι στην εποχή του η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μια θεμελιώδη αλλαγή. Είναι η εποχή του επιστημονισμού. Ο Durkheim όπως και πριν από αυτόν ο Comte, πιστεύουν ότι η επιστημονική θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, είναι το ανώτερο στάδιο εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών και ότι οι επιστημονικές εξηγήσεις και κατακτήσεις θα μπορέσουν να παίξουν τον ρόλο που διαχρονικά έπαιζαν οι θρησκείες στο κοινωνικό γίγνεσθαι[1]. Η επιστημονική εποχή έρχεται σαρωτική και υπόσχεται ότι η συσσώρευση της ανθρώπινης σοφίας είναι αυτή που θα ανυψώσει τον άνθρωπο πάνω από το θηρίο και θα δώσει τέλος στα δεινά της ανθρωπότητας. Με την βοήθεια της επίμονης, μεθοδικής εργασίας ενός πλήθους επιστημόνων, ο άνθρωπος θα μπορέσει να κυριαρχήσει πάνω στη φύση και πάνω στη φύση του. Φορέας της κυριαρχίας είναι η κοινωνία που μας καθοδηγεί και μας μαθαίνει να κυριαρχούμε πάνω στα πάθη και στα ένστικτά μας, να κάνουμε επιλογές, μας εμποδίζει, μας μαθαίνει να υποτάσσουμε την άμεση ικανοποίηση των αναγκών σε απομακρυσμένους και ευρύτερους στόχους, εξορθολογίζει την επιθυμία μας, έτσι ώστε όσο πιο ισχυρή είναι η κοινωνική κυριαρχία τόσο πιο ανθρώπινοι να είμαστε.
Προκειμένου αυτό το νέο κοινωνικό ιδεώδες να εκφραστεί στο επίπεδο των εκπαιδευτικών θεσμών ο Durkheim κάνει μία ιστορικό- εξελικτική μελέτη των εκπαιδευτικών συστημάτων της χώρας του και προβαίνει σε προτάσεις- συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα, παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν τα προγράμματα σπουδών και οι μέθοδοι διδασκαλίας στη Γαλλία κατά τον 19ο αι. μέχρι και την εμφάνιση του θεσμού της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε). Όπως παρατηρεί και ο ίδιος, τα προγράμματα σπουδών χαρακτηρίζονται από μία τρομερή έλλειψη σταθερότητας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που συμβάλει σε αυτή τη σύγχυση, ήταν η παρέμβαση πολιτικών μεριμνών και προκαταλήψεων στην επεξεργασία των παιδαγωγικών αντιλήψεων. Ενώ, μέχρι τον 19ο αι. υπήρχε ένα είδος φυσικού ανταγωνισμού ανάμεσα στη κλασική Αρχαιότητα και τον Χριστιανισμό, κατά τη διάρκεια του αιώνα όμως αυτό άλλαξε και θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξε ένα είδος συμμαχίας ανάμεσα στον ουμανισμό και την εκκλησία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να αντιμετωπίζεται η επιστήμη με καχυποψία. Απόδειξη αυτού αποτελεί, ότι η διδασκαλία των επιστημών είναι το μόνο είδος που μεταβάλλεται περισσότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Έτσι, λοιπόν, η εκπαίδευση ταλανίζεται ανάμεσα στους αντιθετικούς πόλους επιστήμη- κλασική παιδεία, σε όλη τη διάρκεια του 19ο αι., ανάλογα με το πολιτικό κόμμα που βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία. Προκειμένου να ικανοποιηθούν αυτοί οι πόλοι, η εκπαίδευση οφείλει να απαρνηθεί την παλαιά της ενότητα και να διαφοροποιηθεί. Η διαδικασία διαφοροποίησης ξεκινά από τις αρχές του 19ου αι. μέσω κάποιων πρώτων προσπαθειών, όπως η Ειδική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση του Βικτόρ Ντυρύ το 1865, και τελικά παίρνει τη σύγχρονη μορφή της ως Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όταν ενσωματώνεται οριστικά στο πρόγραμμα σπουδών του 1901.
Παρ’ όλα αυτά ο Durkheim διαγιγνώσκει ότι το πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Γαλλία εκείνη την εποχή δεν ήταν η έστω δειλή ενσωμάτωση των νέων κλάδων των φυσικών επιστημών στα εκπαιδευτικά προγράμματα ή μια τεχνητή εξισορρόπηση ανάμεσα στις αντιμαχόμενες τάσεις, αλλά η αλλαγή του πνεύματος το οποίο έπρεπε να πνεύσει σε όλη την κλίμακα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και το οποίο θα εξασφάλιζε την οργανική σύνδεση των διαφόρων επιπέδων. Η γνώση που παρέχεται στα σχολεία χρειάζεται να συνδεθεί με την πραγματική ζωή και να αποβάλλει ό,τι νεκρό και στείρο της είχε κληροδοτήσει η σχολαστική παράδοση. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο εάν η εκπαίδευση αποβάλλοντας την προσκόλληση στην συνήθεια και την τυπικότητα, αποκτήσει σχέση με τα αντικείμενα της πραγματικής ζωής [2]. Η σχέση με τα αντικείμενα θα απαλλάξει την εκπαιδευτική διαδικασία από τα προσωπικά αισθήματα και τις προτιμήσεις και θα την εναρμονίσει με το επιστημονικό πρόταγμα της εποχής και την αντικειμενικότητα που συνδέεται μαζί του ∙ επιπλέον η διαμόρφωση του νου επιτυγχάνεται όχι με όρους τυπικούς αλλά με την ενεργό και δραστήρια εμπλοκή του με τις όψεις του πραγματικού, επειδή αυτές αποτελούν την πηγή των ερεθισμάτων και των προκλήσεων .
Συνεχίζεται .....
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των συναφών αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες)
[1]«Η Επιστήμη είναι η κληρονόμος της θρησκείας» σ. 124
[2] Durlkeim, Emile, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, μτφ. Αθανασιάδης Ηλίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σ. 466
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου