_Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση (vi)
γράφει η Εύα Μπολιουδάκη
Ο Dewey δεν αποφεύγει να πάρει θέση στο φλέγον θέμα της σύνδεσης της παράδοσης/παρελθόντος με τη νεωτερικότητα/μέλλον. Το πρόβλημα δεν τίθεται μόνο λόγω της εποχής αλλά είναι ένα ζήτημα απέναντι στο οποίο κάθε εκπαιδευτικό σύστημα, είτε ρητά είτε υπόρρητα, είναι υποχρεωμένο να τοποθετηθεί, εφόσον πάντα η εκπαίδευση εκκινεί από τα παλαιότερα μέλη της κοινότητας, από ένα παρελθόν, και απευθύνεται στα νεώτερα, δηλ. σε αυτούς που θα ζήσουν στο μέλλον. Η παραδοσιακή άποψη για την εκπαίδευση ( την οποία ο Dewey εντοπίζει βασικά στη θεωρία του Herbart), δίνει έμφαση σε παλιότερες εντυπώσεις τις οποίες θεωρεί ένα προϋπάρχον υλικό πάνω στο οποίο θα αφομοιωθεί η καινούρια γνώση. Αυτό για τον Dewey είναι μία εξωτερικά επιβαλλόμενη γνώση, η οποία κινδυνεύει να φέρει στο παρόν νεκρά τμήματα ενός παρελθόντος με αποτέλεσμα το ίδιο το παρόν να χάνει την αξία του ως η ζωντανή πραγματικότητα των αλληλεπιδράσεων, των προκλήσεων και των αλλαγών.
Στο σημείο αυτό είναι διαφωτιστικός ο τεχνικός ορισμός που δίνει ο Dewey για την εκπαίδευση:
«Εκπαίδευση είναι η ανακατασκευή ή αναδιοργάνωση της εμπειρίας, η οποία προσθέτει στην έννοια της εμπειρίας την ικανότητα να αυξάνεται και να κατευθύνεται στην πορεία μιας εμπειρίας του μέλλοντος».[2]
Κατ’ αυτό τον τρόπο το παρελθόν δεν δυναστεύει το παρόν αλλά ανασκευάζεται και χρησιμοποιείται για την εξάλειψη των προφανών κοινωνικών προβλημάτων έτσι ώστε να δικαιολογείται η πεποίθηση ότι η εκπαίδευση μπορεί να γίνει ένα εργαλείο για την πραγματοποίηση μιας καλύτερης μελλοντικής κοινωνίας. Επομένως, λοιπόν, στο παρελθόν και την παράδοση ο Dewey δεν βλέπει κάποια «θεμέλια» πάνω στα οποία πρέπει να κτίσουμε το οικοδόμημα του μέλλοντος αλλά μόνο μια «συλλογή» απαντήσεων που έδωσαν οι παρελθούσες γενιές και στην οποία μπορούμε να ανατρέξουμε θέτοντας τις ερωτήσεις του παρόντος μας αλλά δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε όταν αναζητάμε τις απαντήσεις του μέλλοντος.
Μια τέτοια αντίληψη μεταφερόμενη από τον χώρο της εκπαίδευσης στο πολιτικό επίπεδο, θέτει το θέμα του είδους της κοινωνίας μέσα στην οποία οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα, υπάρχει και λειτουργεί. Με τα λόγια του ίδιου:
«Η αντίληψη της εκπαίδευσης ως κοινωνικής διαδικασίας και λειτουργίας δεν έχει καθορισμένο νόημα μέχρι να καθορίσουμε το είδος της κοινωνίας που έχουμε κατά νου».
Ο Dewey διακρίνει δύο κριτήρια, βάσει των οποίων μπορούμε να κρίνουμε τα είδη της κοινωνικής ζωής. Μια κοινωνική ομάδα κρίνεται :
- α) από το ενδιαφέρον το οποίο μοιράζονται από κοινού τα μέλη της∙ όσο μεγαλύτερη έκταση έχει το ενδιαφέρον, δηλαδή όσοι περισσότεροι άνθρωποι ομονοούν και συμμετέχουν, όσο λιγότεροι είναι οι αποκλεισμένοι τόσο πιο πυκνές και αλληλοτροφοδοτούμενες είναι οι σχέσεις τους∙
- β) από την ανοιχτότητα και την ελευθερία που επιτρέπει στα μέλη της να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και με άλλες ομάδες.
Το πλατωνικό
Ο Πλάτωνας διατυπώνει το εκπαιδευτικό ιδεώδες στην Πολιτεία, έχοντας συλλάβει σωστά τον ρόλο της εκπαίδευσης στην υπέρβαση του καταγωγικού φραγμού όσο και στην ανάγκη για σταθερότητα του συνόλου. Εκεί που αποτυγχάνει είναι στην υποταγή του ατόμου στο σύνολο, χάνοντας την ιδιαιτερότητα των ατομικών ικανοτήτων, την μοναδικότητα και την άπειρη ποικιλομορφία που μπορεί να εκδηλωθεί στους ανθρώπους. Το πλατωνικό εκπαιδευτικό ιδεώδες αντιστοιχεί σε μια κοινωνία στατική, υποχρεωμένη να εναρμονιστεί με ένα αντικειμενικό και αναλλοίωτο Αγαθό.
Αυτή η κοινωνική και εκπαιδευτική αντίληψη υπό την επήρεια του χριστιανισμού διατρέχει όλο τον Μεσαίωνα, έως τον 18ο αιώνα, οπότε με την συμβολή των επιστημονικών ανακαλύψεων και της Νευτώνειας φυσικής, η Φύση έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνία. Πρόκειται για το ατομικιστικό ιδεώδες που ανατέλλει κατά τον 17ο – 18ο αιώνα. Οι κοινωνικές διευθετήσεις είναι εξωτερικές, επιβαλλόμενες στα άτομα και τις αποδέχονται μόνο στο βαθμό που εξασφαλίζουν την μεγαλύτερη ατομική ευτυχία. Ενώ τα ατομικά ταλέντα και αισθήματα μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο σε ένα ευρύ, όσο και η Φύση, ορίζοντα κοσμοπολιτισμού που δεν γνωρίζει παραμορφωτικούς φραγμούς.
Το ατομικιστικό
Η ιδέα που βρισκόταν πίσω από το ατομικιστικό ιδεώδες (του 17ου αι.) ήταν αυτή της απελευθερωμένης ανθρωπότητας, που όμως υπονομευόταν από την έλλειψη σχεδιασμού και την ανάληψη του εκπαιδευτικού έργου που θα απαιτούσε μια τέτοια επιχείρηση διαφωτισμού. Το έργο αυτό ανέλαβε να ικανοποιήσει το έθνος- κράτος μέσα από τους κρατικούς θεσμούς και τις δομές που επέβαλε η κυριαρχία του, δίνοντας ταυτόχρονα τον εκπαιδευτικό στόχο. Στόχος της παρεχόμενης δημόσιας, κατά κανόνα, εκπαίδευσης ήταν η δημιουργία του πατριώτη, του πολίτη, του αστού, του υπαλλήλου, του στρατιωτικού κλπ, οι οποίοι υποτάσσονται στην κοινωνική αποδοτικότητα που συνέπιπτε με τα συμφέροντα του εθνικού κράτους. Αυτός ο εκπαιδευτικός στόχος είχε ως αποτέλεσμα το άτομο να απορροφηθεί από τον εθνικιστικό στόχο και να χάσει τον ευρύ ορίζοντα της ανθρωπότητας και της ανθρώπινης πληρότητας. Ο άνθρωπος δεν υπήρχε πουθενά ως μια ολοκληρωμένη οντότητα και η εκπαιδευτική διαδικασία στην οποία βρέθηκε μπλεγμένος απαιτούσε μια σειρά διαδοχικού κατακερματισμού του.
Για την υπέρβαση αυτής της κατάστασης ο Dewey προτείνει την δημοκρατική εκπαίδευση σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό συνεπάγεται ότι : α) εξασφαλίζεται η επαρκής διοικητική και οικονομική μέριμνα ώστε να υπάρχει ισότητα πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία, β) χρειάζεται μια αλλαγή στα παραδοσιακά αντικείμενα μελέτης ώστε να ενθαρρύνεται η προσωπική πρωτοβουλία και να δημιουργούνται δίαυλοι επικοινωνίας που θα υπερβαίνουν τους στενούς εθνικιστικούς στόχους.
To δημοκρατικό
Η δημοκρατική κοινωνία και η δημοκρατική εκπαίδευση συνδέονται με έναν πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο δεσμό από τη δημιουργία εγγράμματων ανθρώπων, ικανών να ψηφίζουν. Θεμελιώδης προϋπόθεση της Δημοκρατίας είναι η δυνατότητα συμμετοχής των ατόμων σε έναν κοινό σκοπό ούτως ώστε η ατομική δράση να αναφέρεται πάντα στη δράση των άλλων. Αυτό ισοδυναμεί με την υπέρβαση των ταξικών φραγμών και των φυλετικών, θρησκευτικών ή εθνικών διακρίσεων. Διευρύνει το φάσμα των κοινών ανησυχιών και απελευθερώνει τις προσωπικές ικανότητες έτσι ώστε η εξατομίκευση να μην έρχεται σε σύγκρουση με την ευρύτερη κοινότητα. Στην δημοκρατική κοινωνία η εκπαίδευση ενισχύει την προσωπική πρωτοβουλία, την προσαρμοστικότητα στα διάφορα περιβάλλοντα και ανοίγει τους διαύλους της επικοινωνίας, λειτουργίες οι οποίες αν έλειπαν τα νέα άτομα δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές οι οποίες θα ήταν ξένες στους ίδιους και αυτοί τυφλά και κατευθυνόμενα όργανα. Επομένως στόχος του σχολείου είναι η διαμόρφωση ενός νου ο οποίος θα είναι ικανός «να αναφέρει τις παρούσες συνθήκες στους μελλοντικούς σχεδιασμούς και τις μελλοντικές συνέπειες στις παρούσες συνθήκες»[1]. Αυτός ο νους διαφέρει από έναν ηλίθιο ο οποίος δεν μπορεί να αντιληφθεί ή να προβλέψει τις συνέπειες των πράξεων του, όπως και από έναν ανερμάτιστο ευφυή νου, ο οποίος κάνει χαλαρές εικασίες, ποντάρει στη τύχη και κάνει τον εαυτό του μέτρο αυτού που πρόκειται να συμβεί. Το ζητούμενο είναι ο πραγματικά έξυπνος άνθρωπος, ο οποίος «σταματάει, βλέπει, ακούει» και εκπονεί το σχέδιο της δράσης. Αυτό σημαίνει συνειδητή παρουσία και σκόπιμη πράξη. Βάσει όλων αυτών οι στόχοι που πρέπει να έχει κάθε εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να χαρακτηρίζονται από:
1) Εγγενή συνέχεια, δηλαδή η μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο να γίνεται με τον τρόπο που ο ίδιος ο στόχος υπαγορεύει. Έτσι ώστε να μην έχουμε ένα σύνολο ασύνδετων μεταξύ τους ενεργειών, τυχαίων και αυθόρμητων. Η εγγενής συνέχεια που απαιτείται πρέπει να συμπεριλαμβάνει ή να παίρνει υπόψη της και τις ανάγκες του υπό διαμόρφωση ατόμου (ένστικτα, συνήθειες).
2) Η επίτευξη του στόχου πρέπει να μπορεί να μεταφραστεί σε μία οργανωμένη και διατεταγμένη δραστηριότητα έως τη προοδευτική ολοκλήρωση της διαδικασίας. Συνεπάγεται ότι χρειάζεται μία κουλτούρα συνεργασιών εκείνων που διδάσκονται και αλλεπάλληλων δοκιμών έως την επίτευξη του στόχου.
3) Η πρόβλεψη του αποτελέσματος. Ο στόχος ως το προβλεπόμενο τέλος κατευθύνει τη δραστηριότητα και της δίνει την προοπτική. Κάθε προοπτική απαιτεί α) την παρατήρηση των διαθέσιμων μέσων και συνθηκών, β) τη σωστή σειρά και ακολουθία βημάτων, γ) τις εναλλακτικές επιλογές που είναι διαθέσιμες. Ο γενικός στόχος που ένας εκπαιδευτικός έχει μέσα στη τάξη πρέπει να είναι ικανός μέσω των σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών να συνδέει επιμέρους συγκεκριμένους και διαφοροποιημένους στόχους, οι οποίοι παραδοσιακά θεωρούνταν ανταγωνιστικοί και μη συμβιβάσιμοι μεταξύ τους.
Πολύ παραστατικά ο Dewey δίνει το εκπαιδευτικό του όραμα μέσα από το παράδειγμα του αγρότη. Όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή που ο αγρότης πρέπει να παρατηρήσει τις συνθήκες της πραγματικότητας, να λάβει υπόψη του όλες τις πιθανές παραμέτρους, να πραγματοποιήσει όλα τα επιμέρους βήματα που απαιτούνται προκειμένου να καλλιεργήσει τη γη, με τον ίδιο τρόπο προχωράει και ένας εκπαιδευτικός στην δημιουργία έξυπνων, δραστήριων και δημοκρατικών ανθρώπων.
Κάθε εξωτερικά επιβαλλόμενος στόχος δεν λαμβάνει υπόψη τις επιμέρους συνθήκες και επομένως δεν μπορεί ούτε να τις τροποποιεί. Οι εξωτερικά επιβαλλόμενοι στόχοι μόνο επιμένουν. Ο Dewey πιστεύει ότι η εκπαίδευση καθ’ αυτή δεν έχει στόχους. Τα άτομα έχουν. Αυτή του η διακήρυξη όμως αναγνωρίζει ότι είναι ρηξικέλευθη: ένας δάσκαλος, ο οποίος χωρίς εξωτερική καθοδήγηση είναι σε θέση να συντονίζει το μυαλό του με εκείνο των μαθητών του, είναι πράγματι σπάνιος.
[1] ό.π. κεφ. 3
[2] ό.π. κεφ 6
Συνεχίζεται.....
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των συναφών αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες) .
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου