Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν σε συζητήσεις... ξέρετε, απ΄αυτές τις σούπα-μούπες και τανάπαλιν, έχοντας την εντύπωση ότι ασκούν με τον τρόπο αυτό κάποιο ανθρώπινο δικαίωμά τους ή καθήκον.
Εκτρέφουν έτσι μια παιδαριώδη αντίληψη περί "διαλόγου".
Στην πραγματικότητα εκτρέφουν το τέρας του εγωισμού τους. Τα τέρατα όμως δεν συνομιλούν ποτέ, μόνο σπαράσσονται. Αλλά επειδή είναι πολύ βαρύ να παραδεχθούν κάτι τέτοιο, προτιμούν να χρησιμοποιούν διάφορες φενάκες.
Πώς καταλαβαίνουμε πότε το κάνουν αυτό οι άνθρωποι;
Πριν απ' αυτό, πρέπει να επισημάνω ότι η τάση αυτή των ανθρώπων είναι εντελώς συνήθης και κοινή. Είναι η αγαπημένη τάση. Την συναντάμε παντού, όπου επιχειρούνται συζητήσεις, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους και προσφάτως το διαδίκτυο είναι, γι'αυτήν, ένα νέο πεδίον δόξης λαμπρόν...
Έτσι, ως κάτι πολύ οικείο, γίνεται σχεδόν αυτονόητο και η διολίσθηση σ' αυτήν (την τάση) γίνεται απαλά...με την καρδιά ενός μαρουλιού. Ως εκ τούτων, μπορεί να αφορά όλους...
Η τάση αυτή, δηλ. να συνομιλούμε αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να περιχαρακώσουμε τον εαυτό μας, δεν είναι ένα ηθικό ολίσθημα. Δεν το κάνουν άνθρωποι κακοί, εγωιστές ή άλλο τι. Προκύπτει από την λειτουργία του λόγου στον άνθρωπο.
Ο λόγος στον άνθρωπο μπορεί να έχει διττή λειτουργία: α) να αναφέρεται σε πράγματα του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή να είναι διαπιστωτικός, να διατυπώνει την αντικειμενική πραγματικότητα. Η διατύπωση αυτή μπορεί να είναι εξαντλητική και κυρίως επιδέχεται μια τιμή αληθείας... μπορεί δηλαδή να είναι ορθή ή εσφαλμένη. Επειδή έχει αυτή τη λειτουργική δυνατότητα, μπορεί να παράγει κανόνες, είναι δηλ. κανονιστικού (δεσμευτικού) χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση γνωστοποιεί μια αντικειμενική πραγματικότητα του κόσμου στα (πολλά) υποκείμενα, τα οποία καλούνται να συντονιστούν μ' αυτήν, άλλως να πειθαρχήσουν σ' αυτήν.
β) η δεύτερη λειτουργία του λόγου είναι εξηγητικού χαρακτήρα. Εδώ αυτό που εξηγείται δεν είναι ο κόσμος, αλλά το ανθρώπινο τον κόσμο υποκείμενο. Στην λειτουργία αυτή επειδή ακριβώς φανερώνεται ένα (από τα πολλά) υποκείμενα, δεν χωρά τιμή αληθείας. Δεν χωρά ορθή ή εσφαλμένη εξήγηση, αλλά μόνο βαθμός τελειότητας της εξηγητικής φανέρωσης*. Επιπλέον δεν χωρά τιμή αληθείας, διότι το ανθρώπινο υποκείμενο που φανερώνεται δεν είναι ένα αντικείμενο του κόσμου, ένα ακινητοποιημένο κάτι, αλλά ένας άνθρωπος ριγμένος στη ροή του χρόνου και στην δυναμική των αντιληπτικών και συνειδησιακών του ενεργημάτων. Ως εκ τούτου η δεύτερη λειτουργία δεν μπορεί ποτέ να είναι εξαντλητική, ούτε καν για τα υποκείμενα που εξηγούν εαυτούς. Πάντα χωρά ...
Παράδειγμα :
Το παράδειγμά μου είναι ένα ενιαίο και σ' αυτό, νομίζω ότι γίνεται εμφανής η διττή λειτουργία του λόγου.
Μπορεί κάποιος μιλήσει για έναν ποιητή παραθέτοντας στοιχεία της εργοβιογραφίας του. Οι αναφορές στα στοιχεία αυτά μπορούν να λάβουν τιμή αληθείας : να κριθούν ορθές ή εσφαλμένες. Στο βαθμό που κρίνονται ορθές, συμφωνούν π.χ. με τις εκδόσεις των έργων του, αποτελούν έναν κανόνα βάσει του οποίου γνωρίζουμε το έργο του ποιητή. Εάν στην πορεία κάποιος αναφέρει ένα άγνωστο χειρόγραφο, στο βαθμό που αυτό το χειρόγραφο όντως υπάρχει, συμπληρώνεται ο κανόνας και εμείς συνεχίζουμε να έχουμε ασφαλή πρόσβαση στο έργο του ποιητή. Το ίδιο ισχύει και για τις φιλολογικού χαρακτήρα αναφορές (π.χ. εάν ανήκε στη ρομαντική ή υπερρεαλιστική σχολή, εφόσον έχουμε θέσει τα κριτήρια του τι είναι ρομαντισμός και τι υπερρεαλισμός).
Μπορεί όμως κάποιος να μιλήσει για το έργο του ποιητή με έναν άλλο τρόπο εξηγητικό. Αυτό που εξηγείται δεν είναι ασφαλώς ο ποιητής ούτε καν το έργο του, ωσάν αυτό να είναι ένα αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας, αυτό που εξηγείται είναι τα συνειδησιακά, συναισθηματικά κλπ, ενεργήματα που εγέρθηκαν στην αντίληψη, συνείδηση, συναίσθηση... αυτού που εξηγεί, όταν ήρθε σε επαφή με το προς εξήγηση έργο (ποίημα). Όπως είναι προφανές, εδώ δεν χωρά ορθή ή εσφαλμένη εξήγηση.
Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα παραμένοντας στο παρόν παράδειγμα, αλλά θα ξεστράτιζαμε πολύ...
Μετά απ' αυτήν την μεγάλη και βαρετή βόλτα, ας γυρίσω στο αρχικό μου θέμα.
Τι συμβαίνει λοιπόν και οι άνθρωποι, τις πλείστες όσες φορές και ενώ κάνουν χρήση του λόγου τους, τους είναι αδύνατον, αλλά και ανυπόφορα ηδονικό, να συνομιλήσουν;
Δεν θα αναφερθώ στις εγγενείς δυσκολίες που έχουν οι άνθρωποι όταν προσπαθούν να είναι εξηγητικοί (κάποιοι επισημαίνουν και κινδύνους, εγώ δεν είμαι ανάμεσά τους). Θα αναφερθώ στο μικρό χοροπηδηχτό κολπάκι που συμβαίνει, τις πλείστες φορές ερήμην τους, είναι όμως τόσο χαριτωμένα καταστροφικό.
Οι άνθρωποι δέσμιοι στην ασύνειδη επιθυμία τους να κατισχύσουν των άλλων, να τους εξουδετερώσουν, να τους πετάξουν κάτω απ' το κρεβάτι, να απλωθούν, να κυριεύσουν.... χρησιμοποιούν - ίσως άθελά τους, θέλω να πιστεύω, είναι όμως τόσο μα τόσο γλυκό- την πρώτη δυνατότητα εκφοράς λόγου, όταν είναι να εξηγήσουν τους εαυτούς τους, να μιλήσουν για την δική τους οπτική των πραγμάτων.
Έτσι, εμφανίζονται σε μια, από αυτές τις λεγόμενες, "δημοκρατική" ανταλλαγή απόψεων [δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, αλλά ας το υποθέσουμε, (τι είναι οι απόψεις δηλαδή για να επιδέχονται ανταλλαγής;)] να κάνουν χρήση του κανονιστικού, διαπιστωτικού, οριστικού λόγου, ταυτιζόμενοι οι ίδιοι με μια τιμή αληθείας - ορθότητας, στη θέση εκείνου που θα σήμαινε την ανοιχτότητα, εκείνου του υποκειμενικού λόγου που τα πάντα χωρεί, που παραμένει αποφατικός και ατέλεστος, ρίχνοντας στο ζόφο του ψεύδους τον αντίπαλο.
Αυτό το "κολπάκι" , η μεταπήδηση κατηγορίας λόγου, μπορεί να έχει μια πολύ ευτελή και ξεπεσμένη μορφή (μαλλιοτράβηγμα, ξεκατίνιασμα, μπινελίκι) αλλά μπορεί εξίσου καλά να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη λεκτικής καλλιέπειας.
Και επειδή ο κανονιστικός λόγος δημιουργεί στεγανά, πιστεύουν ότι η χρήση του, όταν μιλώντας εξηγούν τους εαυτούς τους (δηλ. τις απόψεις τους), μπορεί να τους προστατεύσει από την βάσανο της φανέρωσης.
Και επειδή ο διαπιστωτικός λόγος προάγει την αντικειμενικότητα, πιστεύουν ότι είναι αρκετή και ικανή συνθήκη για να βρουν συνομιλητές, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που ψάχνουν είναι αντίπαλοι ή κλακαδόροι.
Στην πραγματικότητα αυτό που παράγεται είναι μια κακοφωνία.
Όπως είπα και στην αρχή η δυνατότητα χρήσης του λόγου είναι διττή. Για όποιον βρίσκεται σε μια σχέση διαρκή κι ανοιχτή με τον κόσμο και αυτοεξέτασης - αναφοράς του εαυτού του, τέτοια ολισθήματα, κατηγορικής μεταπήδησης γίνονται αμέσως αντιληπτά. Γιατί πάντα κάνοντας χρήση του λόγου μας αποκαλύπτουμε κάτι....
Σε μας υπόκειται αν θα μπούμε και σε ποιές τέτοιες συζητήσεις, πώς και πού θα χρησιμοποιήσουμε τον λόγο μας, αν μας ενδιαφέρει να υποβληθούμε στον κόπο εξηγήσουμε τον εαυτό μας και σε ποιούς.
*δεν είναι ο τόπος για να πω περισσότερα για τον "βαθμό τελειότητας της εξηγητικής φανέρωσης", θα πω μόνο -προς αποφυγή παρεξηγήσεων- ότι η φανέρωση αυτή δεν είναι ποτέ μια μοναχική διαδικασία, γίνεται πάντα σε αναφορά προς.... κάποιον/ους που είναι σε θέση να την αντιληφθεί/ούν και συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την ουσία του ερωτεύεσθαι. (:το να μην μπορώ να ερωτευθώ και το να ερωτεύομαι ακατάσχετα, είναι οι δύο όψεις του ίδιου προβλήματος φανέρωσης-δοτικότητας του εαυτού)
Υ.Γ. για όποιον είναι διαβαστερός και δεν βαριέται, ανάλογο προβληματισμό μπορεί να βρει σε παλιότερο άρθρο εδώ
Εκτρέφουν έτσι μια παιδαριώδη αντίληψη περί "διαλόγου".
Στην πραγματικότητα εκτρέφουν το τέρας του εγωισμού τους. Τα τέρατα όμως δεν συνομιλούν ποτέ, μόνο σπαράσσονται. Αλλά επειδή είναι πολύ βαρύ να παραδεχθούν κάτι τέτοιο, προτιμούν να χρησιμοποιούν διάφορες φενάκες.
Πώς καταλαβαίνουμε πότε το κάνουν αυτό οι άνθρωποι;
Πριν απ' αυτό, πρέπει να επισημάνω ότι η τάση αυτή των ανθρώπων είναι εντελώς συνήθης και κοινή. Είναι η αγαπημένη τάση. Την συναντάμε παντού, όπου επιχειρούνται συζητήσεις, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους και προσφάτως το διαδίκτυο είναι, γι'αυτήν, ένα νέο πεδίον δόξης λαμπρόν...
Έτσι, ως κάτι πολύ οικείο, γίνεται σχεδόν αυτονόητο και η διολίσθηση σ' αυτήν (την τάση) γίνεται απαλά...με την καρδιά ενός μαρουλιού. Ως εκ τούτων, μπορεί να αφορά όλους...
Η τάση αυτή, δηλ. να συνομιλούμε αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να περιχαρακώσουμε τον εαυτό μας, δεν είναι ένα ηθικό ολίσθημα. Δεν το κάνουν άνθρωποι κακοί, εγωιστές ή άλλο τι. Προκύπτει από την λειτουργία του λόγου στον άνθρωπο.
Ο λόγος στον άνθρωπο μπορεί να έχει διττή λειτουργία: α) να αναφέρεται σε πράγματα του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή να είναι διαπιστωτικός, να διατυπώνει την αντικειμενική πραγματικότητα. Η διατύπωση αυτή μπορεί να είναι εξαντλητική και κυρίως επιδέχεται μια τιμή αληθείας... μπορεί δηλαδή να είναι ορθή ή εσφαλμένη. Επειδή έχει αυτή τη λειτουργική δυνατότητα, μπορεί να παράγει κανόνες, είναι δηλ. κανονιστικού (δεσμευτικού) χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση γνωστοποιεί μια αντικειμενική πραγματικότητα του κόσμου στα (πολλά) υποκείμενα, τα οποία καλούνται να συντονιστούν μ' αυτήν, άλλως να πειθαρχήσουν σ' αυτήν.
β) η δεύτερη λειτουργία του λόγου είναι εξηγητικού χαρακτήρα. Εδώ αυτό που εξηγείται δεν είναι ο κόσμος, αλλά το ανθρώπινο τον κόσμο υποκείμενο. Στην λειτουργία αυτή επειδή ακριβώς φανερώνεται ένα (από τα πολλά) υποκείμενα, δεν χωρά τιμή αληθείας. Δεν χωρά ορθή ή εσφαλμένη εξήγηση, αλλά μόνο βαθμός τελειότητας της εξηγητικής φανέρωσης*. Επιπλέον δεν χωρά τιμή αληθείας, διότι το ανθρώπινο υποκείμενο που φανερώνεται δεν είναι ένα αντικείμενο του κόσμου, ένα ακινητοποιημένο κάτι, αλλά ένας άνθρωπος ριγμένος στη ροή του χρόνου και στην δυναμική των αντιληπτικών και συνειδησιακών του ενεργημάτων. Ως εκ τούτου η δεύτερη λειτουργία δεν μπορεί ποτέ να είναι εξαντλητική, ούτε καν για τα υποκείμενα που εξηγούν εαυτούς. Πάντα χωρά ...
Παράδειγμα :
Το παράδειγμά μου είναι ένα ενιαίο και σ' αυτό, νομίζω ότι γίνεται εμφανής η διττή λειτουργία του λόγου.
Μπορεί κάποιος μιλήσει για έναν ποιητή παραθέτοντας στοιχεία της εργοβιογραφίας του. Οι αναφορές στα στοιχεία αυτά μπορούν να λάβουν τιμή αληθείας : να κριθούν ορθές ή εσφαλμένες. Στο βαθμό που κρίνονται ορθές, συμφωνούν π.χ. με τις εκδόσεις των έργων του, αποτελούν έναν κανόνα βάσει του οποίου γνωρίζουμε το έργο του ποιητή. Εάν στην πορεία κάποιος αναφέρει ένα άγνωστο χειρόγραφο, στο βαθμό που αυτό το χειρόγραφο όντως υπάρχει, συμπληρώνεται ο κανόνας και εμείς συνεχίζουμε να έχουμε ασφαλή πρόσβαση στο έργο του ποιητή. Το ίδιο ισχύει και για τις φιλολογικού χαρακτήρα αναφορές (π.χ. εάν ανήκε στη ρομαντική ή υπερρεαλιστική σχολή, εφόσον έχουμε θέσει τα κριτήρια του τι είναι ρομαντισμός και τι υπερρεαλισμός).
Μπορεί όμως κάποιος να μιλήσει για το έργο του ποιητή με έναν άλλο τρόπο εξηγητικό. Αυτό που εξηγείται δεν είναι ασφαλώς ο ποιητής ούτε καν το έργο του, ωσάν αυτό να είναι ένα αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας, αυτό που εξηγείται είναι τα συνειδησιακά, συναισθηματικά κλπ, ενεργήματα που εγέρθηκαν στην αντίληψη, συνείδηση, συναίσθηση... αυτού που εξηγεί, όταν ήρθε σε επαφή με το προς εξήγηση έργο (ποίημα). Όπως είναι προφανές, εδώ δεν χωρά ορθή ή εσφαλμένη εξήγηση.
Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα παραμένοντας στο παρόν παράδειγμα, αλλά θα ξεστράτιζαμε πολύ...
Μετά απ' αυτήν την μεγάλη και βαρετή βόλτα, ας γυρίσω στο αρχικό μου θέμα.
Τι συμβαίνει λοιπόν και οι άνθρωποι, τις πλείστες όσες φορές και ενώ κάνουν χρήση του λόγου τους, τους είναι αδύνατον, αλλά και ανυπόφορα ηδονικό, να συνομιλήσουν;
Δεν θα αναφερθώ στις εγγενείς δυσκολίες που έχουν οι άνθρωποι όταν προσπαθούν να είναι εξηγητικοί (κάποιοι επισημαίνουν και κινδύνους, εγώ δεν είμαι ανάμεσά τους). Θα αναφερθώ στο μικρό χοροπηδηχτό κολπάκι που συμβαίνει, τις πλείστες φορές ερήμην τους, είναι όμως τόσο χαριτωμένα καταστροφικό.
Οι άνθρωποι δέσμιοι στην ασύνειδη επιθυμία τους να κατισχύσουν των άλλων, να τους εξουδετερώσουν, να τους πετάξουν κάτω απ' το κρεβάτι, να απλωθούν, να κυριεύσουν.... χρησιμοποιούν - ίσως άθελά τους, θέλω να πιστεύω, είναι όμως τόσο μα τόσο γλυκό- την πρώτη δυνατότητα εκφοράς λόγου, όταν είναι να εξηγήσουν τους εαυτούς τους, να μιλήσουν για την δική τους οπτική των πραγμάτων.
Έτσι, εμφανίζονται σε μια, από αυτές τις λεγόμενες, "δημοκρατική" ανταλλαγή απόψεων [δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, αλλά ας το υποθέσουμε, (τι είναι οι απόψεις δηλαδή για να επιδέχονται ανταλλαγής;)] να κάνουν χρήση του κανονιστικού, διαπιστωτικού, οριστικού λόγου, ταυτιζόμενοι οι ίδιοι με μια τιμή αληθείας - ορθότητας, στη θέση εκείνου που θα σήμαινε την ανοιχτότητα, εκείνου του υποκειμενικού λόγου που τα πάντα χωρεί, που παραμένει αποφατικός και ατέλεστος, ρίχνοντας στο ζόφο του ψεύδους τον αντίπαλο.
Αυτό το "κολπάκι" , η μεταπήδηση κατηγορίας λόγου, μπορεί να έχει μια πολύ ευτελή και ξεπεσμένη μορφή (μαλλιοτράβηγμα, ξεκατίνιασμα, μπινελίκι) αλλά μπορεί εξίσου καλά να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη λεκτικής καλλιέπειας.
Και επειδή ο κανονιστικός λόγος δημιουργεί στεγανά, πιστεύουν ότι η χρήση του, όταν μιλώντας εξηγούν τους εαυτούς τους (δηλ. τις απόψεις τους), μπορεί να τους προστατεύσει από την βάσανο της φανέρωσης.
Και επειδή ο διαπιστωτικός λόγος προάγει την αντικειμενικότητα, πιστεύουν ότι είναι αρκετή και ικανή συνθήκη για να βρουν συνομιλητές, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που ψάχνουν είναι αντίπαλοι ή κλακαδόροι.
Στην πραγματικότητα αυτό που παράγεται είναι μια κακοφωνία.
Όπως είπα και στην αρχή η δυνατότητα χρήσης του λόγου είναι διττή. Για όποιον βρίσκεται σε μια σχέση διαρκή κι ανοιχτή με τον κόσμο και αυτοεξέτασης - αναφοράς του εαυτού του, τέτοια ολισθήματα, κατηγορικής μεταπήδησης γίνονται αμέσως αντιληπτά. Γιατί πάντα κάνοντας χρήση του λόγου μας αποκαλύπτουμε κάτι....
Σε μας υπόκειται αν θα μπούμε και σε ποιές τέτοιες συζητήσεις, πώς και πού θα χρησιμοποιήσουμε τον λόγο μας, αν μας ενδιαφέρει να υποβληθούμε στον κόπο εξηγήσουμε τον εαυτό μας και σε ποιούς.
*δεν είναι ο τόπος για να πω περισσότερα για τον "βαθμό τελειότητας της εξηγητικής φανέρωσης", θα πω μόνο -προς αποφυγή παρεξηγήσεων- ότι η φανέρωση αυτή δεν είναι ποτέ μια μοναχική διαδικασία, γίνεται πάντα σε αναφορά προς.... κάποιον/ους που είναι σε θέση να την αντιληφθεί/ούν και συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την ουσία του ερωτεύεσθαι. (:το να μην μπορώ να ερωτευθώ και το να ερωτεύομαι ακατάσχετα, είναι οι δύο όψεις του ίδιου προβλήματος φανέρωσης-δοτικότητας του εαυτού)
Υ.Γ. για όποιον είναι διαβαστερός και δεν βαριέται, ανάλογο προβληματισμό μπορεί να βρει σε παλιότερο άρθρο εδώ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου