Πολλά ειπώθηκαν για τον θάνατο του Αλέξανδρου Βέλλιου, ως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο, αφού ο ίδιος, με την δημοσιοποίηση του γνωστού βίντεο, φρόντισε να γίνει θέμα συζήτησης.
Επειδή τα τελευταία λόγια ενός μελλοθανάτου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιζώντες και επειδή πάντα κάθε συζήτηση που κάνουμε οι άνθρωποι και στην οποία εμπεριέχεται το γεγονός του θανάτου, είναι αφ'εαυτής σημαντική, θα ήθελα να πω δυο λόγια.
Ασφαλώς ο κάθε άνθρωπος έχει την δυνατότητα να θέσει τέρμα στην ζωή του, για κάποιο λόγο που του φαίνεται σπουδαίος. Η δυνατότητά του αυτή όμως δεν ανήκει στα "δικαιώματα" όπως λέγεται , δεν απορρέει δηλαδή από κάποιο θετό δίκαιο, με τον τρόπο που απορρέουν π.χ. τα ιδιοκτησιακά, εργασιακά, κοινωνικά ή άλλα δικαιώματα.
Μπορούμε να σκεφτούμε έναν άνθρωπο χωρίς πολιτικά δικαιώματα (π.χ. δικαίωμα ψήφου κλπ στις γυναίκες, ακτημοσύνη στους μοναχούς κλπ.) χωρίς αυτή η στέρηση να μειώνει - αλλάζει σε κάτι την ανθρωπινότητά του.
Δεν μπορώ όμως, προσωπικά, να σκεφτώ έναν άνθρωπο χωρίς την δυνατότητα της αυτοκτονίας. Το να λέμε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν ή δεν πρέπει να έχουν αυτή την δυνατότητα, για θρησκευτικούς, ηθικούς ή κοινωνικούς λόγους είναι σα να τους αρνούμαστε την δυνατότητα της ζωής κατ έναν ορισμένο τρόπο. Γιατί πάντα η αυτοκτονία συνδέεται με την κατάρρευση ή το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ένας ορισμένος, εξατομικευμένος τρόπος ύπαρξης της ζωής και την αδυναμία εξεύρεσης ενός άλλου εξίσου ικανού να περιλάβει, ένα μοναδικό και αμέριστο ανθρώπινο φορτίο : την ετερότητα. (Ή όπως λέει ο ποιητής καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στον θάνατο....)
Οι άνθρωποι, λοιπόν, πλέον του δώρου της ύπαρξης που τους χαρίστηκε, διεκδικούν την ετερότητά τους, δηλαδή την ηθική -με την ευρεία έννοια- υπόστασή τους.
Το να μην αναγνωρίζουμε την δυνατότητα της αυτοκτονίας ως συμφυτη της ετερότητας, είναι σα να συναινούμε στην δημιουργία και στην εδραίωση μιας αντίληψης που στα ανθρώπινα όντα βλέπει μόνο βιολογικούς μηχανισμούς (ιδιάζουσες περιπτώσεις παθολογικής αυτοκαταστροφής, εδώ αξίζει να αναρωτηθούμε πού βρίσκονται τα όρια της παθολογίας) και ομαδοποιημένες κοινωνικές αποκρίσεις (μαζοποίηση, προβατοποίηση).
Το ίδιο το βίωμα του επικείμενου θανάτου, όχι εκείνου που συζητιέται και εκλογικεύται, αλλά εκείνου που βιώνεται ως εκμηδένιση μου, ως ο δικός μου θάνατος, αυτός που αφορά το δικό μου σώμα, την δική μου ανυπαρξία, απορρέει από την δική μου οντική ετερότητα, και όχι από ενός άλλου.
Αυτή η ετερότητα, είναι ένας μοναδικός τρόπος του υπάρχειν και περιλαμβάνει τον όλον άνθρωπο, αναφέρεται στην σωματική, διανοητική, συναισθηματική και αξιακή του ιδιαίτερη συγκρότηση και για τον λόγο αυτό αποτελεί την οντολογική διαφορά του ανθρωπίνως υπάρχειν, σε αντιδιαστολή με άλλους τρόπους ύπαρξης.
Ως τέτοιο οντολογικό χαρακτηριστικό και σ'αυτό το επίπεδο,αφορά εξίσου τόσο εκείνους που αυτοκτονούν, ενόψει μιας ανίατης ασθένειας, όσο κι εκείνους που υπομένουν καρτερικά. Η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται στο ότι στην δευτερη κατηγορία η ετερότητα μετουσιώθηκε σε καρτερικότητα, χωρίς όμως να αρθεί (είμαι εγώ που υπομένω).
Μια συζήτηση λοιπόν που μεταφέρει το πρόβλημα της αυτοκτονίας στο προσφιλές για την εποχή επίπίπεδο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφενός προσπαθεί να αποφύγει το σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη οντολογικό ερώτημα και αφετέρου είναι εξαιρετικά φτωχή και άγονη, αφού φτάνοντας στην κορύφωση της επιχειρηματολογίας της, επιστρατεύει ως το καλύτερο επιχείρημα της, αυτό της αξιοπρέπειας, για το οποίο όμως ίσως γράψω μιαν άλλη φορά.
Επειδή τα τελευταία λόγια ενός μελλοθανάτου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιζώντες και επειδή πάντα κάθε συζήτηση που κάνουμε οι άνθρωποι και στην οποία εμπεριέχεται το γεγονός του θανάτου, είναι αφ'εαυτής σημαντική, θα ήθελα να πω δυο λόγια.
Ασφαλώς ο κάθε άνθρωπος έχει την δυνατότητα να θέσει τέρμα στην ζωή του, για κάποιο λόγο που του φαίνεται σπουδαίος. Η δυνατότητά του αυτή όμως δεν ανήκει στα "δικαιώματα" όπως λέγεται , δεν απορρέει δηλαδή από κάποιο θετό δίκαιο, με τον τρόπο που απορρέουν π.χ. τα ιδιοκτησιακά, εργασιακά, κοινωνικά ή άλλα δικαιώματα.
Μπορούμε να σκεφτούμε έναν άνθρωπο χωρίς πολιτικά δικαιώματα (π.χ. δικαίωμα ψήφου κλπ στις γυναίκες, ακτημοσύνη στους μοναχούς κλπ.) χωρίς αυτή η στέρηση να μειώνει - αλλάζει σε κάτι την ανθρωπινότητά του.
Δεν μπορώ όμως, προσωπικά, να σκεφτώ έναν άνθρωπο χωρίς την δυνατότητα της αυτοκτονίας. Το να λέμε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν ή δεν πρέπει να έχουν αυτή την δυνατότητα, για θρησκευτικούς, ηθικούς ή κοινωνικούς λόγους είναι σα να τους αρνούμαστε την δυνατότητα της ζωής κατ έναν ορισμένο τρόπο. Γιατί πάντα η αυτοκτονία συνδέεται με την κατάρρευση ή το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ένας ορισμένος, εξατομικευμένος τρόπος ύπαρξης της ζωής και την αδυναμία εξεύρεσης ενός άλλου εξίσου ικανού να περιλάβει, ένα μοναδικό και αμέριστο ανθρώπινο φορτίο : την ετερότητα. (Ή όπως λέει ο ποιητής καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στον θάνατο....)
Οι άνθρωποι, λοιπόν, πλέον του δώρου της ύπαρξης που τους χαρίστηκε, διεκδικούν την ετερότητά τους, δηλαδή την ηθική -με την ευρεία έννοια- υπόστασή τους.
Το να μην αναγνωρίζουμε την δυνατότητα της αυτοκτονίας ως συμφυτη της ετερότητας, είναι σα να συναινούμε στην δημιουργία και στην εδραίωση μιας αντίληψης που στα ανθρώπινα όντα βλέπει μόνο βιολογικούς μηχανισμούς (ιδιάζουσες περιπτώσεις παθολογικής αυτοκαταστροφής, εδώ αξίζει να αναρωτηθούμε πού βρίσκονται τα όρια της παθολογίας) και ομαδοποιημένες κοινωνικές αποκρίσεις (μαζοποίηση, προβατοποίηση).
Το ίδιο το βίωμα του επικείμενου θανάτου, όχι εκείνου που συζητιέται και εκλογικεύται, αλλά εκείνου που βιώνεται ως εκμηδένιση μου, ως ο δικός μου θάνατος, αυτός που αφορά το δικό μου σώμα, την δική μου ανυπαρξία, απορρέει από την δική μου οντική ετερότητα, και όχι από ενός άλλου.
Αυτή η ετερότητα, είναι ένας μοναδικός τρόπος του υπάρχειν και περιλαμβάνει τον όλον άνθρωπο, αναφέρεται στην σωματική, διανοητική, συναισθηματική και αξιακή του ιδιαίτερη συγκρότηση και για τον λόγο αυτό αποτελεί την οντολογική διαφορά του ανθρωπίνως υπάρχειν, σε αντιδιαστολή με άλλους τρόπους ύπαρξης.
Ως τέτοιο οντολογικό χαρακτηριστικό και σ'αυτό το επίπεδο,αφορά εξίσου τόσο εκείνους που αυτοκτονούν, ενόψει μιας ανίατης ασθένειας, όσο κι εκείνους που υπομένουν καρτερικά. Η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται στο ότι στην δευτερη κατηγορία η ετερότητα μετουσιώθηκε σε καρτερικότητα, χωρίς όμως να αρθεί (είμαι εγώ που υπομένω).
Μια συζήτηση λοιπόν που μεταφέρει το πρόβλημα της αυτοκτονίας στο προσφιλές για την εποχή επίπίπεδο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφενός προσπαθεί να αποφύγει το σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη οντολογικό ερώτημα και αφετέρου είναι εξαιρετικά φτωχή και άγονη, αφού φτάνοντας στην κορύφωση της επιχειρηματολογίας της, επιστρατεύει ως το καλύτερο επιχείρημα της, αυτό της αξιοπρέπειας, για το οποίο όμως ίσως γράψω μιαν άλλη φορά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου