Παλιότερα μιλούσανε συχνά γι'αυτόν, με τον τραχύ και περιπαικτικό τρόπο που έχουν οι κουβέντες του καφενείου στο χωριό. Στιγμιότυπα της ζωής του που όλοι γνώριζαν, χαρακτηρισμοί και ηθικές κρίσεις που όλοι ήταν σε θέση να εκφέρουν... έδινε κι αυτός αφορμές.
Ίδιες αφορμές ίδια λόγια.
Ίδια λόγια ίδιες αφορμές.
Στα μικρά χωριά η δεσμευτική κυκλικότητα εντοπίζεται στα λόγια των ανθρώπων, εν αντιθέσει με τις πόλεις, που κρύβεται στα ρολόγια τους.
Δεν βρίσκω καμία άλλη ουσιαστική διαφορά...
Με τον καιρό όμως έπαψαν να μιλάνε, σιγά σιγά αποσύρθηκε κι αυτός και μόνο αραιά, καμιά φορά κάποιος ρωτούσε, μωρέ ζει ο Παντελής; Κάποιος τότε απαντούσε, ...και σα να μην ζει, και γυρνούσαν στη πρέφα και στο τάβλι.
Τα σαράντα ήταν εφάμιλλα της κηδείας του.
Ήρθε ακόμα περισσότερος κόσμος. Γέμισε η πλατεία του χωριού και τα στενάκια.
Αγροτικά και αμάξια, το ένα πίσω απ'το άλλο, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να βγει και να φύγει, ακόμα κι αν το ήθελε.... έπρεπε να γίνει ολόκληρη μανούβρα.
Είχανε έρθει τα πέντε παιδιά του -τρεις γιοί και δύο κόρες, που έμεναν όλοι αλλού, Χανιά και Ρέθυμνο- και μια αδελφή του που έμενε χρόνια στην Αθήνα. Πολλοί άλλοι συγγενείς, κόσμος από τα γύρω χωριά.
Την Παρασκευή οι ετοιμασίες εντάθηκαν. Ψώνια, καρέκλες, σφαχτά, τάβλες, κεφάλια γραβιέρα που κόπηκαν σε ισομεγέθη ορθογώνια. Πηγαινοερχόντουσαν οικείοι και γείτονες μιλώντας δυνατά, καθαρίζοντας το σπίτι, αερίζοντας, κανονίζοντας και φροντίζοντας τα πάντα.
Μετά τη λειτουργία, κάθισαν όλοι στο καφενείο για καφέ, τσικουδιά και κονιάκ. Μέχρι και μικρά κρουασάν βουτύρου είχε το πιάτο καθενός!
Θεός σχωρες τον Παντελή!
Στο σπίτι έκαναν τραπέζι κανονικό με όλα τα καλά και κρασί απ'αυτό που είχε ο πεθαμένος στα βαρέλια του.
Μια κόρη του, μικροκαμωμένη και μελαχρινή, μαζί με δυο εξαδέλφες της, γύρισαν όλο το χωριό μοιράζοντας πιάτα με βραστό κρέας, πιλάφι, κόλλυβα και αφροτά ψωμάκια.
Να σχωράτε του μακαρίτη....
Ευχαριστήθηκαν όλοι και με το παραπάνω...
Υπήρχε μια διάχυτη ικανοποίηση, αυτή που νιώθουν οι άνθρωποι με την αναπαυμένη συνείδηση όταν αναγνωρίζεται και ομολογείται από τους άλλους ότι έπραξαν το καθήκον τους.
Είναι σαν κάπως να αποκαθίσταται μια ηθική τάξη, το καλώς έχειν των πραγμάτων και να απομακρύνεται κάθε υπόνοια διαταραχής και αταξίας.
Είχε συμβάλλει σε αυτό και ο επικήδειος που είχε εκφωνήσει στην κηδεία του Παντελή, ενώπιον όλων, των παιδιών του, της γυναίκας του, των εγγονών, των χωριανών, του δημοτικού συμβούλου, των ψαλτών, των δυο παπάδων, των υπαλλήλων του γραφείου κηδειών, γνωστών και αγνώστων, κοντινών και μακρινών και ενώπιον του ίδιου του Παντελή, γνωστός συνταξιούχος θεολόγος καταγόμενος από τα μέρη αυτά, που συνηθίζει να εκφωνεί λόγους για κάθε περίπτωση : κηδείες, απονομές μεταλλίων, αποκαλυπτήρια μνημείων, θεομητορικές εορτές, Κυριακές και αργίες...
Είπε πολλά και σημαντικά πράγματα, όπως συνηθίζεται στις συχνές ομιλίες του Αυγούστου... είπε αυτά που όλοι έχουν μάθει να περιμένουν. Κάπου ανάμεσα σε αυτά είπε και για τον Παντελή, που έκλεισε τα μάτια του αλλά άφησε πίσω του πέντε καλά παιδιά, χρήσιμα μέλη της κοινωνίας που κι αυτά έχουν κάνει καλές οικογένειες.... για την γυναίκα του που πάλεψε μαζί του στη ζωή και του στάθηκε στα γεράματα.
Ο επικήδειος λόγος για τον Παντελή ήρθε και προστέθηκε κι αυτός στην κυκλικότητα των λόγων του χωριού ....είχε δώσει αφορμή, πάλι...
Ποιός ήταν όμως ο Παντελής;
Ένα κοντό κι αδύναμο ανθρωπάκι...τα χρόνια που παραλυμένος έπεσε πια στο κρεβάτι, χώνεψε, και μόνο το κόκαλο του στέρνου εξείχε από τα σκεπάσματα' δίπλα του ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι κόκα κολας, του'βαζαν εκεί μέσα αραιωμένο το κρασί και ρουφούσε με ένα σπαστό καλαμάκι, σαν βρέφος και μ'αυτό ζούσε.
Διαλυμένο συκώτι, υγρά και το σώμα που έλιωνε, βρομιές και η γυναίκα του, ερείπιο κι αυτή που τον φρόντιζε. Βιολογικά είχε καταρρεύσει κι οι γιατροί έλεγαν πως ήταν ένα θαύμα που ζούσε σ'αυτή την κατάσταση τόσα χρόνια. Τρεις φορές που μπήκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση κι όλοι περίμεναν πως δεν θα την γλιτώσει, αυτός ξαναζωντάνευε και τον έστελναν σπίτι του... εκεί που ήταν σα να μη ζει....
Ποιος ήταν όμως ο Παντελής;
Ένας μέθυσος, ένας ψευτοπαλικαράς που τον έκαναν χάζι στο χωριό, χουβαρντάς που τα παλιά χρόνια κέρναγε όλο το μαγαζί, που λέγανε οτι είχε πιει τόνους κρασί και ρακή, που ξυλοφόρτωνε την γυναίκα του και την κυνήγαγε στο χωριό να την σκοτώσει,που κλείδωνε τα παιδιά κι ακούγανε οι άλλοι φωνές και κλάματα....φτώχεια και άσπρη μέρα δεν είδανε....και έτσι κακορίζικα μεγαλώσανε... λίγα γράμματα και μετά δρόμο να φύγουνε....
Γέρασε κι αυτός, αραίωσε από το καφενείο και στο τέλος κλείστηκε μέσα, έτσι έπαψαν να μιλάνε γι αυτόν....
Ποιός ήταν όμως ο Παντελής;
Η κηδεία και τα λαμπρά σαράντα του θα συζητηθούν για μέρες στο χωριό και είναι σαν κάπως τα παιδιά του να ολοκλήρωσαν και να αγλαΐσαν το πορτρέτο του πατέρα τους μέσα στη μνήμη και στα λόγια των άλλων...
Ποιός ήτανε όμως ο φτωχός, ο μέθυσος Παντελής;
Δεν πήγα στην κηδεία ούτε στα σαράντα....
Κι όταν μπήκε στην αυλή, η αδυνατούλα η κόρη του, εκείνη που του έμοιαζε τόσο πολύ και μου έδωσε ένα πιάτο με κόλλυβα, να σχωρεσετε του πατέρα μου.....
Να ζήσετε.... να τον θυμάστε, της είπα... κι αυτή μου χαμογέλασε.
Δεν ξέρω ποιος ήτανε ο Παντελής, που λέγανε ότι ήταν σα να μη ζούσε...
Ποιός ξέρει, άραγε;
Προσδοκώ ανάσταση νεκρών....
Ίδιες αφορμές ίδια λόγια.
Ίδια λόγια ίδιες αφορμές.
Στα μικρά χωριά η δεσμευτική κυκλικότητα εντοπίζεται στα λόγια των ανθρώπων, εν αντιθέσει με τις πόλεις, που κρύβεται στα ρολόγια τους.
Δεν βρίσκω καμία άλλη ουσιαστική διαφορά...
Με τον καιρό όμως έπαψαν να μιλάνε, σιγά σιγά αποσύρθηκε κι αυτός και μόνο αραιά, καμιά φορά κάποιος ρωτούσε, μωρέ ζει ο Παντελής; Κάποιος τότε απαντούσε, ...και σα να μην ζει, και γυρνούσαν στη πρέφα και στο τάβλι.
Τα σαράντα ήταν εφάμιλλα της κηδείας του.
Ήρθε ακόμα περισσότερος κόσμος. Γέμισε η πλατεία του χωριού και τα στενάκια.
Αγροτικά και αμάξια, το ένα πίσω απ'το άλλο, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να βγει και να φύγει, ακόμα κι αν το ήθελε.... έπρεπε να γίνει ολόκληρη μανούβρα.
Είχανε έρθει τα πέντε παιδιά του -τρεις γιοί και δύο κόρες, που έμεναν όλοι αλλού, Χανιά και Ρέθυμνο- και μια αδελφή του που έμενε χρόνια στην Αθήνα. Πολλοί άλλοι συγγενείς, κόσμος από τα γύρω χωριά.
Την Παρασκευή οι ετοιμασίες εντάθηκαν. Ψώνια, καρέκλες, σφαχτά, τάβλες, κεφάλια γραβιέρα που κόπηκαν σε ισομεγέθη ορθογώνια. Πηγαινοερχόντουσαν οικείοι και γείτονες μιλώντας δυνατά, καθαρίζοντας το σπίτι, αερίζοντας, κανονίζοντας και φροντίζοντας τα πάντα.
Μετά τη λειτουργία, κάθισαν όλοι στο καφενείο για καφέ, τσικουδιά και κονιάκ. Μέχρι και μικρά κρουασάν βουτύρου είχε το πιάτο καθενός!
Θεός σχωρες τον Παντελή!
Στο σπίτι έκαναν τραπέζι κανονικό με όλα τα καλά και κρασί απ'αυτό που είχε ο πεθαμένος στα βαρέλια του.
Μια κόρη του, μικροκαμωμένη και μελαχρινή, μαζί με δυο εξαδέλφες της, γύρισαν όλο το χωριό μοιράζοντας πιάτα με βραστό κρέας, πιλάφι, κόλλυβα και αφροτά ψωμάκια.
Να σχωράτε του μακαρίτη....
Ευχαριστήθηκαν όλοι και με το παραπάνω...
Υπήρχε μια διάχυτη ικανοποίηση, αυτή που νιώθουν οι άνθρωποι με την αναπαυμένη συνείδηση όταν αναγνωρίζεται και ομολογείται από τους άλλους ότι έπραξαν το καθήκον τους.
Είναι σαν κάπως να αποκαθίσταται μια ηθική τάξη, το καλώς έχειν των πραγμάτων και να απομακρύνεται κάθε υπόνοια διαταραχής και αταξίας.
Είχε συμβάλλει σε αυτό και ο επικήδειος που είχε εκφωνήσει στην κηδεία του Παντελή, ενώπιον όλων, των παιδιών του, της γυναίκας του, των εγγονών, των χωριανών, του δημοτικού συμβούλου, των ψαλτών, των δυο παπάδων, των υπαλλήλων του γραφείου κηδειών, γνωστών και αγνώστων, κοντινών και μακρινών και ενώπιον του ίδιου του Παντελή, γνωστός συνταξιούχος θεολόγος καταγόμενος από τα μέρη αυτά, που συνηθίζει να εκφωνεί λόγους για κάθε περίπτωση : κηδείες, απονομές μεταλλίων, αποκαλυπτήρια μνημείων, θεομητορικές εορτές, Κυριακές και αργίες...
Είπε πολλά και σημαντικά πράγματα, όπως συνηθίζεται στις συχνές ομιλίες του Αυγούστου... είπε αυτά που όλοι έχουν μάθει να περιμένουν. Κάπου ανάμεσα σε αυτά είπε και για τον Παντελή, που έκλεισε τα μάτια του αλλά άφησε πίσω του πέντε καλά παιδιά, χρήσιμα μέλη της κοινωνίας που κι αυτά έχουν κάνει καλές οικογένειες.... για την γυναίκα του που πάλεψε μαζί του στη ζωή και του στάθηκε στα γεράματα.
Ο επικήδειος λόγος για τον Παντελή ήρθε και προστέθηκε κι αυτός στην κυκλικότητα των λόγων του χωριού ....είχε δώσει αφορμή, πάλι...
Ποιός ήταν όμως ο Παντελής;
Ένα κοντό κι αδύναμο ανθρωπάκι...τα χρόνια που παραλυμένος έπεσε πια στο κρεβάτι, χώνεψε, και μόνο το κόκαλο του στέρνου εξείχε από τα σκεπάσματα' δίπλα του ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι κόκα κολας, του'βαζαν εκεί μέσα αραιωμένο το κρασί και ρουφούσε με ένα σπαστό καλαμάκι, σαν βρέφος και μ'αυτό ζούσε.
Διαλυμένο συκώτι, υγρά και το σώμα που έλιωνε, βρομιές και η γυναίκα του, ερείπιο κι αυτή που τον φρόντιζε. Βιολογικά είχε καταρρεύσει κι οι γιατροί έλεγαν πως ήταν ένα θαύμα που ζούσε σ'αυτή την κατάσταση τόσα χρόνια. Τρεις φορές που μπήκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση κι όλοι περίμεναν πως δεν θα την γλιτώσει, αυτός ξαναζωντάνευε και τον έστελναν σπίτι του... εκεί που ήταν σα να μη ζει....
Ποιος ήταν όμως ο Παντελής;
Ένας μέθυσος, ένας ψευτοπαλικαράς που τον έκαναν χάζι στο χωριό, χουβαρντάς που τα παλιά χρόνια κέρναγε όλο το μαγαζί, που λέγανε οτι είχε πιει τόνους κρασί και ρακή, που ξυλοφόρτωνε την γυναίκα του και την κυνήγαγε στο χωριό να την σκοτώσει,που κλείδωνε τα παιδιά κι ακούγανε οι άλλοι φωνές και κλάματα....φτώχεια και άσπρη μέρα δεν είδανε....και έτσι κακορίζικα μεγαλώσανε... λίγα γράμματα και μετά δρόμο να φύγουνε....
Γέρασε κι αυτός, αραίωσε από το καφενείο και στο τέλος κλείστηκε μέσα, έτσι έπαψαν να μιλάνε γι αυτόν....
Ποιός ήταν όμως ο Παντελής;
Η κηδεία και τα λαμπρά σαράντα του θα συζητηθούν για μέρες στο χωριό και είναι σαν κάπως τα παιδιά του να ολοκλήρωσαν και να αγλαΐσαν το πορτρέτο του πατέρα τους μέσα στη μνήμη και στα λόγια των άλλων...
Ποιός ήτανε όμως ο φτωχός, ο μέθυσος Παντελής;
Δεν πήγα στην κηδεία ούτε στα σαράντα....
Κι όταν μπήκε στην αυλή, η αδυνατούλα η κόρη του, εκείνη που του έμοιαζε τόσο πολύ και μου έδωσε ένα πιάτο με κόλλυβα, να σχωρεσετε του πατέρα μου.....
Να ζήσετε.... να τον θυμάστε, της είπα... κι αυτή μου χαμογέλασε.
Δεν ξέρω ποιος ήτανε ο Παντελής, που λέγανε ότι ήταν σα να μη ζούσε...
Ποιός ξέρει, άραγε;
Προσδοκώ ανάσταση νεκρών....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου