Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Norbert Elias: Ναζισμός και Γερμανικός χαρακτήρας














Γραμμένο το 1961/62, με αφορμή τη δίκη του Άιχμαν που διεξαγόταν εκείνο τον καιρό στην Ιερουσαλήμ, το δοκίμιο αυτό του μεγάλου Γερμανοεβραίου κοινωνιολόγου ανατέμνει και ασκεί κριτική στη ναζιστική εκδοχή του γερμανικού εθνικισμού. O Eλίας υπήρξε θύμα των ναζιστικών διώξεων, υπέστη ταλαιπωρίες και κακουχίες, υπήρξε άπατρις για 20 χρόνια, ενώ έχασε τους πιο πολλούς φίλους και συγγενείς του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η μητέρα του εξοντώθηκε σε θάλαμο αερίων στο Άουσβιτς.
Το έργο μπορεί να εγγραφεί στη γενεαλογία κριτικής την οποία εγκαινίασε η «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» των Αντόρνο-Χορκχάιμερ, καθώς αντιλαμβάνεται τη ναζιστική εμπειρία ως προϊόν κοινωνικοϊστορικών διαδικασιών οι οποίες δύνανται να σηματοδοτήσουν τη συνολική κατάρρευση του δυτικού πολιτισμού. Συγχρόνως το έργο αποτελεί θεωρητική συμβολή στην κριτική της εν γένει μορφής έθνος-κράτος.

ΝΟΡΜΠΕΡΤ ΕΛΙΑΣ
ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του πολιτισμού
Επιμέλεια: Θάνος Σαμαρτζής
Μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης -Γιάννης Θωμαδάκης

Αποσπάσματα από το βιβλίο

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εκ πρώτης όψεως, η δίκη του Άιχμαν δεν ήταν παρά η δίκη ενός μεμονωμένου ατόμου. Στη μια πλευρά, ο Άιχμαν, ο κατηγορούμενος· στην άλλη, οι ισραηλινοί κατήγοροί του και ένα πλήθος μαρτύρων, ανάμεσά τους αρκετοί επιζώντες απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης· τέλος, ένα αόρατο διεθνές ακροατήριο που παρακολουθούσε και έκρινε τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Καθώς περνούσαν οι μήνες, όμως, τα νέα από τη δίκη διαδίδονταν ανά τον κόσμο και επηρεάζαν τις συζητήσεις, τις σκέψεις και τα αισθήματα των ανθρώπων σε πολλές χώρες. Έτσι, η δίκη φάνηκε σταδιακά να μετατρέπεται σε κάτι περισσότερο από τη δίκη του μεμονωμένου αυτού ατόμου. Αποκτούσε, σε μικρή κλίμακα, χαρακτήρα ορόσημου. Όπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, έτσι και η δίκη του Άιχμαν ερχόταν να προστεθεί σ’ ένα διαρκώς διευρυνόμενο σύνολο βιωμάτων τα οποία κλονίζουν την εικόνα που έχουμε για τις κοινωνίες μας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο πρόκειται πράγματι για κοινωνίες πολιτισμένες. Επιφανειακά, η δίκη έδειχνε να έχει τοπικό μόνο ενδιαφέρον· κατά βάθος, όμως, η σημασία της ήταν πολύ ευρύτερη.
Το γεγονός ότι οι Ναζί είχαν προξενήσει δεινά στους Εβραίους δεν ήταν άγνωστο. Ωστόσο, πριν από τη δίκη του Άιχμαν, είχε τεθεί σε λειτουργία η φοβερή ικανότητα του ανθρώπου να λησμονεί τα επώδυνα — προπάντων όταν το θύμα δεν είναι ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος, σχετικά ανίσχυρος. Η ανάμνηση τού πώς ένα σύγχρονο κράτος επιχείρησε να αφανίσει ολοσχερώς μια μισητή μειονότητα είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Χάρη όμως στη δίκη που βρισκόταν σ’ εξέλιξη στην Ιερουσαλήμ, τα συγκεκριμένα γεγονότα ήλθαν εκ νέου στο προσκήνιο. Προηγουμένως γίνονταν διάφορες συζητήσεις για το αν θα ήταν προτιμότερο να αφεθεί στο σκοτάδι η μνήμη δολοφονημένων και δολοφόνων, περιοριζόμενη σε λίγες μόνο σποραδικές αναφορές στα βιβλία ιστορίας, εν είδει επιτύμβιας επιγραφής. Αυτές οι συζητήσεις έχασαν πια κάθε νόημα. Οι αναμνήσεις είχαν πλέον επιστρέψει. Και είναι ιδιαίτερα διδακτικό να μελετήσουμε πώς συνέβη αυτό.
Οι πιθανότητες να διασωθεί η μνήμη των θυμάτων της ιστορίας, των ανίσχυρων και των ηττημένων, είναι κατά κανόνα ελάχιστες. Το βασικό πλαίσιο που καθορίζει τι θα φυλαχθεί στη μνήμη ως ιστορία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι το κράτος, και τα βιβλία της ιστορίας εξακολουθούν να είναι χρονικά κρατών. Η δίκη του Άιχμαν επιβεβαίωσε τον κανόνα: αν η θύμηση των δολοφονημένων Εβραίων ξαναζωντάνεψε, αυτό οφειλόταν στην ύπαρξη του νέου εβραϊκού κράτους και στην ισχύ που διέθετε.
Την ίδια στιγμή, ανακινούνταν τα πολυάριθμα ερωτήματα που γεννούσε τούτη η θύμηση. Πώς ήταν δυνατόν στον 20ό αιώνα άνθρωποι να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν με τρόπο ορθολογικό, και δη επιστημονικό, ένα εγχείρημα που μοιάζει με επιστροφή στη βαρβαρότητα και στην αγριότητα εποχών του παρελθόντος; Ένα εγχείρημα που, αν παραμερίσουμε τις διαφορές στα πληθυσμιακά μεγέθη και μας επιτραπεί να αναγνωρίσουμε στους δούλους —έστω μετά τον θάνατό τους— την ιδιότητα του ανθρώπινου όντος, θα μπορούσε να έχει συμβεί στην αρχαία Ασσυρία ή στην αρχαία Ρώμη; Ίσως να μην ήταν παράξενο αν είχε συμβεί σε μια φεουδαρχική κοινωνία όπου γαιοκτήμονες πολέμαρχοι διέθεταν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους δουλοπάροικούς τους, ή την εποχή των Σταυροφόρων, όταν οι τελευταίοι λήστευαν και έριχναν τους Εβραίους στην πυρά. Όμως, τον 20ό αιώνα κανείς δεν περίμενε πια κάτι τέτοιο.


Η εν ονόματι του έθνους μαζική δολοφονία ανδρών, γυναικών και παιδιών που ανήκουν σε μια διαφορετική ομάδα γεννά πολλά προβλήματα. Το κυριότερο δεν αφορά την πράξη αυτή καθαυτή όσο την αναντιστοιχία της με τα πρότυπα συμπεριφοράς που θεωρούνται ως τα διακριτικά γνωρίσματα των κατ’ εξοχήν προηγμένων κοινωνιών της εποχής μας. Οι άνθρωποι του 20ού αιώνα έχουν την τάση να πιστεύουν —συχνά κατά τρόπο αυθαίρετο— πως τα δικά τους πρότυπα πολιτισμένης συμπεριφοράς και ορθολογικότητας, τόσο των ίδιων ως ατόμων όσο και της εποχής τους συνολικότερα, υπερέχουν σε σχέση με τη βαρβαρότητα του παρελθόντος ή των λιγότερο εξελιγμένων σύγχρονων κοινωνιών. Η πίστη στην πρόοδο, παρά την αμφισβήτηση που έχει δεχτεί, εξακολουθεί ν’ ασκεί καθοριστική επίδραση στην εικόνα που έχουν οι άνθρωποι του 20ού αιώνα για τον εαυτό τους. Τα αισθήματά τους, ωστόσο, είναι αντιφατικά. Αποτελούν ένα μείγμα αυταρέσκειας και αυτοοικτιρμού, υπερηφάνειας και απόγνωσης: υπερηφάνειας για την απαράμιλλη εφευρετικότητα και τόλμη της εποχής τους, και για τις προόδους που αυτή έχει σημειώσει στα ανθρωπιστικά ζητήματα· απόγνωσης για τις παράλογες θηριωδίες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκειά της. Απ’ τη μια πλευρά, είναι πάμπολλα τα βιώματα των ανθρώπων του 20ού αιώνα που ενισχύουν την αίσθησή τους ότι εκπροσωπούν το ανώτατο στάδιο του πολιτισμού. Απ’ την άλλη πλευρά, πολλά είναι και εκείνα που υποδαυλίζουν τις αμφιβολίες τους — μεταξύ αυτών, οι συνεχείς πόλεμοι του 20ού αιώνα. Η δίκη του Άιχμαν, μαζί με όλα τα στοιχεία που έφερε στην επιφάνεια, ανήκε σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Κατά τη διάρκειά της, γεγονότα από καιρό γνωστά αναδείχθηκαν και φωτίστηκαν μέσω προσωπικών μαρτυριών που δεν άφηναν περιθώρια για αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να στρέψουν το βλέμμα τους αλλού. Καθώς η δίκη εκτυλισσόταν, πολλοί ήταν σαν να άκουγαν για πρώτη φορά τούτη τη φρικαλέα ιστορία. Το σάστισμά τους ήταν τέτοιο που τους έκανε να δυσπιστούν. Αρνούνταν να πιστέψουν πως ήταν δυνατόν να έχουν συμβεί τέτοια πράγματα σε μια ανεπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία, μεταξύ πολιτισμένων ανθρώπων. Αυτός υπήρξε ο θεμελιώδης διχασμός τους· κι αυτό είναι το πρόβλημα που οφείλει να μελετήσει ο κοινωνιολόγος.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος να διαχειριστεί κανείς αυτόν τον διχασμό είναι να προβεί σε μια σιωπηρή παραδοχή: να υποθέσει ότι οι μαζικές σφαγές που προκάλεσε ο Χίτλερ αποτελούσαν «εξαίρεση». Οι Ναζί, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ήταν ένα καρκίνωμα στο σώμα των πολιτισμένων κοινωνιών. Οι πράξεις τους ήταν πράξεις ανθρώπων λίγο-πολύ ψυχοπαθών. Πηγάζαν είτε από το ανορθόλογο μίσος που ανθρώποι ιδιαζόντως μοχθηροί και ανήθικοι έτρεφαν εναντίον των Εβραίων είτε πιθανώς απ’ τις γερμανικές παραδόσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα των Γερμανών. Όλες αυτές οι ερμηνείες παρουσιάζουν τη μεθοδικά σχεδιασμένη, μαζική και εν ψυχρώ δολοφονία ανθρώπων ως κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Εκείνο που υπονοείται είναι το εξής: υπό φυσιολογικές συνθήκες, μια βαρβαρότητα σαν αυτή δεν μπορεί να συμβεί στις προηγμένες κοινωνίες του 20ού αιώνα.
Τέτοιου είδους ερμηνείες προφυλάσσουν απ’ τη δυσάρεστη σκέψη ότι παρόμοια φαινόμενα ενδέχεται να επαναληφθούν, ότι τέτοια ξεσπάσματα αγριότητας και ωμότητας ενδέχεται να πηγάζουν από τάσεις που ενυπάρχουν στη δομή της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Ερμηνείες σαν τις παραπάνω λειτουργούν παρηγορητικά. Δεν εξηγούν, όμως, πολλά πράγματα. Είναι εύκολο να επισημάνει κανείς την ιδιαιτερότητα των ιστορικών συγκυριών που οδήγησαν στην απόπειρα ολοσχερούς εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Από άλλες απόψεις, όμως, οι συγκυρίες αυτές δεν είχαν τίποτα το εξαιρετικό. Πολλά φαινόμενα της εποχής μας δείχνουν ότι ο Ναζισμός απλώς ανέδειξε —ενδεχομένως με τρόπο ωμό και ακραίο— γενικότερες όψεις της σύγχρονης κοινωνίας, τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς που μπορούν να συναντηθούν και εκτός Γερμανίας. Οι επιστημονικά μεθοδευμένοι πόλεμοι μαζικής κλίμακας δεν φαίνεται να είναι κάτι ασύμβατο με τις τεχνολογικά προηγμένες μαζικές κοινωνίες· το ίδιο όμως ισχύει και για την ενδελεχώς οργανωμένη και επιστημονικά σχεδιασμένη εξόντωση —μέσω ασιτίας, δηλητηριωδών αερίων και εκτελέσεων— συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων σε ειδικά διαμορφωμένα στρατόπεδα θανάτου και σε περίφρακτα γκέτο. Αντί λοιπόν να εφησυχάζουμε στη σκέψη ότι τα γεγονότα που ξαναζωντάνεψε η δίκη του Άιχμαν αποτελούσαν «εξαίρεση», ίσως να ήταν πιο ωφέλιμο να εξετάσουμε τις συνθήκες των πολιτισμών του 20ού αιώνα, τις κοινωνικές συνθήκες, που ευνόησαν τέτοιες βαρβαρότητες στο παρελθόν και που ενδέχεται να τις ευνοήσουν ξανά στο μέλλον. Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Πόσες φορές θα πρέπει να συμβούν τέτοιες φρικαλεότητες μέχρι να μάθουμε να κατανοούμε πώς και γιατί συμβαίνουν; Πόσες φορές θα πρέπει να επαναληφθούν προτού οι άνθρωποι που έχουν στα χέρια τους ισχύ μπορέσουν και θελήσουν να αξιοποιήσουν αποτρεπτικά αυτή τη γνώση;
Στις μέρες μας, συγχέουμε συχνά την κοινωνική ανάγκη να αποδοθούν ευθύνες σε προσωπικό επίπεδο σε όσους προξένησαν βλάβες σε άλλους ανθρώπους με την ανάγκη να εξηγηθεί από κοινωνιολογική αλλά και ψυχολογική σκοπιά για ποιον λόγο και με ποιον τρόπο προκλήθηκαν οι βλάβες αυτές. Η δεύτερη ανάγκη δεν αναιρεί την πρώτη. Τόσο η μία όσο και η άλλη έχουν τη θέση τους στα ανθρώπινα πραγμάτα: ακόμη κι αν κάποιος ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο ν’ απαγγείλει κατηγορίες, είναι παρ’ όλα αυτά υποχρεωμένος να επιχειρήσει να εξηγήσει τα φαινόμενα. Και η προσπάθεια να εξηγήσεις ένα φαινόμενο δεν ισοδυναμεί κατ’ ανάγκη με προσπάθεια να το δικαιολογήσεις. Η δίκη του Άιχμαν ανασήκωσε στιγμιαία το πέπλο που κρύβει την πιο ζοφερή όψη του «πολιτισμένου ανθρώπου». Ας δούμε τι αποκάλυψε.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η τελική απόφαση για τη φυσική εξόντωση του συνόλου των Εβραίων της Γερμανίας και των κατεκτημένων περιοχών φαίνεται ότι πάρθηκε από τον Χίτλερ και το στενό επιτελείο της κρατικής και κομματικής ηγεσίας τον Σεπτέμβριο του 1939, λίγο μετά την εισβολή στην Πολωνία.
Βέβαια, οι Εβραίοι θανατώνονταν και παλαιότερα —μαζί με μέλη άλλων διωκόμενων μειονοτήτων, όπως κομμουνιστές, Μάρτυρες του Ιεχωβά, ομοφυλόφιλους, αντιφρονούντες πάστορες και ιερείς— σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε σποραδικά ανθρωποκυνηγητά. Σ’ εκείνη τη φάση, όμως, οι διωγμοί δεν στρέφονταν εναντίον της ζωής των Εβραίων. Στο στόχαστρο ήταν κυρίως οι περιουσίες, τα εισοδήματα και η επαγγελματική τους υπόσταση. Οι Ναζί επιδίωκαν, προπαντός, να αφαιρέσουν απ’ τον εβραϊκό πληθυσμό το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων (εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, κατοικίες, τραπεζικές καταθέσεις, τιμαλφή, έργα τέχνης κ.λπ.) και να τους αποκόψουν από κάθε επαγγελματική ή άλλη δραστηριότητα που τους έφερνε σ’ επαφή με τον μη εβραϊκό πληθυσμό. Περίπου το 1% του συνολικού γερμανικού πληθυσμού ήταν Εβραίοι. Αν και κατά βάση επρόκειτο για αστική μειονότητα επικεντρωμένη στο εμπόριο, τη βιομηχανία και τα ελεύθερα επαγγέλματα, τα οικονομικά οφέλη από τη δήμευση των εβραϊκών περιουσιών ήταν πολύ μικρά για τους Γερμανούς ως σύνολο. Αναμφίβολα, υπήρξαν γερμανικές οικογένειες που επωφελήθηκαν άμεσα από την επίθεση εναντίον των Εβραίων, όπως συμβαίνει κάθε φορά που μια κοινωνική ομάδα εκτοπίζει βίαια μιαν άλλη από την περιουσία και την επαγγελματική της δραστηριότητα. Πολύ περισσότεροι Γερμανοί δεν έκρυψαν την ικανοποίησή τους για τους εξευτελισμούς των Εβραίων. Σε άλλους πάλι γεννήθηκαν ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Από αυτές τις πλευρές, οι διωγμοί κατά των Εβραίων είχαν ένα ισχυρό στοιχείο ρεαλισμού και ορθολογικότητας. Σε κάθε περίπτωση, εκείνη την εποχή οι Εβραίοι μπορούσαν ακόμα να φύγουν ζωντανοί από τη Γερμανία, αν βρισκόταν ένα κράτος που να τους παραχωρήσει άσυλο ή αν δεν ένιωθαν πολύ γέροι για να ξεριζωθούν απ’ τον τόπο που πλέον θεωρούσαν πατρίδα τους. Επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους ένα μέρος των προσωπικών τους αντικειμένων και, για κάποια περίοδο, ένα περιορισμένο χρηματικό ποσό.
Κοιτάζοντας τα πράγματα εκ των υστέρων, η απόφαση που έλαβε το 1939 η ηγεσία των Ναζί για την εξόντωση του συνόλου των Εβραίων που ζούσαν στην επικράτειά τους μπορεί να φανεί προβλέψιμη. Τη δεκαετία του ’30, όμως, όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές αναρριχήθηκαν στην εξουσία, ήταν ακόμα απολύτως αδιανόητο για τους περισσότερους ανθρώπους στην Ευρώπη και την Αμερική ότι Γερμανοί θα μπορούσαν να δολοφονήσουν εν ψυχρώ εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η εν λόγω απόφαση της ναζιστικής ηγεσίας είχε κρατηθεί κάτω από άκρα μυστικότητα. Υπεύθυνο για την εφαρμογή της ήταν το Γραφείο Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο, που λειτούργησε από το 1940 έως το 1945 με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Καρλ Άντολφ Άιχμαν. Όμως κι αφού είχε πια τεθεί ο στόχος, δεν ήταν διόλου σαφές πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Με τη γερμανική προέλαση σε Ανατολή και Δύση, όλο και περισσότεροι Εβραίοι ετίθεντο υπό τον έλεγχο των Ναζί. Δεν υπήρχε όμως κάποιο πρότυπο για το πώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η οργανωμένη δολοφονία αρκετών εκατομμυρίων άοπλων ανθρώπων. Χρειάστηκε πολλή σκέψη και πειραματισμός προτού ανακαλυφθούν οι πλέον αποτελεσματικές και οικονομικές μέθοδοι ανθρωποκτονίας. Χρειαζόταν ένας ολοένα διευρυνόμενος διοικητικός μηχανισμός για τον σχεδιασμό και την επίβλεψη των διαφόρων μέτρων που στόχευαν στην εξόντωση των Εβραίων. Κι όσο μεγάλωνε αυτός ο μηχανισμός τόσο εντείνονταν οι προστριβές και οι συγκρούσεις με άλλους ανταγωνιστικούς φορείς.
Η ναζιστική κρατική μηχανή αποτελούνταν από ένα πλήθος ημιαυτόνομων, ημιφεουδαλικών τομέων, που στον κάθε ένα ήταν επικεφαλής ένας Φύρερ δευτέρας κατηγορίας: άνθρωποι σαν τον Ρίμπεντροπ, τον Γκαίρινγκ, τον Χίμμλερ και τον Γκαίμπελς. Κάθε τέτοιος τομέας είχε υφιστάμενους φορείς απλωμένους σε ολόκληρη την επικράτεια κι ένα συγκεκριμένο πεδίο αρμοδιοτήτων. Το κύρος και το status του επικεφαλής κάθε τομέα εξαρτιόταν από τον βαθμό χρησιμότητάς του στον Χίτλερ και το Κόμμα. Και καθώς οι ισορροπίες ισχύος ανάμεσα σ’ αυτούς τους Φύρερ δευτέρας κατηγορίας παρέμεναν ασταθείς, ήταν όλοι καχύποπτοι ο ένας απέναντι στον άλλο, όπως ακριβώς και ο Χίτλερ απέναντί τους. Η ανέλιξη του ενός μπορούσε να σημαίνει τον όλεθρο του άλλου. Οι άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν τη βία και τον φόνο ως φυσιολογικά μέσα για την άσκηση πολιτικής δεν μπορούν ποτέ ν’ αποβάλουν τον φόβο ότι υπάρχει πιθανότητα κάποιος άλλος να επιστρατεύσει τα ίδια μέσα εναντίον τους. Πίσω λοιπόν απ’ τη φαινομενικά εύρυθμη λειτουργία και αποτελεσματικότητα του χιτλερικού καθεστώτος συναντά κανείς ένα εντυπωσιακό μείγμα εντάσεων, ζηλοτυπιών, μηχανορραφιών και, κατ’ επέκταση, μεγάλη σπατάλη πόρων και δυνάμεων. Το δικτατορικό αυτό καθεστώς κατάφερνε να διατηρεί τη συνοχή του, αφ’ ενός χάρη στο γεγονός ότι οι αντίπαλοι επικεφαλής αυτών των ημιαυτόνομων σφαιρών εξουσίας ήταν όλοι τους εξαρτημένοι από τον Φύρερ και αφ’ ετέρου χάρη στην κοινή ιδεολογία τους, μολονότι διέφεραν ως προς την καθαρότητα των φρονημάτων τους.
Όπως σε πολλά άλλα δικτατορικά καθεστώτα, ένας τέτοιος ημιαυτόνομος τομέας ήταν και η μυστική αστυνομία, που υπαγόταν στη σφαίρα εξουσίας του Χίμμλερ. Μαζί μ’ όλα της τα παρακλάδια, αποτελούσε κεντρικό όργανο των Ες Ες και στυλοβάτη της ισχύος τους. Η ηγεσία των Ες Ες ήταν εξαρχής υπέρμαχος μιας μαχητικής εθνικοσοσιαλιστικής ορθοδοξίας. Στήριζε με πάθος την απόφαση να εξοντωθούν οι Εβραίοι, απόφαση του ίδιου του Χίτλερ. Αυτό σήμαινε για την ίδια ένα σημαντικό προβάδισμα σε σχέση με τις ανταγωνιζόμενες για εξουσία φατρίες στην αυλή του Φύρερ. Κατ’ αρχάς, εξασφάλιζε γι’ αυτούς μια τεράστια διεύρυνση της σφαίρας δράσης του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο. Άλλωστε, η συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων —ή, για να χρησιμοποιήσουμε την επίσημη ονομασία της, η «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος»— συγκαταλεγόταν ανέκαθεν στις βασικές προτεραιότητες του Χίτλερ. Άνθρωποι σαν τον Χίμμλερ, τον Άιχμαν και τους υφισταμένους τους, που είχαν αναλάβει να φέρουν σε πέρας αυτή την αποστολή, μπορούσαν να υπολογίζουν στη συμπάθεια και την υποστήριξη του Φύρερ. Στο πλαίσιο του ναζιστικού καθεστώτος, κάτι τέτοιο ενίσχυε τη θέση και το κύρος τους.
Ωστόσο, η πλήρης υλοποίηση αυτής της πολιτικής χρειάστηκε χρόνο. Κατ’ αρχάς, έπρεπε πρώτα να αναπτυχθούν οι κατάλληλες τεχνικές λύσεις και να βρεθούν αποτελεσματικές διοικητικές δομές. Τα πογκρόμ —ο παραδοσιακός τρόπος διωγμού των Εβραίων— είχαν εκλείψει στη Γερμανία. Οι Ναζί προχώρησαν στην αναβίωσή τους. Τώρα, υπό την εποπτεία των Ες Ες, οργανώθηκαν αποτελεσματικότερα και σε τεράστια κλίμακα. Ήδη το 1941, και ενώ τα γερμανικά στρατεύματα προήλαυναν στην Ανατολή, τα Ες Ες κι άλλες στρατιωτικές μονάδες δολοφονούσαν συστηματικά όλους τους Εβραίους που κατάφερναν να συλλάβουν στις κατακτημένες πόλεις και χωριά. Περίπου 32.000 Εβραίοι θανατώθηκαν βίαια στο Βίλνιους, 34.000 στο Κίεβο και, συνολικά, περίπου 220.000 στα πρώην κράτη της Βαλτικής. Παντού όπου έκαναν την εμφάνισή τους, στην Πολωνία, τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό στα Βαλκάνια, τα γερμανικά στρατεύματα καταδίωκαν τους Εβραίους και δολοφονούσαν όσους περισσότερους μπορούσαν.
Τα πογκρόμ ως μέθοδος εξολόθρευσης είχαν μειονεκτήματα. Έδιναν συχνά λαβή σε αρνητικά σχόλια. Ήταν θορυβώδη, δημιουργούσαν άβολες καταστάσεις και δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Πάντοτε κάποιοι Εβραίοι κατάφερναν να ξεφύγουν. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ολοσχερούς εξόντωσης, χρειαζόταν μια πιο εύτακτη, λιγότερο δημόσια και λιγότερο αυτοσχέδια μέθοδος μαζικής δολοφονίας. Απαιτούνταν δηλαδή μια συνολική οργάνωση με τέτοια συνοχή που να μην επιτρέπει σε κανέναν Εβραίο στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη να ξεγλιστρήσει απ’ τα δίχτυα της· μια οργάνωση τόσο καλά συγκροτημένη που η παραμικρή της κίνηση να υπόκειται στον αποκλειστικό έλεγχο της Γκεστάπο και του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων χωρίς την εμπλοκή αξιωματικών της Βέρμαχτ ή οποιουδήποτε άλλου εξωγενούς παράγοντα. Έτσι, πέρα από τις παλαιότερες, στρατιωτικές μεθόδους εκτέλεσης διά τουφεκισμού και τις διάφορες άλλες μορφές άμεσης φυσικής βίας, οι υψηλόβαθμοι αρμόδιοι αξιωματικοί της Γκεστάπο ανέπτυξαν μια νέα, πιο διακριτική μέθοδο δολοφονίας, η οποία, με την κατάλληλη οργάνωση, απαιτούσε ελάχιστη άμεση βία και επέτρεπε την ταυτόχρονη θανάτωση χιλιάδων ανθρώπων με το τράβηγμα ενός μοχλού. Ταυτόχρονα, έδινε τη δυνατότητα στα στελέχη των Ες Ες να καθοδηγούν και να επιβλέπουν την όλη διαδικασία από απόσταση. Αναφέρομαι στη δολοφονία σε θαλάμους αερίων.
Συγκρινόμενη με τα πογκρόμ και τις παραδοσιακές στρατιωτικές μεθόδους, αυτή η νέα μορφή εξόντωσης σηματοδοτούσε για την όλη διαδικασία ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού και της γραφειοκρατικοποίησης. Τα πειράματα με δηλητηριώδη αέρια για την απολύμανση των στρατοπέδων ή για τον γρήγορο θάνατο όσων ανθρώπων οι Ναζί έκριναν ακατάλληλους να ζουν, είχαν δείξει τον δρόμο.1 Εξάλλου, ήδη απ’ το 1925, στο βιβλίο του Ο αγών μου, ο Χίτλερ, ο οποίος είχε υπάρξει και ο ίδιος θύμα επίθεσης με αέρια κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε προτείνει τη χρήση δηλητηριωδών αερίων για τη μαζική δολοφονία Εβραίων.
Μετά από μερικές πειραματικές δοκιμές, ο πρώτος μόνιμος θάλαμος αερίων άνοιξε γύρω στα τέλη του 1941 σε ένα στρατόπεδο κοντά στο Πόζναν. Την πρώτη αυτή εγκατάσταση ακολούθησαν άλλες. Παράλληλα με τον στρατό που συνέχιζε να δολοφονεί τους Εβραίους εν ψυχρώ, το κύριο βάρος της εξόντωσής τους είχε πια αναλάβει ένας μικρός αριθμός στρατοπέδων εξοπλισμένων με ειδικές εγκαταστάσεις. Απ’ αυτά τα στρατόπεδα δεν υπήρχε διαφυγή. Με τη χρήση των θαλάμων αερίων, η εξολόθρευση των Εβραίων της κατεχόμενης Ευρώπης μπορούσε πλέον να επιταχυνθεί. Η όλη διαδικασία μπορούσε τώρα να περιοριστεί σε συγκεκριμένη μέρη, πράγμα που διευκόλυνε το έργο του διοικητικού ελέγχου. Εφεξής, οι Εβραίοι στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης υπό την άμεση εποπτεία του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο. Οι αυξημένες αρμοδιότητες και το ενισχυμένο κύρος του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων συνέχισε να προκαλεί τριβές στις σχέσεις του με τους άλλους φορείς του κρατικού μηχανισμού. Χρειάστηκε χρόνος —πέραν των υλικών εμποδίων— πριν διαμορφωθούν οι κατάλληλες διοικητικές τεχνικές που θα επέτρεπαν την εύρυθμη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Αυτές οι διοικητικές δυσκολίες —μεταξύ άλλων και το πρόβλημα του ποιος θα λογιζόταν ως Εβραίος— επιλύθηκαν τελικά σε μια σύσκεψη του στενού ηγετικού επιτελείου την οποία συγκάλεσε ο αναπληρωτής του Χίμμλερ τον Ιανουάριο του 1942. Σ’ αυτή τη συνάντηση διατυπώθηκαν οι οριστικές κατευθυντήριες γραμμές για την εξολόθρευση των Εβραίων. Οι αρμοδιότητες του γραφείου του Άιχμαν καθορίστηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια και η εξουσία του ενισχύθηκε. Το τμήμα του παρέμεινε σε πλήρη λειτουργία μέχρι τον Οκτώβρη του 1944. Τότε ο Χίμμλερ διέταξε —όχι με πλήρη επιτυχία— να σταματήσει η δολοφονία των Εβραίων και να βελτιωθούν οι συνθήκες στα στρατόπεδα θανάτου. Εκείνη την εποχή, ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο. Ο Χίμμλερ είχε προφανώς την ελπίδα ότι οι Σύμμαχοι θα τον άφηναν ανενόχλητο, αν τους παρέδιδε ζωντανούς τους εναπομείναντες Εβραίους. Όπως εξηγούσε στις αρχές του 1945 στους αυστριακούς γκαουλάιτερ, οι Εβραίοι ήταν το πολυτιμότερο όπλο του.
Από τα τέλη του 1939 μέχρι τις αρχές του 1945, 9 με 10 εκατομμύρια Εβραίοι βρέθηκαν υπό τον έλεγχο της ναζιστικής Γερμανίας. Απ’ αυτούς, γύρω στα 5 εκατομμύρια εκτελέστηκαν, δηλητηριάστηκαν με αέρια, πεθάναν από ασιτία ή θανατώθηκαν με άλλο τρόπο.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο μόνος λόγος για τον οποίο έμεινε ημιτελής η απόπειρα εξολόθρευσης του συνόλου του εβραϊκού πληθυσμού στα εδάφη που βρίσκονταν υπό γερμανική εξουσία ήταν η ήττα της Γερμανίας. Δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση για τη μοναδική υποστροφή στη βαρβαρότητα που σημειώθηκε μεταξύ των πολιτισμένων κοινωνιών του 20ού αιώνα. Μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε και άλλα, παρόμοια παραδείγματα. Απ’ όλες όμως τις περιπτώσεις τέτοιας υποστροφής, αυτή ήταν ίσως η πιο σημαντική. Κανένα άλλο παράδειγμα δεν αποτυπώνει τόσο ανάγλυφα πόσο ευάλωτος είναι ο πολιτισμός· κανένα άλλο δεν μας υπενθυμίζει τόσο εμφατικά τους κινδύνους που γεννούν οι σύγχρονες διαδικασίες ανάπτυξης και το γεγονός ότι οι διαδικασίες ανάπτυξης μπορούν, όχι μόνο να συμβαδίζουν με διαδικασίες παρακμής, αλλά και ότι οι δεύτερες ενδέχεται να επικρατούν έναντι των πρώτων.
Οι γνώσεις μας για τις συνθήκες που οδηγούν στην ενδυνάμωση της ανθρώπινης ροπής προς τη βαρβαρότητα είναι ακόμη υποτυπώδεις. Σπανίως αναζητούμε εξηγήσεις που να επικαλούνται κάτι άλλο πέρα από τη ανθρώπινη μοχθηρία. Το πραγματολογικό πρόβλημα εξακολουθεί να επισκιάζεται από το ηθικό. Επικρατούν οι ένθεν και ένθεν αντιπαραθέσεις αλλά και η πικρία και η θλίψη που γεννά η θύμηση των νεκρών.
Το να διεισδύσει κανείς στο πραγματολογικό πρόβλημα και στα διάφορα επίπεδα εξήγησής του δεν είναι κάτι εύκολο. Ακόμη και το γιατί οι Ναζί αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού που βρέθηκε υπό τον έλεγχό τους σπανίως κατανοείται και διερευνάται ως ένα καθαρά πραγματολογικό ζήτημα το οποίο επιδέχεται πραγματολογική απάντηση. Επικρατεί σύγχυση.
Ένα σύμπτωμα αυτής της σύγχυσης είναι η σιωπηρή παραδοχή στην οποία συχνά προβαίνουν τα μέλη των παλαιότερων βιομηχανικών εθνών πως αποτελεί μέρος της φύσης τους να συμπεριφέρονται με πολιτισμένο τρόπο — λίγο-πολύ όμοια με τους αριστοκράτες που σιωπηρά θεωρούσαν έμφυτους τους ιδιαίτερους τρόπους συμπεριφοράς τους. Μερικές φορές μάλιστα, στον τρόπο που μιλούν και σκέφτονται, αυτοπροσδιορίζονται ως μέλη των «πολιτισμένων φυλών» κατ’ αντιδιαστολή προς τις «απολίτιστες φυλές», ως εάν η πολιτισμένη συμπεριφορά να ήταν ένα έμφυτο χαρακτηριστικό συγκεκριμένων ανθρώπινων ομάδων, ενώ άλλων όχι. Στην πεποίθηση αυτή, ότι ο πολιτισμός είναι μια φυσική κληρονομιά των ευρωπαϊκών εθνών, οφείλεται εν μέρει η αντίδραση πολλών μπροστά στο φαινόμενο της εθνικοσοσιαλιστικής υποστροφής στη βαρβαρότητα: αρχικά με δυσπιστία —«αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην Ευρώπη»— κι εν συνεχεία με κατάπληξη και θλίψη — «πώς είναι δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο σε μια πολιτισμένη χώρα;». Η εμπειρία έμοιαζε να δικαιώνει τις πολλές εκείνες ψελλίζουσες φωνές που έκαναν λόγο για την αναπόφευκτη παρακμή του δυτικού πολιτισμού και που απειλούσαν να υπονομεύσουν πλήρως την ήδη κλονισμένη πίστη στην αέναη πρόοδο και ανωτερότητά του. Πράγματι, όσοι από παιδιά είχαν γαλουχηθεί με την ιδέα ότι ο ανώτερος πολιτισμός τους ήταν μέρος της «φύσης» τους ή της «φυλής» τους ήταν πολύ πιθανό να καταλήξουν σε απόγνωση και να οδηγηθούν στο ακριβώς αντίθετο άκρο όταν, ως ενήλικες, αντιλαμβάνονταν πως η πραγματικότητα διέψευδε αυτή την κολακευτική πεποίθηση. Κάθε πόλεμος αποτελεί, προφανώς, μια υποστροφή στη βαρβαρότητα.
Ωστόσο, μέχρι εκείνη την εποχή, οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι παρέμεναν υποστροφές σχετικά περιορισμένης έκτασης. Ορισμένοι στοιχειώδεις κανόνες πολιτισμένης συμπεριφοράς εξακολουθούσαν να τηρούνται, ακόμα και στη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου. Πλην λίγων εξαιρέσεων, δεν είχε εκλείψει πλήρως ένας πυρήνας αυτοσεβασμού ο οποίος αποτρέπει τον παράλογο βασανισμό του εχθρού και σου επιτρέπει να ταυτιστείς μαζί του, στο μέτρο που αυτός αποτελεί συνάνθρωπό σου, και να τον συμπονέσεις για την οδύνη του.
Η στάση των Ναζί απέναντι στους Εβραίους δεν εμπεριείχε τίποτε από τα παραπάνω. Στο συνειδητό επίπεδο τουλάχιστον, τα βάσανα, ο πόνος και ο θάνατος ενός Εβραίου δεν έμοιαζε να σημαίνουν τίποτε περισσότερο απ’ αυτά μιας μύγας. Σε συνδυασμό με τον όλο τρόπο ζωής που οι Ες Ες επιφύλαξαν για τους εαυτούς τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις συνθήκες διαβίωσης που επέβαλαν στους αιχμαλώτους τους, η μαζική δολοφονία του εβραϊκού λαού ήταν, όπως ειπώθηκε, κατά πάσα πιθανότητα η σημαντικότερη υποστροφή στη βαρβαρότητα στην Ευρώπη του 20ού αιώνα.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι οι Ναζί αποφάσισαν τη λήψη αυτών των μέτρων εξαιτίας του πολέμου. Ωστόσο, μολονότι η εξόντωση των Εβραίων συντελέστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου κι εν μέρει διευκολύνθηκε απ’ αυτόν, δεν είχε καμία σχέση με τη διεξαγωγή του. Δεν ήταν πράξη πολέμου. Ο Άιχμαν, και άλλοι, τη συνέκριναν με τον σκοτωμό άμαχων Ιαπώνων από τις πρώτες αμερικανικές ατομικές βόμβες. Όμως οι Ιάπωνες είχαν επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες· το Περλ Χάρμπορ είχε προηγηθεί της Χιροσίμα. Η επίθεση των Εθνικοσοσιαλιστών στους Εβραίους στερούνταν σχεδόν πλήρως την αμοιβαιότητα εκείνη που, σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις, προσδίδει ένα στοιχείο ρεαλισμού στην εχθρότητα και στους ομαδικούς σκοτωμούς κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Το μίσος που έτρεφαν οι Γερμανοί για τους Εβραίους ήταν σ’ εκείνη τη φάση ένα μίσος απρόκλητο. Οι περισσότεροι Εβραίοι αδυνατούσαν να εξηγήσουν γιατί οι Γερμανοί τούς αντιμετώπιζαν σαν τον χειρότερο εχθρό τους. Ο μόνος τρόπος που είχαν για να εξηγήσουν ό,τι συνέβαινε ήταν να επικαλεστούν τη δική τους παράδοση. Οι Εβραίοι διώκονταν σχεδόν από καταβολής κόσμου. Ο Χίτλερ ήταν ένας νέος Αμάν, ένας μεταξύ πολλών άλλων, ίσως λίγο πιο επικίνδυνος από τους προηγούμενους. Η στρατιωτική χρησιμότητα των πογκρόμ και των θαλάμων αερίων ήταν απολύτως μηδενική. Όλες οι πληθυσμιακές ομάδες στα κατεχόμενα τμήματα της Ευρώπης συνιστούσαν μια ορισμένη απειλή για τους γερμανούς κατακτητές και εκμεταλλευτές τους· οι διάσπαρτες εβραϊκές ομάδες δεν ήταν περισσότερο επικίνδυνες από τους υπόλοιπους πληθυσμούς. Ο θάνατός τους δεν απελευθέρωνε γη προς όφελος των γερμανών εποίκων. Δεν ενίσχυε κατ’ ελάχιστο την πολιτική ισχύ των Ναζί εντός της Γερμανίας ή τη θέση της χιτλερικής Γερμανίας στη διεθνή σκηνή. Πριν την αναρρίχηση των Ναζί στην εξουσία, οι επιθέσεις εναντίον των Εβραίων είχαν κάποια κοινωνική λειτουργία συνδεόμενη με τις τριβές και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του γερμανικού λαού· η δολοφονία τους, όμως, κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν είχε καμία τέτοια κοινωνική λειτουργία. Στο επίπεδο της προπαγάνδας, η αξία του θανάτου των Εβραίων ήταν σ’ εκείνη τη φάση αμελητέα ή αρνητική. Κατά κανένα τρόπο δεν αντιστάθμιζε το αξιοσημείωτο κόστος σε εργατικό δυναμικό και υλικούς πόρους που απαιτούσε η μεταφορά και δολοφονία εκατομμυρίων Εβραίων — πόσω μάλλον μέσα στη δίνη του πολέμου, όταν το κόστος αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς για το το τι πραγματικά συνέβη, τόσο εμφανέστερο γίνεται ότι οι συνήθεις εξηγήσεις μας είναι ανεπαρκείς.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το ερώτημα γιατί στις αρχές του πολέμου η ναζιστική ηγεσία αποφάσισε την εξόντωση του συνόλου των Εβραίων στις περιοχές που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της έχει μια απλή και εύκολη απάντηση. Ωστόσο, στα μάτια πολλών ανθρώπων, η απάντηση αυτή δεν φαίνεται να βγάζει νόημα. Πέρα από κάποιους παρεμπίπτοντες λόγους, π.χ. ότι ο Χίμμλερ, ο επικεφαλής των Ες Ες, και η φατρία του ενισχύθηκαν στους συνεχείς διαγκωνισμούς για μια θέση στα ανώτατα κλιμάκια του κράτους και του Κόμματος, η απόφαση για την εφαρμογή της «Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος» εξακολουθεί να μην έχει για εμάς «ορθολογικό» ή «πραγματιστικό» έρεισμα, σύμφωνα με τη σημασία που συνήθως αποδίδουμε σ’ αυτούς τους όρους. Επρόκειτο απλώς για την υλοποίηση μιας βαθιά ριζωμένης πεποίθησης με κεντρική σημασία για το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα ήδη από τις απαρχές του. Σύμφωνα με αυτή την πεποίθηση, το τωρινό και το μελλοντικό μεγαλείο της Γερμανίας και ολόκληρης της «άριας φυλής», ύψιστη ενσάρκωση της οποίας ήταν ο γερμανικός λαός, απαιτούσε «φυλετική καθαρότητα». Κι αυτή η βιολογικά εννοούμενη «καθαρότητα» απαιτούσε με τη σειρά της τον εκτοπισμό και, αν κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο, τον αφανισμό κάθε «κατώτερης» και εχθρικής ανθρώπινης ομάδας που θα μπορούσε να μολύνει «τη φυλή» — προπάντων, όσων είχαν εβραϊκή καταγωγή.
Ο Χίτλερ κι οι οπαδοί του δεν είχαν ποτέ αποκρύψει την πεποίθησή τους ότι οι Εβραίοι αποτελούσαν τον πιο επικίνδυνο εχθρό τόσο για τους ίδιους όσο και για τη Γερμανία. Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες αποδείξεις γι’ αυτό. Αποτελούσε απλώς πεποίθησή τους ότι τούτο υπαγόρευε η φύση, η τάξη του κόσμου και ο δημιουργός της. Πίστευαν ότι οι Εβραίοι, λόγω των έμφυτων φυλετικών χαρακτηριστικών τους, ήταν γεννημένοι να μισούν τον ανώτερο άριο γερμανικό λαό αλλά και προορισμένοι να τον αφανίσουν, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Επομένως, όποιος επιθυμούσε να σώσει την κορωνίδα του ανθρώπινου γένους, την άρια φυλή, απ’ την απειλή των Εβραίων και των άλλων κατώτερων «φυλών» όφειλε να θεωρεί ως ευγενέστερο καθήκον και αποστολή του τον αφανισμό αυτού του λαού. Οι ομιλίες του Χίτλερ και πολλών εθνικοσοσιαλιστών ηγετών, όπως και το σύνολο της εθνικοσοσιαλιστικής γραμματείας, μαρτυρούν τη δύναμη και τη συνεκτικότητα αυτού του δόγματος. Εκεί μπορεί κανείς να διαβάσει ότι όλα τα δεινά στα οποία είχε περιπέσει η Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης της ήττας του 1918, της Συνθήκης των Βερσαλλιών και των επαχθών της όρων, μπορούσαν σε τελική ανάλυση να αποδοθούν σε εβραϊκές μηχανορραφίες.2 Μπορεί επίσης να διαβάσει πώς μια εβραϊκή συνωμοσία εμπόδισε τη Γερμανία να ορθοποδήσει μετά την ήττα· πώς Εβραίοι πολεμοκάπηλοι επανειλημμένα επιχείρησαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να σπείρουν τη διχόνοια ανάμεσα στη Γερμανία και τις άλλες χώρες και πώς τα σχέδιά τους ματαιώθηκαν το 1938, όταν ο Τσάμπερλεν επισκέφθηκε το Μόναχο· πώς ο παγκόσμιος Εβραϊσμός αντέδρασε οργισμένα σ’ αυτή την αποτυχία και ενέτεινε τις προσπάθειές του, πετυχαίνοντας τελικά το 1939 να συνασπίσει έναν σημαντικό αριθμό γειτονικών εθνών, στρέφοντάς τα εναντίον της Γερμανίας, προς εξυπηρέτηση των εβραϊκών συμφερόντων. Όλα αυτά είχαν επανειλημμένα διατυπωθεί με διαφορετικά λόγια. Η πάταξη της εβραϊκής συνωμοσίας αποτελούσε τον πολλάκις διακηρυγμένο στόχο του Χίτλερ και του ναζιστικού κινήματος. Ήδη απ’ τις απαρχές του κινήματος, ο στόχος αυτός εκφράστηκε με δημώδη συνθήματα όπως «Ψόφα Ιούδα!» και σε κείμενα που υπόσχονταν τη μεγάλη ανατροπή «όταν απ’ τη λεπίδα κυλήσει αίμα εβραϊκό, όλα θα ξαναφτιάξουν με τρόπο μαγικό».
Σε μια κοινωνία όπου πολλοί εξακολουθούσαν να απαξιώνουν τις μη βίαιες μορφές πολιτικής, η τελική επικράτηση του Χίτλερ οφείλεται, μεταξύ άλλων σημαντικών παραγόντων, στις απροκάλυπτες απειλές και στη συστηματική χρήση φυσικής βίας. Αν και η «φυλετική καθαρότητα» της Γερμανίας και η εξόντωση των πληθυσμών «κατώτερης» καταγωγής —προπαντός εβραϊκής— κατείχαν κεντρική θέση στο πολιτικό πρόγραμμα των Ναζί, οι ίδιοι ανέβαλλαν την πλήρη υλοποίηση των λογικών συνεπειών αυτών των στόχων για όσο διάστημα έκριναν αναγκαίο να συνυπολογίζουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των πράξεών τους στην κοινή γνώμη των άλλων χωρών. Ο πόλεμος, όμως, ήρε αυτές τις επιφυλάξεις. Στο εσωτερικό της Γερμανίας, ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα είχαν πλέον εδραιώσει την κυριαρχία τους: ήταν οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες ενός έθνους σε καιρό πολέμου. Ήταν πλέον πολύ δύσκολο για έναν ξένο παρατηρητή να δει αυτά που δεν έπρεπε. Υπ’ αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, ο Χίτλερ και οι στενότεροι συνεργάτες του αποφάσισαν την εφαρμογή όσων πίστευαν και από καιρό διακήρυσσαν. Αποφάσισαν να εξοντώσουν μια για πάντα όλους τους ανθρώπους εβραϊκής καταγωγής, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Στη μεταπολεμική Γερμανία, στο «μεγάλο γερμανικό Ράιχ» για το οποίο αγωνίζονταν, δεν είχε θέση καμιά εβραϊκή συνωμοσία· το γερμανικό αίμα δεν θα μολυνόταν πλέον απ’ το εβραϊκό.
Το ερώτημα, λοιπόν, γιατί στις αρχές του πολέμου δρομολογήθηκε η συστηματική δολοφονία του συνόλου των Εβραίων, δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί. Τόσο η ίδια η απόφαση όσο και η υλοποίησή της απέρρεαν ευθέως από ένα κεντρικό δόγμα του ναζιστικού συστήματος πεποιθήσεων. Ο Χίτλερ κι οι οπαδοί του δεν είχαν αποκρύψει ποτέ ούτε την απόλυτη και αμετάκλητη έχθρα τους εναντίον των Εβραίων ούτε την επιθυμία να τους αφανίσουν. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη το ότι, όταν έπαψαν να θεωρούν μεγάλο το ρίσκο, προχώρησαν τελικά από την επιθυμία για καταστροφή στην πραγματοποίησή της.
Εκείνο που προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη είναι ότι για πολύ καιρό, λίγοι μόνο άνθρωποι και, πάνω απ’ όλα, λίγοι πολιτικοί άνδρες στις ηγέτιδες δυνάμεις, μπορούσαν να φανταστούν ότι οι Ναζί θα πραγματοποιούσαν κάποια στιγμή τις εξαγγελίες τους. Τότε, όπως και σήμερα, ήταν ευρέως διαδεδομένη η τάση να υποτιμώνται οι πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις, να θεωρούνται σκέτες φλυαρίες — «ιδεολογήματα», με μόνο ουσιαστικό περιεχόμενο, στην πραγματικότητα, τα συμφέροντα των ομάδων που τα πρέσβευαν, όπως αυτά κατανοούνταν από τις εκάστοτε ομάδες. Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή, οι δραστηριότητες και οι επιδιώξεις των κοινωνικών ομάδων πρέπει πρωταρχικά να ερμηνεύονται με κριτήριο τα τρέχοντα συλλογικά συμφέροντά τους, ενώ οι διακηρυγμένοι στόχοι και θέσεις τους δεν έχουν παρά δευτερεύουσα εξηγητική αξία, στον βαθμό που υπηρετούν αυτά τα συμφέροντα, τα οποία και συχνά συγκαλύπτουν.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλές προσπάθειες να ερμηνευτεί η δολοφονία εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί ξεκινούν με την προσδοκία ότι θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε κάποια πραγματιστικά «συμφέροντα» τα οποία η πολιτική αυτή υπηρετούσε. Αναζητώνται, δηλαδή, κίνητρα που να μπορούν να θεωρηθούν λίγο-πολύ «ορθολογικά» και τα οποία να εξυπηρετούν έναν «πραγματιστικό» στόχο, έναν στόχο διαφορετικό από την υλοποίηση απλώς και μόνο μιας πεποίθησης. Ως τέτοια «ορθολογικά» κίνητρα παρουσιάζονται π.χ. η εξάλειψη των δυνητικών οικονομικών ανταγωνιστών και η δημιουργία νέων ευκαιριών πλουτισμού για τα μέλη του Κόμματος· επίσης, η εμπέδωση του αισθήματος ενότητας ανάμεσα στους οπαδούς ενός συλλογικού φορέα με τη διοχέτευση κάθε δυσαρέσκειας προς έναν εξωτερικό αποδιοπομπαίο τράγο· τέλος, απλά η βελτίωση των προοπτικών για επικράτηση στον πόλεμο με την εξόντωση όσο το δυνατόν περισσότερων εχθρών.
Βάσιμα θα υπέθετε κανείς ότι κάποια από τα παραπάνω, ή άλλα παρόμοια, «πραγματιστικής φύσεως» συμφέροντα λειτούργησαν εν μέρει ως κίνητρα για την αντισημιτική προπαγάνδα των Ναζί και συνέβαλαν στην ανάληψη ανθεβραϊκών μέτρων κατά την περίοδο αναρρίχησης των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, αλλά και αργότερα, όταν ο Χίτλερ κυβερνούσε μεν την Γερμανία, αλλά η εξουσία του δεν είχε ακόμα εδραιωθεί. Ωστόσο, ελάχιστα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η απόφαση να φονευθεί το σύνολο των Εβραίων και αργότερα να αναληφθεί η επίπονη και δαπανηρή προσπάθεια που απαιτούνταν για την επίτευξη αυτού του στόχου —πράγμα που πράγματι συνέβη κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν δηλαδή η ναζιστική εξουσία ήταν πια εδραιωμένη— βασίζονταν ουσιαστικά σε τέτοιου είδους «πραγματιστικής φύσεως συμφέροντα», με τις αντισημιτικές διακηρύξεις να αποτελούν απλώς ένα ιδεολογικό προπέτασμα καπνού. Σε τελική ανάλυση, διαπιστώνει κανείς ότι η μαζική δολοφονία των Εβραίων δεν εξυπηρέτησε κανέναν στόχο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ορθολογικός» και ότι οι Εθνικοσοσιαλιστές υποκινούνταν κυρίως απ’ τη δύναμη και τον ακλόνητο χαρακτήρα των πεποιθήσεών τους. Κι αυτό ακριβώς είναι το δίδαγμα που οφείλουμε να αντλήσουμε από τα γεγονότα.
Τούτο δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως, όταν ανορθολογικές αντιλήψεις διατυπώνονται δημόσια, αυτές πρέπει πάντοτε να εκλαμβάνονται στην ονομαστική τους αξία, ως ο κινητήριος μοχλός μιας συλλογικής δράσης. Yπάρχουν ωστόσο κοινωνικοί σχηματισμοί στους οποίους τούτες οι αντιλήψεις ασκούν αυτήν ακριβώς την επίδραση.3 Συχνά, οι δημόσια διακηρυγμένοι στόχοι και πεποιθήσεις δεν είναι τίποτε περισσότερο από δευτερεύοντα, το πολύ-πολύ, κίνητρα δράσης, ιδεολογικά όπλα ή ιδεολογικά προκαλύμματα. Συγκαλύπτουν στη συγκεκριμένη περίπτωση άλλα, στενότερα συμφέροντα, τα οποία στην εποχή μας περιγράφουμε ως «πραγματιστικά» και «ορθολογικά», ελλείψει προσφυέστερων όρων. Η ερμηνεία μιας συλλογικής δράσης με κριτήριο τους δημόσια διακηρυγμένους στόχους και πεποιθήσεις είναι σε αυτές τις περιπτώσεις απατηλή, παραπλανητική ή, έστω, ιδιαίτερα ατελής. Ορισμένες φορές, όμως, εκείνο που καθορίζει την εξέλιξη των γεγονότων δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας στόχος ο οποίος απορρέει από ένα σύνολο διακηρυγμένων πεποιθήσεων. Οι εν λόγω πεποιθήσεις πιθανώς να μην είναι «πραγματιστικής φύσεως»· μπορεί μάλιστα να είναι εξόχως «ανορθόλογες». Πιθανώς να έχουν ένα περιεχόμενο με τέτοια φαντασιακή δύναμη, ώστε η υλοποίηση των στόχων που επιβάλλονται από αυτές τις πεποιθήσεις να υπόσχεται στη δρώσα ομάδα μια μεγάλη άμεση συναισθηματική ικανοποίηση. Απ’ τη σκοπιά της κοινωνικής πραγματικότητας, και μακροπρόθεσμα, τούτο σημαίνει ότι η υλοποίηση των στόχων ίσως να μην προσφέρει κανένα άλλο όφελος στην ομάδα που τους ασπάζεται πέραν ακριβώς της εκπλήρωσης των εξαγγελλομένων. Μπορεί ακόμα και να τη βλάπτει. Η απόπειρα των Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ν’ αφανίσουν τους Εβραίους ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Υπήρξε ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα της δύναμης που μια πεποίθηση —εν προκειμένω, μια κοινωνική ή, καλύτερα, εθνική πεποίθηση— μπορεί να αποκτήσει πάνω στους ανθρώπους.
Τη δεκαετία του ’20 και του ’30 οι περισσότεροι άνθρωποι εντός και εκτός Γερμανίας ήταν ελάχιστα προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η εννοιολογική σκευή που διέθεταν τους οδηγούσε στην άποψη ότι, όση κι αν ήταν η φαντασιακή δύναμη του περιεχομένου των διακηρύξεων, σε βάθος χρόνου, οι φορείς εξουσίας —συμπεριλαμβανομένων των ηγετών και των πολιτικών ανδρών της οικουμένης— θα ευθυγραμμίζονταν με τη σκληρή «πραγματικότητα», με το αποκαλούμενο «πραγματικό τους συμφέρον». Όσο βάναυσα κι αν ήταν τα πιστεύω τους, όσο απόλυτο κι αν ήταν το μίσος που κήρυσσαν, στο τέλος θα αναγνώριζαν τα πλεονεκτήματα μιας μετριοπαθούς στάσης και θα υιοθετούσαν πιο «ορθολογικούς» και «πολιτισμένους» τρόπους διαχείρισης των καταστάσεων. Είναι προφανές ότι αυτός ο τρόπος σκέψης ήταν εντελώς εσφαλμένος και ότι εμπόδισε τους ανθρώπους να διαβλέψουν ότι ένα εθνικιστικό κίνημα, στο πρόγραμμα του οποίου η χρήση βίας και η ολική εξόντωση του εχθρού είχαν βαρύνουσα σημασία, και που τα μέλη του δεν έπαψαν ποτέ να υπογραμμίζουν την αξία της αγριότητας και της δολοφονίας, θα μπορούσε πράγματι να διαπράξει θηριωδίες και φόνους.
Δεν είναι σύνηθες να αναλαμβάνεται μια έρευνα που στόχος της είναι να ελέγξει τις αδυναμίες παλαιότερων τρόπων σκέψης και δράσης υπό το φως της μετέπειτα πορείας των γεγονότων. Αν όμως κάποιος επιθυμούσε να προσεγγίσει υπ’ αυτό το πρίσμα τις ιδέες, τις τάσεις και τις πεποιθήσεις όσων αιφνιδιάστηκαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη μαζική δολοφονία των Εβραίων, τότε θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη βασική αδυναμία της κυρίαρχης αντίληψης για τον σύγχρονο πολιτισμό, για την οποία κάναμε λόγο και προηγουμένως. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν αντιλαμβάνονταν τον πολιτισμό ως μια συνθήκη που για τη διατήρηση ή τη βελτίωσή της απαιτείται συνεχής και κοπιώδης προσπάθεια βασισμένη σε ένα ορισμένο επίπεδο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας της. Αντ’ αυτού, θεωρούσαν τον πολιτισμό, όπως και την «ορθολογικότητά» τους, ως κάτι το δεδομένο, ως ένα κεκτημένο, μόνιμο χαρακτηριστικό τους, ως πτυχή της έμφυτης ανωτερότητάς τους: άπαξ πολιτισμένος, εσαεί πολιτισμένος. Το ενδεχόμενο μιας κατάρρευσης του πολιτισμού, μιας παλινδρόμησης στην αγριότητα, εδώ και τώρα, δεν λαμβανόταν ποτέ στα σοβαρά. Έτσι, τόσο στη Γερμανία όσο και αλλού, κι αρχικά μ’ ένα βιαστικό ανασήκωμα των ώμων, έκρυβαν τις βάρβαρες διακηρύξεις και ενέργειες των Ναζί κάτω απ’ το χαλί, διότι τους φαινόταν αδιανόητο ότι άνθρωποι σε χώρες πολιτισμένες θα μπορούσαν να συμπεριφερθούν τόσο βάναυσα κι απάνθρωπα όσο οι εθνικοσοσιαλιστές δήλωναν ότι επρόκειτο να πράξουν, διακηρύσσοντας ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο και επιθυμητό για χάρη της πατρίδας τους. Όταν μέλη φυλών όπως οι Μάο Μάο στην Κένυα συσπειρώνονται πίσω από μια ιδέα που απαιτεί τη δολοφονία άλλων ανθρώπων, ο υπόλοιπος κόσμος, λόγω της εικόνας που έχει σχηματίσει για τους Μάο Μάο, είναι πλήρως προετοιμασμένος για την πιθανότητα αυτοί να πραγματοποιήσουν την απειλή τους και λαμβάνει τις κατάλληλες προφυλάξεις. Οι ίδιοι άνθρωποι, όταν μέλη περισσότερο προηγμένων βιομηχανικών κοινωνιών, όπως οι Ναζί, συνασπίζονται πίσω από μια όχι λιγότερο βάρβαρη ιδέα, τότε οδηγούνται, εξαιτίας των κληρονομημένων τρόπων σκέψης τους, στην εκτίμηση ότι οι Ναζί έχουν απλώς μια «ιδεολογία» και ότι δεν θα ενεργήσουν στην πράξη με την ίδια βαναυσότητα με αυτήν που χρησιμοποιούν στα λόγια τους. Έτσι είχαν τα πράγματα. Εξαιτίας της εννοιολογικής τους σκευής, οι παρατηρητές της γερμανικής σκηνής πριν αλλά και μετά το 1933 δεν υπολόγισαν ως πιθανό το ενδεχόμενο μιας γνήσιας υποστροφής στη βαρβαρότητα στους κόλπους των δικών τους κοινωνιών. Είχαν στη διάθεσή τους ειδικά εννοιολογικά εργαλεία για να χειριστούν σε θεωρητικό επίπεδο τις πιο ακραίες, τις πιο έντονα συναισθηματικά φορτισμένες αντιλήψεις που μπορούσαν να συναντήσουν σε πολιτικά κινήματα. Θεωρούσαν ότι ο Χίτλερ και οι συν αυτώ ήταν «δημαγωγοί», που χρησιμοποιούσαν τους Εβραίους σαν «αποδιοπομπαίους τράγους» στην προπαγάνδα τους, δίχως όμως να πιστεύουν απαραιτήτως όλα όσα υποστήριζαν. «Κατά βάθος», φαίνονταν να υπαινίσσονται, «αυτοί οι ναζιστές ηγέτες, όπως κι εμείς άλλωστε, γνωρίζουν καλά ότι πολλά απ’ όσα λένε είναι ανοησίες. Όταν τα πράγματα σοβαρεύουν», υπονοούσαν, «οι άνθρωποι αυτοί σκέφτονται και συμπεριφέρονται όπως κι εμείς. Χρειάζονται όλη αυτή την προπαγάνδα για να κατακτήσουν την εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος που συμπεριφέρονται έτσι». Εκλάμβαναν τις πεποιθήσεις των Ναζί ως ένα μέσο για την επίτευξη ενός ορθολογικού στόχου, ως ένα απλό εργαλείο της ναζιστικής ηγεσίας για την ενίσχυση της εξουσίας της. Και η επιδίωξη της εξουσίας, για όσους ήδη την κατέχουν ανά τον κόσμο, αποτελεί έναν κατεξοχήν «ορθολογικό» στόχο.
Όπως σήμερα, έτσι και τότε πολλοί άνθρωποι, ανάμεσα τους πολλοί πολιτικοί, αδυνατούσαν να καταλάβουν μια νοοτροπία που διέφερε από τη δική τους. Δεν φαντάζονταν πώς ήταν δυνατόν σε μια πολιτισμένη χώρα να προβάλλεται με σοβαρότητα ένα σύστημα πεποιθήσεων που δεν ήταν ούτε καν μετριοπαθώς πολιτισμένο. Εάν ένα κοινωνικό δόγμα ήταν απάνθρωπο, ανήθικο, αποτρόπαιο και ολοφάνερα λανθασμένο, το θεωρούσαν και ανειλικρινές: δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά ένας επίπλαστος στόχος τoν οποίo πρόβαλλαν φιλόδοξοι ηγέτες που ήθελαν απλώς να κερδίσουν τις μάζες για τους δικούς τους απώτερους σκοπούς. Ίσως να διαισθάνονταν ότι οι ηγέτες του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος ήταν άνθρωποι ημιμαθείς. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Χίτλερ και οι πιο στενοί του συνεργάτες πίστευαν βαθιά στα περισσότερα απ’ όσα έλεγαν.
Ακόμη και στις πιο προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες της εποχής μας, το χάσμα ανάμεσα στο υψηλότερο και στο χαμηλότερο επίπεδο μόρφωσης είναι εξαιρετικά ευρύ. Ο αριθμός των αναλφάβητων μπορεί να έχει μειωθεί, αλλά ο αριθμός των «ημιμαθών» έχει αυξηθεί. Μεγάλο μέρος των όσων λογίζονται ως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτισμού του 20ού αιώνα φέρουν τη σφραγίδα των τελευταίων. Πρόκειται για μια αναγκαία συνέπεια των ανεπαρκειών των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων, με όλη την απογοήτευση και τη σπατάλη δεξιοτήτων που συνεπάγονται.
Στους παραγόντες που λίγο-πολύ μοιάζει να συνετέλεσαν στην άνοδο του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος ανήκουν και τα ιδιόμορφα κοινωνικά χαρακτηριστικά που διέκριναν την ηγεσία του. Η πλειοψηφία των επικεφαλής του κόμματος ήταν, όντως, «ημιμαθείς». Επρόκειτο για ανθρώπους που, στο πλαίσιο της παλαιότερης τάξης πραγμάτων, θα θεωρούνταν ως «παρείσακτοι» ή αποτυχημένοι, πράγμα διόλου ασυνήθιστο για ένα κίνημα τέτοιου είδους. Διακατέχονταν συχνά από μια φιλοδοξία τόσο φλογερή που καθιστούσε αδύνατον για τους ίδιους να παραδεχθούν και ν’ ανεχθούν τις ανεπάρκειές τους. Το ναζιστικό σύστημα πεποιθήσεων, μ’ ένα λεπτό επίστρωμα ψευδοεπιστημονικότητας να καλύπτει μια πρωτόγονη και βάρβαρη εθνική μυθολογία, ήταν από τα πιο ακραία συμπτώματα της ηθικής και πνευματικής παρακμής μέσα στην οποία αναπτύχθηκε. Το γεγονός ότι δεν άντεχε στην κριτική των πιο μορφωμένων ανθρώπων και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είχε καμία απήχηση ανάμεσά τους πιθανώς να ήταν κι ένας από τους λόγους που αυτοί υποτίμησαν τη σοβαρότητα των πεποιθήσεων και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων που επενδύθηκαν σε αυτό. Λίγοι από τους κοινωνικούς και, ιδιαίτερα, τους εθνικούς μύθους της εποχής μας είναι απαλλαγμένοι από παρόμοια ψεύδη και βαρβαρότητες. Ο ναζισμός, σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, αποτύπωσε με τρόπο ωμό μερικά από τα κοινά γνωρίσματά τους.
Ο Χίτλερ και οι συν αυτώ ήταν αυθεντίες στη διαστρέβλωση και τη διασπορά προμελετημένων ψευδών. Το γεγονός ότι οι διακηρύξεις τους περιείχαν ισχυρές δόσεις μίσους, απάτης και υποκρισίας δεν ήταν καθόλου ασύμβατο με την ένθερμη πίστη τους στην έσχατη αλήθεια της ιδεολογίας τους. Στην πραγματικότητα, ο Εθνικοσοσιαλισμός συνδύαζε πολλά χαρακτηριστικά ενός θρησκευτικού κινήματος με τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού κόμματος. Το να το δούμε ως κάτι τέτοιο, ως ένα κίνημα που στηρίζεται σε μια πεποίθηση περιβεβλημένη με ειλικρινή πίστη, αποτελεί βασική προϋπόθεση για να κατανοήσουμε το τι συνέβη. Το ναζιστικό κίνημα ξεκίνησε ως σέχτα, ως ένα είδος θρησκευτικής αίρεσης. Ο ηγέτης της πίστευε εξαρχής στη μεσσιανική αποστολή του, την αποστολή που είχε για τη Γερμανία. Το ίδιο ίσχυε και για πολλά μέλη του κινήματος. Έχοντας ανέλθει σαν από θαύμα στην εξουσία ενόσω κορυφωνόταν μια παρατεταμένη κρίση, η βεβαιότητα που έτρεφαν για την αλήθεια των πεποιθήσεών τους, για την ορθότητα των μεθόδων τους και την προδιαγεγραμμένη επιτυχία της αποστολής τους έγινε απόλυτη και ακλόνητη.
Είναι κατανοητό ότι πολλοί εκπρόσωποι της παλαιότερης μορφωμένης ελίτ βίωσαν σαν αναπάντεχο σοκ την οπισθοδρόμηση που σημειώθηκε στα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος. Κι αυτό γιατί δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν κάτω από τα ψέμματα, κάτω από τα προπαγανδιστικά τεχνάσματα και την προμελετημένη ψευδολογία που επιστράτευσαν οι Ναζί κατά των εχθρών τους, την ειλικρινή πίστη των σημαιοφόρων του κινήματος σε ιδέες που για τους ίδιους ήταν είτε αμφισβητήσιμες είτε εξόφθαλμα παράλογες. Είχαν επίσης την τάση να θεωρούν τον πυρήνα του ναζιστικού συστήματος πεποιθήσεων, και ιδίως τον άγριο και ακραίο αντισημιτισμό του, ως προπαγάνδα και ως μια καλοσχεδιασμένη μέθοδο για τη συσπείρωση του γερμανικού λαού, σε καμία όμως περίπτωση δεν το έβλεπαν ως ένα βαθύ πιστεύω με θρησκευτική δύναμη.
Ακόμη και σήμερα, το χάσμα που χωρίζει τα «μορφωμένα» ανώτερα στρώματα, των οποίων οι τρόποι σκέψεις καθοδηγούν την ερμηνεία που δίνουν στα κοινωνικά γεγονότα, από τη μεγάλη μάζα των «λιγότερο μορφωμένων» ανθρώπων, που ερμηνεύουν αυτά τα γεγονότα με τρόπο πολύ διαφορετικό, παραμορφώνει την αντίληψη των πρώτων για τους δεύτερους. Εάν εξετάσουμε κάποιες απ’ τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη Γερμανία και οι οποίες ευνόησαν τους Ναζί, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί τόσοι πολλοί «μορφωμένοι» άνθρωποι, βασιζόμενοι στη σιωπηρή παραδοχή ότι η πολιτισμένη συμπεριφορά θα διατηρηθεί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δίχως αυτοί να καταβάλουν καμιά προσπάθεια, φάνηκαν τόσο απροετοίμαστοι μπροστά στην επερχόμενη κατάρρευση αυτού του πολιτισμού.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η άνοδος του Ναζισμού και του ναζιστικού συστήματος πεποιθήσεων θα παραμείνει ακατανόητη αν, όπως συχνά συμβαίνει, εστιάσουμε την προσοχή μας αποκλειστικά και μόνο στους συσχετισμούς που επικρατούσαν στη Γερμανία εκείνη την εποχή. Στο μυαλό έρχονται αμέσως συγκεκριμένες βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα εξελίξεις οι οποίες ευνόησαν την άνοδο του Ναζισμού και που έχουν συζητηθεί με διάφορες αφορμές στο παρελθόν, π.χ. η βαθιά οικονομική κρίση του 1930 και η όξυνση των ταξικών συγκρούσεων την οποία προκάλεσε. Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, τις προϋποθέσεις της ασυνήθιστης επιτυχίας αυτού του κινήματος, απαιτείται προπάντων να μελετήσουμε την πορεία που ακολούθησε η διαχρονική εξέλιξη της Γερμανίας.
Το ερώτημα που συχνά ανακύπτει στις συζητήσεις είναι γιατί το βιαιότερο μέχρι σήμερα ξέσπασμα βαρβαρότητας μεταξύ των προηγμένων βιομηχανικών εθνικών κρατών συνέβη στη Γερμανία και όχι κάπου αλλού. Ερμηνείες του ίδιου τύπου με αυτές που καλλιέργησαν οι Ναζί, όπως το ότι κάτι στη «φύση» των Γερμανών, μια «φυλετική» ή βιολογική κληρονομιά, ευθύνεται για την τροπή των πραγμάτων, μπορούμε να τις αγνοήσουμε ως φαντασιοκοπήματα. Επομένως, την απάντηση θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να την αναζητήσουμε στην κατεύθυνση που ανεπαρκώς χαρακτηρίζουμε με την έννοια του «ιστορικού» — δηλαδή κοινωνιοεξελικτικά, βάσει του πώς εξελίχθηκε η Γερμανία ως κοινωνία.
Τα προβλήματα αυτού του είδους δεν ερευνώνται συχνά. Αν και η de facto εξέλιξη της Γερμανίας προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για μια τέτοια έρευνα, αυτά παραμένουν στο μεγαλύτερο μέρος τους αναξιοποίητα. Δεν έχει ακόμα ερευνηθεί συστηματικά ποιοι από τους παράγοντες που συνετέλεσαν στη διαχρονική εξέλιξη της Γερμανίας και στη διαμόρφωση του λεγόμενου γερμανικού «εθνικού χαρακτήρα» συνέβαλαν στην άνοδο των Ναζί. Οι μέχρι τώρα γνώσεις μας σχετικά με τέτοιες μακρoχρόνιες διαδικασίες δεν μας επιτρέπουν τίποτα περισσότερο από τη σκιαγράφηση μιας θεωρίας, από το να προτείνουμε δηλαδή μια λογικά συνεπή υπόθεση. Θα έπρεπε ίσως επίσης να προσθέσουμε ότι η ιδιαιτερότητα της Γερμανίας δεν έγκειται τόσο στους μακροπρόθεσμους παράγοντες της εξέλιξής της αυτούς καθαυτούς, όσο στο γεγονός ότι τούτοι συνέπεσαν χρονικά αλλά και στα μοτίβα που προέκυψαν απ’ αυτή τη σύμπτωση.
Ας ξεκινήσουμε με κάποιες ιδιαιτερότητες του γεωγραφικού χώρου στον οποίο εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί. Αναμφίβολα, οι ιδιαιτερότητες αυτές αποτέλεσαν έναν σταθερό παράγοντα στην εξέλιξη της Γερμανίας. Οι γερμανικές περιοχές ανατολικά και δυτικά του Έλβα —όπως και τα πολωνικά εδάφη, αλλά όχι και τα εδάφη άλλων γειτονικών χωρών— ήταν δύσκολο να περιφρουρηθούν. Επιπλέον, η κοιτίδα του γερμανικού εθνικού κράτους, η πρώτη αυτοκρατορία υπό την ηγεμονία γερμανών Κάιζερ, είχε πολύ μεγάλη έκταση. Η μετεξέλιξη της Γερμανίας, αρχικά σε ενιαίο δυναστικό κράτος και κατόπιν σε ενιαίο εθνικό κράτος, συντελέστηκε με πολύ βραδείς ρυθμούς και με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά δυναστικά ή εθνικά κράτη, που ξεκίνησαν από μια πιο περιορισμένη κοιτίδα. Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό ήταν αναμφισβήτητα η τεράστια έκταση των περιοχών που οι Γερμανοί θεωρούσαν γερμανικές.
Το πλήθος και η διασπορά των πολιτικών μονάδων στις οποίες υποδιαιρέθηκε η πρώτη γερμανική αυτοκρατορία και οι ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις που δρούσαν στο εσωτερικό της είχαν ως αποτέλεσμα ότι, επί αιώνες, οι Γερμανοί πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. Ήταν μονίμως διχασμένοι και, κατά συνέπεια, σχετικά αδύναμοι και ευάλωτοι, την ίδια στιγμή που σε πολλά γειτονικά κράτη η ενοποίηση και ο συγκεντρωτισμός προχωρούσαν με σταθερό ρυθμό. Ο συνδυασμός αυτών των αντικειμενικών παραγόντων άφησε βαθιά ίχνη τόσο στην εικόνα που είχαν οι Γερμανοί για τον εαυτό τους όσο και στην εικόνα που είχαν γι’ αυτούς οι άλλοι λαοί. Εδώ έχει τη ρίζα του ο διακαής πόθος για ενότητα, ο οποίος, κατά τη διάρκεια περιόδων κρίσεως στη Γερμανία, επανερχόταν διαρκώς στο προσκήνιο, καθώς η εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στις κεντρομόλες και τις φυγόκεντρες δυνάμεις έτεινε γενικά να ευνοεί τις τελευταίες. Δεν είναι αναγκαίο σε τούτο το πλαίσιο να διερευνήσουμε το πώς πρέπει να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι εικόνες που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους, οι στάσεις και οι πεποιθήσεις τους επιβιώνουν στον χρόνο και μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη. Το γεγονός πάντως είναι ότι αυτού του είδους οι συνέχειες παίζουν τον δικό τους ρόλο στην εξέλιξη ενός έθνους, παρά τις ασυνέχειες και τις μεταβολές στις οποίες επικεντρώνονται οι σύγχρονες μέθοδοι ιστοριογραφίας.
Οι σωρευτικές εμπειρίες των διαδοχικών κατακερματισμών και, αντίστοιχα, η αυτοεικόνα των Γερμανών ως λαού ανίκανου να ζήσει χωρίς έριδες και φιλονικίες, βρήκαν έκφραση στον πόθο για έναν κυρίαρχο, έναν μονάρχη, έναν ισχυρό ηγέτη που θα κατάφερνε να αποκαταστήσει την ενότητα και την ομόνοια. Ως στοιχεία της γερμανικής αυτοεικόνας, αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία —ο φόβος για το κατά πόσο ήταν ικανοί να συμβιώσουν ειρηνικά και η προσδοκία για μια ισχυρή κεντρική εξουσία που θα έβαζε τέλος στη διχόνοια— με την πάροδο του χρόνου άλλαξαν χαρακτήρα και λειτουργία. Ωστόσο, σε συνδυασμό με άλλα μοτίβα προερχόμενα από τη γερμανική παράδοση πεποιθήσεων και νοοτροπιών, προλείαιναν το έδαφος για μια καινούργια προδιάθεση η οποία οδηγούσε σε έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίδρασης μπροστά στην τραυματική εμπειρία του κατακερματισμού. Η αίσθηση που επιβεβαιωνόταν ξανά και ξανά ήταν πως οι Γερμανοί, λόγω της ιδιοσυστασίας τους, ήταν καταδικασμένοι σ’ έναν τέτοιο κατακερματισμό, εκτός κι αν εμφανιζόταν ανάμεσά τους ένας ισχυρός άνδρας, ένας Κάιζερ ή ένας Φύρερ, ικανός να τους προστατεύσει όχι μόνον από τους εχθρούς τους αλλά και από τον εαυτό τους.
Στο πρόσφατο παρελθόν, αυτή η οξυμένη ευαισθησία των Γερμανών για τις μεταξύ τους συγκρούσεις και έριδες εκφράστηκε με την αποστροφή τους απέναντι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία χαρακτηριζόταν από τις αδιάκοπες εντάσεις και διενέξεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα. Ο κοινοβουλευτισμός μπορεί να λειτουργήσει μονάχα σε λαούς που έχουν ώς έναν βαθμό μάθει να ανέχονται και να διαχειρίζονται τις μεταξύ τους διαμάχες, σε λαούς όπου ο συγκρατημένος ανταγωνισμός μεταξύ των διαφορετικών κομμάτων γεννά ικανοποίηση και ενδεχομένως ευχαρίστηση, στο μέτρο που αντιμετωπίζεται σαν κάτι που προσδίδει νόημα και προοπτική στις προσωπικές τους φιλοδοξίες και που νοστιμίζει τη ζωή. Πολλοί Γερμανοί, όμως, σε συμφωνία με τον παραδοσιακό τους τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, βίωναν τις συγκρούσεις και τις αντεγκλήσεις μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων ή τις κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων ως κάτι το αποκρουστικό και συχνά ανυπόφορο. Δεν διέθεταν δικά τους κληρονομημένα πρότυπα που να τους υποδεικνύουν μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν στις εσωτερικές συγκρούσεις τους και ποιους συμβιβασμούς μπορούσαν να αποδεχτούν χωρίς να προδίδουν τα πιστεύω τους. Καθώς λοιπόν δεν διέθεταν αυστηρούς εσωτερικευμένους κανόνες για τις μεταξύ τους συγκρούσεις και τους μεταξύ τους συμβιβασμούς, ενδόμυχα φοβούνταν ότι οι συγκρούσεις αυτές θα ξέφευγαν από κάθε έλεγχο· ότι, αν αφήνονταν μόνοι, τότε είτε οι ίδιοι είτε οι αντίπαλοί τους θα οδηγούνταν στην αποχαλίνωση και τη διαφθορά.
Ο πόθος των Γερμανών για έναν εξωτερικό έλεγχο από κάποιον ισχυρό ηγέτη, πόθος που συχνά ενισχυόταν σε κρίσιμες περιστάσεις, ήταν στενά συνδεδεμένος με τα επισφαλή πρότυπα αυτοκυριαρχίας που είχαν κληρονομήσει από τις παραδόσεις τους. Ακόμη και τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 μπορούσε κανείς να ακούσει π.χ. ότι «δίχως μοναρχία ξεσπάει αναρχία» ή να συναντήσει άνδρες εξαιρετικά μορφωμένους και καλλιεργημένους οι οποίοι, με το σιβυλλικό χαμόγελο ανθρώπων που κατέχουν ένα μυστικό το οποίο δεν μπορούν ούτε να το μοιραστούν με άλλους ούτε και να τους το εξηγήσουν, έλεγαν ότι «η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να είναι μια χαρά για τους Αμερικανούς και τους Άγγλους, αλλά όχι για εμάς. Δεν ταιριάζει στους Γερμανούς. Εμείς χρειαζόμαστε έναν ισχυρό άνδρα που να μας κρατά πειθαρχημένους και να μας βάζει σε τάξη». Κατά νου είχαν εκείνο το είδος ενότητας που οι Γερμανοί ονειρεύονταν επί αιώνες: μια ενότητα τόσο απόλυτη που απέκλειε το παραμικρό ίχνος διχόνοιας.
Αν και η επιθυμία τους για απόλυτη ενότητα και για απόλυτη ομοψυχία ήταν πλέον συνυφασμένη με το εντελώς διαφορετικό πλαίσιο που οριοθετούνταν από ένα εθνικό κράτος με υψηλή βιομηχανική ανάπτυξη, ο πόθος τους για μια ιδεώδη ενότητα εξακολουθούσε να λειτουργεί ως ένα σταθερά επανερχόμενο leitmotiv του εθνικού αισθήματος. Οι ρίζες αυτής της νοσταλγίας βάθαιναν όλους αυτούς τους αιώνες που οι γερμανοί αυτοκράτορες ήταν αδύναμοι και οι πολυάριθμοι γερμανοί ηγεμόνες ισχυροί. Η αντιπάθεια με την οποία ευρύτεροι κύκλοι στη Γερμανία υποδέχθηκαν «όλο αυτό το κόλπο με τα κόμματα» (diese Parteiwirtschaft)πήγαζε απευθείας από την αντιπάθειά τους για τον κατακερματισμό του Ράιχ σε δεκάδες ανταγωνιστικά βασίλεια και πριγκιπάτα (diese Vielstaaterei). Επί αιώνες στο παρελθόν πολλοί Γερμανοί ονειρεύονταν έναν Κάιζερ, έναν ηγεμόνα, έναν κληρονομικό μονάρχη που θα έσωζε το δύστυχο και κατακερματισμένο έθνος τους. Τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, κάτω από διαφορετικές πια συνθήκες, πολλοί Γερμανοί ονειρεύονταν ξανά έναν τέτοιο ισχυρό ηγέτη, αδιαφορώντας για το αν θα ήταν ευγενής ή όχι — όπως αποδείχτηκε, η εποχή των ευγενών είχε πια παρέλθει. Οι συνέχειες που χαρακτηρίζουν μια εθνική παράδοση πεποιθήσεων και συμπεριφορών, μια «εθνική μυθολογία», ενισχυμένες από την επανάληψη παρόμοιων εθνικών εμπειριών, αποτελούν ισχυρό παράγοντα επηρεασμού της τωρινής συμπεριφοράς. Ο πόθος για ενότητα που είχε άλλοτε εκφραστεί με το όνειρο του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα άλλαξε με τη σειρά του μορφή ακολουθώντας τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Προσδέθηκε σε άλλες ηγετικές μορφές, με τελευταία τον ισχυρό άνδρα για την έλευση του οποίου μόχθησαν πολλοί Γερμανοί στο λυκόφως της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ελπίζοντας ότι θα έβαζε τέλος σε κάτι που βίωναν ως αποκρουστικό και ανυπόφορο: τις κομματικές διαμάχες μεταξύ των Γερμανών και τις αδικίες που, όπως πίστευαν, είχαν επιβάλει στο γερμανικό έθνος οι εχθροί του το 1918.
Σε αντίθεση με την εικόνα που κυριαρχεί σήμερα ευρύτατα, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία αποτελεί μια πανίσχυρη και δυνητικά επικίνδυνη δύναμη, από τον 15ο και τον 16ο αιώνα μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου η Γερμανία θεωρούνταν, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό, ως μια χώρα σχετικά αδύναμη. Η πολιτική αδυναμία του γερμανικού Ράιχ εκείνη την εποχή και η σχετική δύναμη κάποιων κρατιδίων του είναι δυνατόν να δώσουν την εντύπωση ότι δύσκολα θα μπορούσε να γίνει λόγος για «Γερμανία» πριν το 1871. Ωστόσο, εξ όσων μπορεί κανείς να διακρίνει, οι Γερμανοί δεν έπαψαν ποτέ να αισθάνονται Γερμανοί και να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι από τα μέλη άλλων εθνών, ασχέτως του αν κατάγονταν από την Πρωσία, το Ανόβερο, τη Βαυαρία ή άλλα μέρη του Ράιχ. Παρ’ όλα αυτά, η μακραίωνη ανισχυρία της πατρίδας τους είχε επηρεάσει βαθιά την αυτοεικόνα τους ως Γερμανών. Τα δύο αυτά στοιχεία, το ότι δηλαδή δεν σταμάτησαν ποτέ να αυτοπροσδιορίζονται ως Γερμανοί, σε συνδυασμό με το ότι η Γερμανία εξακολουθούσε να είναι σχετικά αδύναμη, ενίσχυσαν τον ονειρώδη χαρακτήρα της γερμανικής αυτοεικόνας και την αύρα του εξωπραγματικού που συχνά την περιέβαλλε. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ενισχύθηκε η τάση να οικοδομηθεί μια ιδεατή εικόνα της Γερμανίας, ένα ιδεατό «εμείς», το οποίο ήταν περισσότερο ιδεαλιστικό και αποκομμένο από την ειδεχθή πραγματικότητα απ’ ό,τι το αντίστοιχο σχεδόν κάθε άλλου έθνους. Ταυτόχρονα, ο ίδιος συνδυασμός επηρέασε σε όχι αμελητέο βαθμό τις αντιφάσεις και τις διακυμάνσεις που αποτελούν τυπικά γνωρίσματα της εθνικής αυτοσυναίσθησης των Γερμανών. Το κληρονομημένο αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, που συνοδευόταν συχνά από αγανάκτηση κι από ένα αίσθημα ταπείνωσης, αντικατοπτρίζονται στον υπέρμετρο τονισμό του μεγαλείου και της ισχύος τους μετά το 1871. Ανάλογες διακυμάνσεις γνώρισε και η αυτοεκτίμηση των Γερμανών μετά τους δύο γερμανικούς πολέμους του 20ού αιώνα. Αν και η αυτοεικόνα ενός έθνους μπορεί να διαφέρει σημαντικά από γενιά σε γενιά κι από κοινωνικό στρώμα σε κοινωνικό στρώμα, ακόμη κι αν τη συγκρίνουμε με αντίστοιχες αυτοεικόνες άλλων εθνών, μπορούμε να διακρίνουμε με μεγάλη ευκρίνεια τόσο τη συνέχεια όσο και τις ιδιαιτερότητες στην εξέλιξη του καθενός. Η χρήση του όρου Ράιχ στη Γερμανία αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα μιας τέτοιου είδους συνέχειας.4 Ο αντίστοιχος αγγλικός και γαλλικός όρος empire [αυτοκρατορία] δήλωνε σε αυτές τις χώρες κάτι στο οποίο σταδιακά εξελίχθηκαν τα προϋπάρχοντα δυναστικά βασίλεια. Στη Γερμανία, η λέξη Ράιχ σήμαινε κάτι που οι Γερμανοί είχαν χάσει. Η μεγάλη γερμανική αυτοκρατορία του παρελθόντος διατηρούνταν ζωντανή στη μνήμη τους. Έννοιες όπως το «Ράιχ» συνέβαλαν στη διαιώνιση αυτής της ανάμνησης. Οι μεταγενέστερες μορφές κράτους παρουσιάστηκαν ως αναβιώσεις της παλαιάς αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι η ιδεατή εικόνα ενός «Τρίτου Ράιχ» ασκούσε μεγάλη έλξη σε πολλούς Γερμανούς αποδεικνύει πόσο δυνατή ήταν η ανάμνηση του παλαιού «Πρώτου Ράιχ» ως συμβόλου του χαμένου μεγαλείου της Γερμανίας. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της εικόνας που είχαν οι Γερμανοί για τον εαυτό τους.
Το επιλεκτικό περίγραμμα της γερμανικής ιστορίας, το οποίο ενσωματώθηκε στην οικοδόμηση της εθνικής αυτοεικόνας των Γερμανών, είχε μια τελείως διαφορετική δομή από εκείνη των περισσότερων μεγάλων ευρωπαϊκών εθνικών κρατών. Ξεκινούσε με μια μεγάλη και ισχυρή αυτοκρατορία η οποία γνώρισε ανατροπές, έχασε τη συνοχή της και σταδιακά συρρικνώθηκε. Μόλις το 1871, δηλ. αιώνες αργότερα —και σε μεταγενέστερο στάδιο από τα περισσότερα άλλα ευρωπαϊκά κράτη—, κατάφερε η Γερμανία ν’ αλλάξει σελίδα και να πάρει ξανά μια μορφή που να προσεγγίζει, έστω σε μικρότερη κλίμακα, την ιδεατή εικόνα ενός «Ράιχ». Το νέο αυτό κράτος, επιτέλους ενοποιημένο, βρήκε για λίγο καιρό τη θέση του ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, όπως ονειρεύονταν πολλοί Γερμανοί· τότε όμως, το 1918, υπέστη εκ νέου ήττα, την οποία ακολούθησαν τα χρόνια της παρακμής: ως τέτοια βίωσαν πολλοί Γερμανοί την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σύμφωνα μ’ αυτή την ιστορική αυτοεικόνα, το εξιδανικευμένο «Τρίτο Ράιχ» αποτελούσε την τρίτη τους απόπειρα να ξορκίσουν την κατάρα που φαινόταν να τους εμποδίζει να κατακτήσουν το μεγαλείο για το οποίο ήταν προορισμένοι. Ήταν η τελευταία και, από πολλές απόψεις, η πλέον απέλπιδα προσπάθεια να αναστήσουν το «Ράιχ» που οι Γερμανοί ονειρεύονταν επί αιώνες, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρουν να φτάσουν στην πραγμάτωσή του. Κι όπως τόσες πολλές απόπειρες στο παρελθόν, έτσι κι αυτή κατέληξε σε μία ακόμη συρρίκνωση των γερμανικών εδαφών. Και οδήγησε στη διάσπαση της Γερμανίας σε δύο άνισα μέρη.
Οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, ακόμη και οι Ρώσοι, είχαν μια πολύ πιο μακρά εμπειρία της διαδικασίας κρατικής ενοποίησης. Και τα τρία αυτά κράτη ήταν, μέχρι μόλις πρόσφατα, θεμελιωδώς επεκτατικά, το καθένα με τον δικό του τρόπο. Η Γερμανία στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της υπήρξε ένα κράτος όχι μόνο αδύναμο, αλλά και συρρικνούμενο. Η τελευταία διάσπασή της σε δύο μέρη δεν ήταν παρά άλλος ένας κρίκος σε μια αλυσίδα παρόμοιων γεγονότων, στο πλαίσιο της οποίας εδάφη που οι κάτοικοί τους μιλούσαν κάποια παραλλαγή της γερμανικής γλώσσας και που κάποια στιγμή στο παρελθόν ανήκαν στο γερμανικό Ράιχ —π.χ. οι Κάτω Χώρες, η Φλάνδρα, τμήματα της Ελβετίας και της Αυστρίας— είτε αποσχίστηκαν από το κύριο σώμα του είτε υποχρεώθηκαν σε έξοδο. Στα μέσα του μεσαίωνα το γερμανικό Ράιχ είχε επεκταθεί προς Ανατολάς. Με εξαίρεση όμως αυτό το μαζικό κύμα αποικισμού και επέκτασης, βρισκόταν σε μια διαδικασία αυξανομένου κατακερματισμού. Το ρήγμα στην εξέλιξη της γερμανικής γλώσσας, από την επίσημη μεσαιωνική στην επίσημη νέα γερμανική, σηματοδοτεί ένα ρήγμα στην όλη παράδοση της γερμανικής νοοτροπίας, εξαιτίας της μετατόπισης των κέντρων εξουσίας από τις παλαιότερες δυτικές και νότιες περιοχές προς τις προσφάτως εποικισμένες περιοχές στην Ανατολή. Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, η Γερμανία έγινε το πεδίο μάχης της Ευρώπης. Από πολλές απόψεις, η πορεία της γερμανικής εξέλιξης έχει υποστεί περισσότερες αναταράξεις από τις αντίστοιχες πορείες των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Ακόμη και μια πρόχειρη επισκόπηση αρκεί για να καταδείξει τις συνέπειες αυτής της ταραγμένης πορείας στις πεποιθήσεις, στους κληρονομημένους τρόπους συμπεριφοράς και στην αυτοεικόνα των Γερμανών.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός