στη Γεωργία Ξυλούρη
Στο τέλος με ρώτησες,
τι ανοίγει τον δρόμο
ο νους ή η καρδιά;
Ήταν η τελική σου ερώτηση και δεν βιάστηκα να απαντήσω.
Την άφησα να αιωρείται
στον προθάλαμο
όπως κάποιος που περιμένει να τον φωνάξουν
ξεχασμένος
Τι ανοίγει τον δρόμο τελικά;
Επέμενες νομίζοντας πως δεν άκουσα τι με ρωτούσες...
Την κοπαριά,
τον δρόμο πάνω στο απάτητο
το άγριο το χιόνι,
το χιόνι των βουνών
το χιόνι που σωρεύτηκε
και πλάκωσε τους ήχους
και γέμισε τα βάραθρα
το χιόνι που έπεφτε όλη τη νύχτα
κι έκρυψε τα γκρεμνά που πέφτει η ζωή
καμιά φορά και χάνεται και σπάζει...
Το άσπρο το βαθύ το άγριο το χιόνι...
Ποιός περπατάει μπροστά
κι ανοίγει δρόμο βουλιάζοντας
βαθιά έως το γόνατο
Ποιός οδηγεί τα αβέβαια βήματα των άγρυπνων ποιμένων
ο νους ή καρδιά;
Και γω τραυματισμένη από τις τόσες πτώσεις μου
με ρούχα υγρά και κόκκινα μάτια
κρατώντας στα χέρια μου λόγια νεκρά
κι όλα τ' αστέρια μου στον ουρανό σβησμένα
παγωμένη έως το κόκκαλο σε τούτο τον προθάλαμο
Δεν βλέπεις καλή μου;
Την κοπαριά, σου είπα
την κοπαριά, ανοίγει πάντα η καρδιά....
κι ακολουθεί ο νους κατόπι της
ή στο κενό ή σ' όσο δρόμο ανοίξει...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου