Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Ο ρόλος των Ιδεών στους πλατωνικούς διαλόγους Ευθύφρων και Ιππίας Μείζων





Η αρχαία ελληνική σκέψη είναι στραμμένη σταθερά σε όλη την διάρκεια της αρχαιότητας (πρώιμη-κλασική-ύστερη) στο δίπολο «κόσμος – άνθρωπος»,  την δυναμική και τις σχέσεις του οποίου προσπαθεί να αποτυπώσει, μέσω του μυθολογικού ή και του φιλοσοφικού λόγου.  Σε κάθε περίπτωση,  ο αρχαίος άνθρωπος βρισκόταν απέναντι σε μια αντικειμενική πραγματικότητα την οποία προσπαθούσε να ξεδιαλύνει και για μεν τους Έλληνες αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα εκφράζονταν ως η τάξη του Σύμπαντος και εν τέλει Κόσμος, ο οποίος υπήρχε, είχε μέτρο και όρια, αξία αφ’ εαυτού και νόημα να υπάρχει,  ενώ σε άλλες παραδόσεις, όπως π.χ. στην εβραϊκή  ως η θεϊκή αποκάλυψη και θεϊκό σχέδιο για την πορεία της Ιστορίας και την τάξη του κόσμου[1]
Στην κατεύθυνση  της υπεράσπισης της αντικειμενικότητας του κόσμου, όπως την έβλεπε η αρχαία ελληνική παράδοση, ως Κόσμου, και της απορρέουσας απ’ αυτήν αξιολογικής και ηθικής τάξης η οποία πρέπει να αποτυπώνεται στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και την πολιτική συγκρότηση των κοινωνιών, η «θεωρία» των Ιδεών του Πλάτωνα αποτελεί την κορυφαία –και ίσως την ύστατη- στιγμή.

Ο λόγος για τις Ιδέες ή Είδη,  όπως εκφράζεται στο έργο του Πλάτωνα, μπορεί να εκληφθεί ως Θεωρία, όπως μεταγενέστερα έγινε, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι με την ονομασία αυτή (θεωρία), δεν εννοούμε μια δογματική συστηματική παρακαταθήκη που κατέχοντάς την θα είχαμε μια πλήρη και ασφαλή εικόνα για τον πλατωνικό στοχασμό, αλλά ως μια μεγάλης διάρκειας έρευνα του φιλοσόφου για την εύρεση του αληθούς, του ουσιώδους, στην οποία υπάρχουν ενδιάμεσα στάδια και σταθμοί, απόπειρες και συμπληρώσεις, αδιέξοδα και αλλαγές που δεν εγκατέλειψαν ποτέ έως το τέλος της ζωής του τον Πλάτωνα[2]. Η συζήτηση για την χρονολογική κατάταξη των έργων του, υποδηλώνει την ανάγκη μας για συστηματική ανάγνωση και κατανόηση του έργου (από τις πιο ατελείς και ακατέργαστες σκέψεις προς τις πλέον φιλοσοφικά πλήρεις και αυστηρές) είναι ασφαλώς χρήσιμη και νόμιμη, πλην όμως θα μπορούσε και να είναι μια δευτερεύουσα συζήτηση, στον βαθμό που διατρέχοντας τους πλατωνικούς διαλόγους τους κρίνουμε και τους αναλύουμε έχοντας κατά νου την μεγάλη εικόνα : Ο Πλάτωνας δεν αμφιβάλει στιγμή  εάν υπάρχει κάτι, κι αυτό που υπάρχει   είναι  το αντικειμενικά υπαρκτό[3]. Την θέση αυτή υποστήριξε ασυμβίβαστα εναντίον του σχετικισμού, του υποκειμενισμού και της συμβασιοκρατίας της εποχής του και αυτή η θέση του  δεν άλλαξε ποτέ[4].
Ως προς αυτό το «αντικειμενικά υπαρκτό» ο κάθε διάλογος συντείνει είτε απορητικά είτε κανονιστικά και φέρει σπέρματα του μεγάλου πλατωνικού προγράμματος.

Σύντομη αναφορά σε επιλεγμένα σημεία των διαλόγων Ευθύφρων και Ιππίας Μείζων.
Κοινός τόπος των δύο διαλόγων που εξετάζουμε είναι η αφετηριακή ερώτηση που απευθύνει ο Σωκράτης στους συνομιλητές του «τι εστί… ;» . Η ερώτηση για το καθ’ αυτό[5], για αυτό που είναι ο εαυτός του, μαζί με την προσπάθεια να δοθούν ορισμοί λεκτικά εκφρασμένοι, είναι όχι μόνο μεθοδολογικά εργαλεία, αλλά μέρος του ίδιου του προβλήματος : να συλληφθεί και να εκφραστεί η πραγματικότητα στην απόλυτη και έξω από κάθε περιορισμό διάστασή της.
Η  ερώτηση «τι εστί;» επαναλαμβάνεται και όσο επαναλαμβάνεται τόσο φαίνεται καταδικασμένη να πέφτει στο κενό, καθώς οι απαντήσεις που έρχονται   αρχικά αυθόρμητα από τους συνομιλητές του Σωκράτη και στη συνέχεια καθώς προσπαθούν  να διατυπώσουν ορισμούς, δεν είναι ικανοποιητικές. Η απόρριψη των απαντήσεων – ορισμών επιτυγχάνεται μέσω του σωκρατικού ελέγχου. Γιατί όμως οι απαντήσεις στην «πονηρή» ερώτηση, απορρίπτονται και πώς η ερώτηση αυτή συνδέεται με τις Ιδέες;
Στην πρώτη  διατύπωση  της ερώτησης  οι συνομιλητές σπεύδουν να απαντήσουν αντλώντας από την προσωπική εμπειρία τους.   Έτσι, ο μεν Ευθύφρων, στην ερώτηση «τι είναι η οσιότητα;» απαντά έχοντας κατά νου αυτό που αυτός κάνει τώρα, δηλ. να καταγγείλει τον πατέρα του για  τον φόνου του δούλου του[6], ο δε Ιππίας θεωρεί ότι το έχει ήδη απαντήσει με το να κατεργάζεται ωραίες απασχολήσεις για τους νέους και ωραίους λόγους και μάλιστα όπως τώρα δα έκανε στην Λακεδαίμονα[7].
Η αμεσότητα της απάντησης δηλώνει την αμεσότητα της ερώτησης. Ο Σωκράτης ρωτάει για πράγματα της εμπειρίας του μέσου ανθρώπου, για τα αισθητά εκείνα με τα οποία καταγίνονται όλοι στην καθημερινότητά τους[8].  Όλοι έχουν μια  ιδέα   για το τι είναι όσιο, τι είναι ωραίο. Η άμεση (και πρόχειρη) αυτή ιδέα, μέσα από την αμεσότητά της : α) φέρει το στοιχείο του παροντικού (νυν, λέει ο Ευθύφρων), β) προκύπτει (είναι το αποτέλεσμα) από κάποιο εγνωσμένο ή ανεπίγνωστο ιδιοτελές ή στην καλύτερη περίπτωση περιοριστικό προσωπικό κίνητρο, γ) αντλεί το όποιο κύρος της από την κατάδειξη μεμονωμένων περιπτώσεων[9].  Η περιοχή, λοιπόν, όπου κινούνται οι πρώτες απαντήσεις, αλλά ίσως και οι μετέπειτα καθώς οι διάλογοι προχωρούν, είναι το σφαλερό επίπεδο της χρονικής μεταβλητότητας, της εμπάθειας των ανθρώπινων όντων και της αυθαίρετης, ά-λογης περιπτωσιολογίας. Είναι εκείνο το επίπεδο όπου εμφανίζονται οι δυσεπίλυτες ή ανεπίλυτες διαφορές και σωρεύονται οι ασταθείς γνώμες[10].   Στο επίπεδο αυτό, δύσκολα μπορεί να επέλθει ομογνωμία, ακόμα και μεταξύ των θεών[11], όπως αντικρούει ο Σωκράτης τον δεύτερο ορισμό του Ευθύφρονα, διότι η αρέσκεια ή η απαρέσκειά τους για τα γεγονότα, είναι σημαντικότερη και πρότερη αυτών (των γεγονότων) και τους εμποδίζει να δουν καθαρά εάν αυτά είναι όσια ή ανόσια.  Αντιθέτως, οι διαφορές που αφορούν μετρήσιμες ποιότητες μπορούν με την βοήθεια της άσφαλτης δύναμης των αριθμών, να λυθούν[12].    
Επομένως, η εισαγωγική ερώτηση «τι εστί;» καθώς κάθε φορά επανέρχεται και απαιτεί συνεχώς μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης, κάνει πιο ευδιάκριτη την διάσταση που υφίσταται ανάμεσα στο  κόσμο της εμπειρίας , του χρονικά εφήμερου και του τοπικά περιορισμένου από τη μια και στον κόσμο των νοητών, των ανεξάρτητων από χωροχρονικές δεσμεύσεις, λογικών ποιοτήτων ή Ιδεών από την άλλη. Κάνει όμως και το επιπλέον βήμα να αποδώσει στις Ιδέες την αιτία του υπαρκτού μέσα από την σχέση αίτιο – αιτιατό, καθώς και την κατηγόρηση που κάνει το υπαρκτό να είναι αυτό που είναι. Έτσι το όσιον δεν έπεται της καθολικής ομοφωνίας (έστω) των θεών, αλλά προηγείται αυτής[13] και το όμορφο επειδή είναι καθ’ αυτό όμορφο μπορεί να κάνει να είναι όμορφο οτιδήποτε προστεθεί[14].    


Οι δύο υπό εξέταση διάλογοι, μερικά σημεία των οποίων μόνο μπορέσαμε να επισημάνουμε, καταλήγουν σε απορία. Οι Ιδέες είναι σαφώς παρούσες στην σωκρατική έρευνα για το όσιο και το ωραίο, αν και όχι με την ολοκληρωμένη μορφή με την οποία θα παρουσιαστούν αργότερα στο πλατωνικό έργο (Φαίδων, Πολιτεία, Τίμαιος). Κατά τον White, ο ρόλος των Ιδεών είναι γνωσιοθεωρητικός, σημασιολογικός και μεταφυσικός. Εννοώντας μ’ αυτό τον τριπλό προσδιορισμό,  ότι οι Ιδέες μας χρειάζονται κατά πρώτο για να γνωρίσουμε τα πράγματα στην πραγματικότητά τους και για να εξηγήσουμε μερικά γεγονότα, κατά δεύτερο για να νοήσουμε την σημασία που αυτά έχουν μέσα από την διαδικασία της σκέψης και της λεκτικής εκφοράς και τρίτο για να αποκτήσουμε μια συνεκτική εικόνα του συνόλου της πραγματικότητας και των επιμέρους συνόλων που την απαρτίζουν[15].
Η θεώρηση αυτή των Ιδεών, κατά τον White, ανιχνεύεται σε ολόκληρο το έργο του Πλάτωνα. Κατά την γνώμη μου στους δύο διαλόγους που μας ενδιαφέρουν εδώ, η εισαγωγή των Ιδεών στην φιλοσοφική συζήτηση επιτελούν τον ρόλο της προετοιμασίας του εδάφους.
Οι  Ιδέες ή τα Είδη, διανοίγουν μια περιοχή του Είναι κατά έναν ορισμένο λογικό τρόπο, π.χ. κατά τον τρόπο του όσιου  ή του ωραίου. Το ενδιαφέρον του φιλοσόφου που παίρνει την μορφή της ερώτησης «τι εστί..;» είναι ακριβώς για την διανοιγείσα περιοχή, την οποία θα ονομάζαμε οντολογική.  Για τον λόγο αυτό   δεν γίνονται δεκτές οι απαντήσεις που προσκομίζουν οι συνομιλητές του Σωκράτη, που αφορούν επιμέρους περιπτώσεις τις οποίες οι άνθρωποι εντάσσουν στην εν λόγω περιοχή. Όσα επιμέρους παραδείγματα κι αν προσθέσουν οι συνομιλητές, κατονομάζοντας διάφορα πράγματα ως τέτοια (ωραία ή όσια ή οτιδήποτε άλλο) δεν αρκούν για να μας δώσουν μια ιδέα για το Ωραίο ή για το Όσιο, διότι αποτελούν οντικές περιπτώσεις. Εν κατακλείδι, στους περιοδολογημένους ως πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, τίθεται σχεδόν το σώμα της φιλοσοφικής εργασίας έκτοτε : Ποια είναι τελικά η σχέση ανάμεσα στα όντα και στο Είναι, αλλά και ποια η διαφορά τους;


Βιβλιογραφία
-          Πλάτωνος, Ευθύφρων, εκδ. Καρδαμίτσα,  μτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, Αθήνα 1982,
-          Πλάτωνος Ιππίας Μείζων, μτφ. Καρούζου – Κακριδή, εκδ. ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1973
-          Γιανναράς Χρ. Σχεδίασμα Εισαγωγής στην Φιλοσοφία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2013
-          Πολίτης Βας. Το ερώτημα περί της Ουσίας. Η οντολογία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στο Εισαγωγή στην Αρχαία Φιλοσοφία, επιμ. Γεωργ. Καραμανώλης, εκδ. ΠΕΚ, 2017.
-          White Nicholas, Ο Πλάτων για τη γνώση και την πραγματικότητα, εκδ. Gutenberg, μτφ. Χρυσούλα Γραμμένου, Αθήνα 2012





[1] Γιανναράς Χρήστος, Σχεδίασμα εισαγωγής στην Φιλοσοφία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2013, σελ. 281-285
[2] White Nicholas, Ο Πλάτων για την γνώση και την πραγματικότητα, μτφ. Χρυσούλα Γραμμένου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2012, σελ. 303 -307
[3] Ό.π. σελ. 306
[4] Ό.π. Σελ. 25 - 32
[5] Πλάτωνος, Ευθύφρων 5d 4 (αυτό αυτώ όμοιον και έχον μίαν τινά ιδέαν…), μτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1982, σελ. 30  & Ιππίας Μείζων 286c-287b (Εξήγησέ μου καλά το όμορφο αυτό καθαυτό τι είναι..) μτφ. Καρούζου – Κακριδή, ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1973, σελ. 11,
[6] Πλάτωνος,  Ευθύφρων,  5d 10-11, (όσιον εστίν όπερ εγώ νυν ποιώ) σελ. 30-31
[7] Πλάτωνος, Ιππίας Μείζων 285a – 286c. (για τις  όμορφες απασχολήσεις τώρα τελευταία εγώ μίλησα..)   σελ. 10
[8] -   Πολίτης Βασίλης, [Κατά τη γνώμη μου το ερώτημα «τι είναι Φ;» όχι μόνον έχει μια καθημερινή σημασία, αλλά ο Πλάτων επιδιώκει και θέλει διατυπώνοντάς το να εκλαμβάνεται με την καθημερινή του σημασία]. Το Ερώτημα περί της Ουσίας. Η οντολογία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στο Εισαγωγή στην Αρχαία Φιλοσοφία, επιμ. Γ. Καραμανώλης, ΠΕΚ, σελ 222
-  «Γιατί, καθώς κατασκευάζει τη θεωρία των Ιδεών, τα κατηγορήματα που κατά κύριο λόγο τον απασχολούν είναι εκείνα που αποδίδονται σε συγκεκριμένα αισθητά αντικείμενα και γενικά σε αντικείμενα που παρατηρούμε αρκετά συχνά [….] ο Πλάτων ελάχιστα ασχολείται με κατηγορήματα που θα μπορούσαν να αποδοθούν μόνο στα μη αισθητά… Βλ. White, N. ό.π. σελ. 310
[9] Πλάτωνος Ιππίας Μείζων, 288 b-e, όπου αναφέρονται οι περιπτώσεις της όμορφης κοπέλας, της όμορφης φοράδας, της όμορφης χύτρας σελ. 14
[10] Ας θυμηθούμε εδώ το χωρίο της Πολιτείας με το παράδειγμα των δακτύλων (VII, 523a) και ας σημειώσουμε την αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην συγκεχυμένη γνώση που προέρχεται από την άμεση αίσθηση και την λελογισμένη που προκύπτει από την ενεργή ανάμειξη του νου.
[11] Πλάτωνος, Ευθύφρων, 7b 2-5 (ουκούν και ότι στασιάζονται οι θεοί, ω Ευθύφρων, και διαφέρονται αλλήλοις και έχθρα εστίν εν αυτοίς προς αλλήλους) σελ 40
[12] Ασφαλώς ο πλατωνικός ρεαλισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του λογικού θετικισμού και του οράματος για την εύρεση μιας επιστημονικής μεταγλώσσας, η προβληματική όμως παραμένει η ίδια. 
[13] Πλάτωνος Ευθύφρων, 10b 4-11, c 1-4, όπου εισάγονται τα ζεύγη οράται – ορώμενον, άγεται – αγόμενον, φέρεται – φερόμενον, γίγνεται – γιγνόμενον… ό.π. σελ. 54-56
[14] Πλάτωνος Ιππίας Μείζων, (Έγώ σέ ρώτησα γιά τό δμορφο καθαυτό, πού άν προστεθή σέ οτιδήποτε τό κάνει να είναι δμορφο - μά πέτρα είναι, μά ξύλο, μά άνθρωπος, μά θεός, μά κάθε πράξη, μά κάθε μάθηση), ό.π. σελ. 20.
[15] White, N. ό.π. σελ. 32-41.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός