στον Γιάννη Κ.
Ένας θλιμμένος άντρας
Μπορούσε να μένει μέσα στο σπίτι του κλεισμένος για μέρες
άπραγος, σιωπηλός.
Μπορούσε όμως και να μένει έξω, στα μπαράκια με παρέες τα βράδια
άπραγος, φλυαρώντας.
Πουθενά, όπου κι αν έψαξε,
πουθενά δεν μπορούσε να βρει κάτι σπουδαιότερο από την θλίψη του
Έτσι η θλίψη του
παρέμενε για χρόνια,
ο άθικτος κι ο σπουδαιότερος θεός του κόσμου.
Μέχρι που κάποιος του έβαλε στο χέρι ένα μαχαίρι
με μια λεπίδα ακονισμένη ανάμεσα
στο μέσα και στο έξω, κοφτερή ακμή
Πιάστο, του είπε, και σκότωσε τον θεό σου.
Εκείνος παρέμεινε άπραγος, σιωπηλός, φλυαρώντας .
Δίστασε...
Η θλίψη του τον σάρκασε
όπως μια γυναίκα τον άντρα που περιφρονεί.
Ω! παντοδύναμοι θεοί της ύπαρξης που δεν πεθαίνετε ποτέ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου