Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_"κοινωνική ληστεία" και ελληνικό κράτος: μέρος πέμπτο (τελευταίο)

Γράφει η Εύα Μπολιουδάκη

4.    «Κοινωνική Ληστεία» και Αντικομμουνισμός

Καθώς οι τοπικές κοινωνίες εξασθενούν και το κεντρικό κράτος ισχυροποιείται, το φαινόμενο της ληστείας σταδιακά εξαφανίζεται. Υπάρχει όμως μια κρίσιμη λεπτομέρεια που μπορεί να φωτίσει ιδιαίτερα την σχέση ανάμεσα στην Εξέγερση και την Εξουσία η οποία καταδεικνύει, κατά την γνώμη μου, την διαλεκτική συνέχεια. Σύμφωνα με το άρθρο του Mark Mazower «Η συγκρότητηση του αντικομμουνιστικού κράτους»[1], την εξαφάνιση του φαινομένου της ληστείας συνοδεύει η ταυτόχρονη εμφάνιση της αντικομμουνιστικής νοοτροπίας στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος, στις αρχές και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια πρωτότυπη διερεύνηση δύο φαινομένων που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην συνδέονται μεταξύ τους. Το φαινόμενο της ληστείας τοποθετείται σε μια προ-πολιτική εποχή και σ’ αυτό επιβιώνουν όλα τα ανορθόλογα στοιχεία των παραδοσιακών κοινωνιών. Αντίθετα, το φαινόμενο του αντικομμουνισμού γεννιέται μέσα στα πλαίσια ενός σύγχρονου κράτους και μιας κοινωνίας εκβιομηχανισμού και προόδου. Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι ο ιδεολογικός παράγοντας ως στοιχείο που εξασφαλίζει την ένταση ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα ή με τα λόγια του Mazower , ανάμεσα στο «ημέτεροι» και το «υμέτεροι».
Στα χρόνια που ακολούθησαν την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης του 1821 και την ανεξαρτησία της ελληνικής επικράτειας, το νεοσύστατο κράτος χαρακτηρίζεται από αδυναμία επιβολής της εξουσίας του και χρειάζεται την υποστήριξη των τοπικών παραγόντων. Πολλές φορές συμμαχεί με ομάδες ληστών για την εξουδετέρωση ή την εκδίωξη άλλων ανταγωνιστών τους. Πολλοί ληστές επωφελούμενοι από την πολιτική αστάθεια μπαίνουν στο πολιτικό παιχνίδι είτε για να εξασφαλίσουν αμνηστία είτε για να ισχυροποιήσουν την θέση τους με την απόσπαση διαφόρων μικρών και μεγάλων προνομίων.  Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την σχέση ληστών – κράτους μέσα από δύο αντικρουόμενα αξιώματα τα οποία όμως φαίνεται να ισχύουν εξίσου. Το πρώτο διατυπώνεται από τον Anton Bloc και λέει ότι «όσο πιο επιτυχημένη είναι η δράση του ληστή, τόσο μεγαλύτερη η προστασία που του χορηγείται». Το δεύτερο διατυπώνεται από την Ricki van Boeschoten, η οποία ισχυρίζεται ότι «όσο μεγαλύτερη η εδραίωση του έθνους – κράτους, τόσο μικρότερη η προστασία που χορηγείται στους ληστές»[2]. Το γεγονός ότι η έρευνα δεν  αποκλείει κανένα,  καταδεικνύει ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο ρευστότητας με πολλά ανοιχτά ζητήματα και δυναμικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά όμως η ληστεία δεν αποτελούσε την σοβαρότερη απειλή, γιατί το μόνο που αποκάλυπτε ήταν ότι υπήρχαν κάποια όρια στην κρατική εξουσία, χωρίς όμως να αντιτίθεται στο σύνολο αυτής της εξουσίας, αντίθετα συνδιαλεγόταν μαζί της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κρατικές αρχές εφάρμοζαν κατά των ληστών την «πολιτική της αμέλειας» αφήνοντας, πολλές φορές τα πράγματα, να διευθετηθούν από μόνα τους.
            Όμως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η αντίληψη για την κρατική εξουσία αλλάζει. Το κράτος έχει την υποχρέωση απέναντι στο μέλλον της Ελλάδας να δείξει ότι η δύναμή του είναι υπεράνω κάθε προσώπου και πράγματος (είναι μια αντίληψη που ισχύει έως σήμερα). Από την άλλη ο πρωτόγονος και οπισθοδρομικός χαρακτήρας της ληστείας δεν της επιτρέπουν να προσαρμοστεί και να συμβαδίσει με τα νέα ιστορικά δεδομένα. Επίσης το τέλος του Μακεδονικού ζητήματος, ο εκσυγχρονισμός του οδικού δικτύου και η αγροτική μεταρρύθμιση του 1920 σηματοδοτούν το οριστικό τέλος του φαινομένου της ληστείας. Πράγματι, έως το 1935 η ελληνική ύπαιθρος έχει απαλλαχθεί από τους ληστές.
        Στην Ελλάδα η νέα αντίληψη για την κρατική εξουσία πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία, αυτή της κατάρρευσης της Μεγάλης Ιδέας και της μικρασιατικής καταστροφής το 1922. Παράλληλα προχωράει ο εκβιομηχανισμός της οικονομίας και ο εκσυγχρονισμός του κράτους. Σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου, «στόχος του έθνους είναι η οικονομική, πνευματική και ηθική του ανύψωση». Αναλαμβάνει δηλαδή η αστική τάξη να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία σε μια πορεία προόδου και ομογενοποίησης. Όμως κάθε τέτοιος στόχος πραγματοποιείται σε σχέση και αναφορικά με τα εμπόδια που καλείται να αντιμετωπίσει και πρέπει να ξεπεραστούν. Φαινομενικά εμπόδια σ’ αυτές τις φιλοδοξίες στάθηκαν οι ληστές   από τη μια και οι κομμουνιστές από την άλλη. Στο σημείο αυτό παραθέτω ένα μικρό πίνακα σύγκρισης των δύο αυτών «απειλητικών» παραγόντων :

Ληστής
Κομμουνιστής
- Δρα στην ύπαιθρο
- Δρα στην καρδιά των πόλεων
- Είναι τοπικιστής
- Είναι διεθνιστής
- Θέλει δύναμη και επιζητά την δημοσιότητα μέσω της βίας, δείχνοντας ότι αψηφά τις νόμιμες αρχές
- Δρα μυστικά, μέσω της προπαγάνδας και του προσηλυτισμού, λαμβάνοντας μέτρα προφύλαξης.
- Δεν έχει ιδεολογία και το μίσος του για κράτος δεν είναι σταθερό
- Απορρίπτει πλήρως την ιδεολογία των κυβερνώντων αρχών και στρατεύεται σε μια αντίπαλη κοινωνική και πολιτική ιδεολογία.







Εφόσον όμως η απειλή της ληστείας σιγά σιγά φθίνει, ο Mazower αναζητά τα αίτια τηςστροφής προς την νέα  απειλή του κομμουνισμού με την εμφάνιση της αντικομμουνιστικής νοοτροπίας. Εύλογα θέτει δύο ερωτήματα : Η αντικομμουνιστική νοοτροπία εμφανίζεται γιατί πρέπει να βρεθεί μια νέα αποστολή για την αστυνομία αφού ο παραδοσιακός της εχθρός, οι ληστές, έχει εξαφανιστεί; Ή μήπως η ρώσικη επανάσταση και η δημιουργία του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΕ) επαρκούν για την ερμηνεύσουν την ανάπτυξη των αντι-κομμουνιστικών αισθημάτων; Ας σημειωθεί εδώ ότι το κομμουνιστικό κίνημα σε αντίθεση με το φαινόμενο της ληστείας που είχε βαθιές ρίζες στην παράδοση της ελληνικής πραγματικότητας και ισχυρή, μακραίωνη επιρροή στην ύπαιθρο, είχε ελάχιστη απήχηση στα λαϊκά στρώματα στα οποία απευθυνόταν, αφού το ποσοστό του ΚΚΕ σε εθνικό επίπεδο σπάνια ξεπερνούσε το 5%.
Τα πραγματικά αίτια μπορούν αναζητηθούν στην τάση της  ηγεμονεύουσας τάξης να αποδίδει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων και όχι στις κοινωνικές και οικονομικές ανεπάρκειες που προκύπτουν από την ηγεμονία της. Και στην περίπτωση μας οι εξωτερικοί αυτοί παράγοντες –ελλείψει των ληστών- ήταν οι κομμουνιστές. Παράλληλα και αφού έχει καταδειχθεί ο εχθρός, προκύπτει η ανάγκη για την δημιουργία μιας κρατικής μηχανής (η εκτελεστική εξουσία ως πυλώνας του κοινοβουλευτισμού) που να στοχεύει στην επιτήρηση και καταστολή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού στο όνομα του αντικομμουνισμού και της επιβολής της νομιμότητας. Οι στόχοι αυτοί παραμένουν αναλλοίωτοι για τα επόμενα 40 χρόνια, αποτελούν την ιδεολογική ραχοκοκαλιά του αστισμού στην Ελλάδα και εμποτίζουν τον κρατικό μηχανισμό.
Μια σειρά από ενέργειες του επίσημου κράτους και των δικαστικών αρχών,  που στρέφονταν κατά των κομμουνιστών, συντείνουν στο ότι πρόκειται για μια ιδεολογικοποιημένη αντικομμουνιστική νοοτροπία, παρά για ακριβείς προβλέψεις ενός πραγματικού κινδύνου (π.χ. Ιδιώνυμο). Παράλληλα ο αντικομμουνισμός χρησιμεύει ως ιδεολογικό εργαλείο στον κοινοβουλευτικό ανταγωνισμό μεταξύ βασιλικών και δημοκρατικών μετά την πτώση της κυβέρνησης του Πάγκαλου.
Η εμφάνιση του αντικομουνισμού ως ιδεολογική δικαιολόγηση εντός του επίσημου κράτους, μας οδηγεί στο να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα αφενός για την ιδιαίτερη ποιότητα του νέου αυτού πολιτικού μορφώματος κα αφετέρου για τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται στο εξής για την άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής πράξης .
Η βία που ασκούσαν οι ληστές σε φυσικό επίπεδο μέσα από την τρομοκρατία ήταν ένας τρόπος επιβολής και σταθεροποίησης του συστήματος της προπολιτικής κυριαρχίας. Η φυσική βία προϋποτίθετο και  εκ των υστέρων δικαιολογούνταν είτε μέσα από το θιγμένο ατομικό εγωισμό είτε μέσα από την μετουσίωσή της στο παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν (δημοτικά τραγούδια). Με άλλα λόγια στην προπολιτική κατάσταση, η πράξη προϋπάρχει της δικαιολόγησής της, όπως ακριβώς ο φυσικός κόσμος είναι δοσμένος εκ των προτέρων και σ’ αυτόν προσαρμόζονται οι ανθρώπινες κοινωνίες.
Αντίθετα, στο σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος, απαιτείται να προϋπάρχει η δικαιολόγηση, που συνήθως είναι ιδεολογική για να εδραιωθεί η κρατική πράξη η οποία μπορεί να είναι και βίαιη. Επομένως η συγκατάθεση των κυριαρχούμενων στο νεωτερικό κράτος, προϋποθέτει ένα βαθμό ελευθερίας από τον φυσικό καταναγκασμό και δυνατότητα λογικής επεξεργασίας των εκάστοτε διλημμάτων.

Ανάγλυφα, παρουσιάζεται η μεταστροφή από την αυθαιρεσία της πράξης που είναι υπόλογη μόνο στον εαυτό της, στα ένστικτα και στο «ατομικό έτσι θέλω» προς μία συλλογικότερη και γι’ αυτό ανώτερη σκοποθεσία, στην περίπτωση της προσπάθειας ενσωμάτωσης ληστρικών ομάδων στο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα του ΕΛΑΣ.[3].



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην παραπάνω εργασία έγινε προσπάθεια κατάδειξης του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας στην Ελλάδα μέσα από μία σειρά αντιπροσωπευτικών κειμένων, που εξετάζουν το φαινόμενο πολύπλευρα  καλύπτοντας χρονικά την ταραχώδη περίοδο του 19ου-20ου αι.. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να θέσουμε έναν προβληματισμό σχετικά με την αναβίωση του φαινομένου σε πλήρως εκσυγχρονισμένες και καπιταλιστικές κοινωνίες.       
Όπως ο Ε. Hobsbawm υπογραμμίζει στο Υστερόγραφό του [4] «ο ρόλος του κοινωνικού ληστή της υπαίθρου αλλάζει, καθώς παίζεται τώρα σε ένα νέο χώρο, αυτόν της σύγχρονης καπιταλιστικής/βιομηχανικής κοινωνίας, ανάμεσα σε νέα κοινωνικά, οικονομικά και τεχνολογικά σκηνικά, και ίσως από καινούριους ηθοποιούς, που δεν μπορούν πια να χαρακτηρίζονται παραδοσιακοί αγρότες, εκπρόσωποι μιας παλιάς κοινωνίας που παλεύει ενάντια στη νέα, ή υπερασπιστές των φτωχών της υπαίθρου. Αναμφίβολα, η σύγχρονη αναβίωση της ένοπλης δράσης ατόμων και μικρών ομάδων δεν μπορεί παρά να έχει ελάχιστη σχέση με την «κοινωνική ληστεία», την παράδοση, την κληρονομιά και τον τρόπο δράσης της. Από την άλλη πλευρά η συνέχεια των μύθων και των παραδόσεων της κλασικής κοινωνικής ληστείας στον σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο παραμένει ζωντανή. Ο ληστρικός μύθος επιβιώνει σαν ένα είδος λαϊκής μνήμης. Η ιδέα του μεμονωμένου εκδικητή επιζεί, ιδιαίτερα ανάμεσα σε εκείνους που νιώθουν να μην καλύπτονται από τις θεσμοποιημένες συλλογικές οργανώσεις. Επιπλέον, όμως, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους οξυμένα προβλήματα που αφορούν στην περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, λόγω των οικονομικών ανισοτήτων ακόμα και στο εσωτερικό κρατών που μέχρι πρόσφατα ευημερούσαν, την μετακίνηση πληθυσμών λόγω οικολογικών καταστροφών και τα φαινόμενα της νέας βίας που στρέφονται κατά των πιο ευάλωτων και αδύνατων. Οι απαντήσεις δεν θα είναι εύκολες και θα θέσουν σε δοκιμασία εκ νέου τις πολιτικές και κοινωνικές σταθερές.



τ έ λ ο ς

Βιβλιογραφία
-          Blok,  Anton, The Peasant and the Brigand: Social Banditry Reconsidered , Comparative Studies in Society and History, Vol., No 4 (Sep. 1972), Cambridge University Press.  

-          Boeschoten, Riki van, Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία,  Μνήμων, τ. 13, 1991

-          Hobsbawm Eric, Social Bandits : Reply, Comparative Studies in Society and History, Vol., No 4 (Sep. 1972) pp 503-505, Cambridge University Press.  

-          Hobsbawm, Eric, Primitive Rebels, Manchester, 1959

-          Hobsbawm, Eric, Ληστές, μετ. Νίκος Κούρκουλος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2010

-  Βαφέας, Νίκος, Οικονομία και κοινωνία της Σάμου κατά τη μετάβαση στο εθνικό κράτος: συνέχειες και ασυνέχειες, Πρακτικά Συνεδρίου, Από την Αυτονομία στο Εθνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα, Γενικό Αρχείο Κράτους, Σάμος 2014 σ. 39-53

-          Βαφέας, Νίκος, Από την « ληστεία» στο κοινωνικό κίνημα: Η περίπτωση των «Γιαγαδικών» στη Σάμο, συλ. τομ. Όψεις του λαϊκού πολιτισμού, μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2007.

-          Γεωργούλας,  Αντώνης, Κοινωνικές θεωρίες εν δράσει, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010

-           Δαμιανάκος, Στάθης, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987.

-          Κολιόπουλος Γιάννης, Περί «κοινωνικών» και άλλων ληστών στη νεώτερη Ελλάδα,  Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 23, 1980

-          Mazower Mark, Η συγκρότηση του αντικομμουνιστικού κράτους, Ίστωρ 3/1991 σ.σ.65-84

-          Τζούκας, Βαγγέλης, Η κοινωνική ληστεία και η παράδοση ανταρσίας, συλ. τόμος  Όψεις του Λαϊκού Πολιτισμού,  Μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, εκδ. Πλέθρον , Αθήνα 2007.




(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας  Η "κοινωνική ληστεία" στο ελληνικό κράτος και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες



[1] Mazower Mark, Η συγκρότηση του αντικομμουνιστικού κράτους, Ίστωρ 3/1991 σ.σ.65-84
[2]  Boeschoten, Riki van, Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία,  Μνήμων, τ. 13, 1991, σ. 19.
[3] Τζούκας, Βαγγέλης, Η κοινωνική ληστεία και η παράδοση ανταρσίας, συλ. τόμος  Όψεις του Λαϊκού Πολιτισμού,  Μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, εκδ. Πλέθρον , Αθήνα 2007, σ. 148.
[4] Hobsbawm, Eric, Ληστές, μετ. Νίκος Κούρκουλος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2010, σ.234

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός