Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_"κοινωνική ληστεία" και ελληνικό κράτος : μέρος τρίτο

Γράφει η Εύα Μπολιουδάκη

2.   Το φαινόμενο της «κοινωνικής ληστείας» στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα.

Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας εμφανίζεται και στον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου, εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαθέτοντας όμως και δικά του χαρακτηριστικά τα οποία αντιστοιχούν στις γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες της περιοχής. Όπως και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό νότο, εκφράζει τις συγκρούσεις και τις αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν στις αγροτο-ποιμενικές κοινωνίες κατά την μεταβατική περίοδο από την χαλαρή τοπική οργάνωση προς το θεσμοποιημένο, ολοκληρωτικό κράτος, την ενίσχυση των αστικών κέντρων σε βάρος των παραδοσιακών χωριών της υπαίθρου και τις αλλαγές στην χρήση και ιδιοκτησία της γης. 
Στον ελλαδικό χώρο η έρευνα εντοπίζεται από τα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, προσπαθεί να καθαρίσει το τοπίο από τα υπολείμματα του προηγούμενου οθωμανικού status, να ορίσει τα σύνορά του και να αποκτήσει τα εθνικά χαρακτηριστικά των μοντέρνων κρατών δυτικού τύπου. Στην προσπάθεια αυτή, το νεοσύστατο έθνος-κράτος των εξαθλιωμένων ραγιάδων να γίνει δεκτό και αναγνωρίσιμο από τα προηγμένα και εξευγενισμένα διπλωματικά σώματα των άλλων χωρών, επιστρατεύονται οι γνωστές ιδεολογικές αναφορές στο αρχαίο κλέος που όμως υπονομεύονται[1] - συν τοις άλλοις- από την ύπαρξη πολύπλοκων φαινομένων κοινωνικής αναταραχής και ανυπακοής, τα οποία ανθίστανται, παρά τις προσπάθειες καταστολής τους,  και συνυπάρχουν μαζί του, για τουλάχιστον έναν αιώνα με σχέσεις αλληλεξάρτησης από ισχυρές τοπικές εξουσίες. Πρόκειται για την δράση οργανωμένων σωμάτων κλεφταρματολών και ληστών που στον ελλαδικό χώρο αντιστοιχούν στο φαινόμενο της κοινωνικής διαμαρτυρίας των προπολιτικών κοινωνιών, όπως το σκιαγράφησε ο Hobsbawm. Η δράση των σωμάτων αυτών μέσω της παραδοσιακής λαογραφίας, τελικά, ενσωματώνεται στο κεντρικό επαναστατικό αφήγημα της απελευθέρωσης από τον τούρκικο ζυγό, γίνεται μέρος της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων και οι αρχηγοί τους γίνονται εθνικοί ήρωες που αγωνίζονταν «υπέρ θρησκείας και πίστεως»[2]  .
            Η καταγωγή του φαινομένου της «κοινωνικής ληστείας», στο χώρο των Βαλκανίων και της Μ.Ασίας, όπως μας πληροφορεί ο Δαμιανάκος, είναι παμπάλαιη, και διατηρείται από την βυζαντινή εποχή έως όλη την διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας[3]. Μέσα σ’ αυτό συναντάμε πρώτα απ’ όλα τον ορεσίβιο, νομαδικό τρόπο ζωής στον οποίο διασώζονται πολλά αρχαϊκά στοιχεία που οι ρίζες τους χάνονται στο παρελθόν. Λόγω των σκληρών συνθηκών ζωής στη φύση, του αέναου κύκλου των εποχών,  της απομόνωσης σε ορεινές περιοχές, της έλλειψης επικοινωνίας με άλλους πληθυσμούς, οι νομαδικοί – ποιμενικοί άνθρωποι είναι πιο συντηρητικοί, δυσπροσάρμοστοι και κλειστοί στο νέο και την εξέλιξη.  Επιπλέον οι ανάγκες για συχνή μετακίνηση και βοσκή των κοπαδιών, τους υποχρεώνει σε συνεχή αναζήτηση εδαφών και τους φέρνει σε πολεμική σύγκρουση με τους εγκατεστημένους γεωργικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είναι λιγότερο σκληροτράχηλοι και πιο ευάλωτοι στην βία που τους ασκείται. Επομένως, οι ποιμενικοί πληθυσμοί επιδίδονται φυσικά σε έργα πολέμου, ασκούνται και γίνονται ικανότατοι στην κλοπή και επιζητούν την κυριαρχία πάνω σε ένα πληθυσμό κατά κανόνα λιγότερο ικανό από τους ίδιους – τους κυριαρχούμενους- τον οποίο όμως δεν θέλουν να εξοντώσουν αλλά να διατηρούν μαζί του μια συμβιωτική σχέση αλληλεξάρτησης.
            Η συμβιωτική αυτή σχέση δεσμεύει και τα δύο μέρη και για μεν τους ποιμένες επιφυλάσσει το  ρόλο του «σκληρού», του ανυπότακτου, του περήφανου παλικαριού και εν τέλει του «ληστή», για δε τους αγρότες τον ρόλο του υποτακτικού και εν τέλει του «ραγιά». Η κατασκευή αυτή φτάνει να αποτελεί ένα πλαίσιο αυτοκατανόησης των προ-πολιτικών κοινωνιών και εκφράζεται εύλογα μέσα από τα δημοτικά τραγούδια[4].
Φώτη Κόντογλου, Κλέφτες και Αρματολοί 
Τα δημοτικά τραγούδια, όπως έδειξε η Βoeschoten, είναι κυρίως το πολιτιστικό προϊόν των καταπιεσμένων – κυριαρχούμενων που κατορθώνουν έτσι να αποκτήσουν φωνή, να εξυμνήσουν τις κοινές αποδεκτές αξίες της λεβεντιάς, της μπέσας και της ανυποταγής, να αντιταχθούν με ένα τρόπο έμμεσο στον κοινό εχθρό του αγροτο-ποιμενικού τρόπου ζωής που είναι ο εκσυγχρονισμός, να ασκήσουν έλεγχο πάνω στους κυρίαρχους – ληστές και εντέλει να τους το προσφέρουν ως το εξευγενισμένο ιδεατό πορτρέτο τους[5].


Ο λήσταρχος Γιαγκούλας (δεύτερος από δεξιά) με μέλη
της συμμορίας του
Το φαινόμενο της ληστείας αποκτά έτσι ένα βάθος ικανό να παράγει ηθικούς κώδικες και άγραφες δεσμεύσεις και συμπεριφορές που δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως ορθολογικά, γιατί ακριβώς αντιστοιχούν σε ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο. Ο βοσκός εύκολα μετατρέπεται σε ένοπλο ληστή και βγαίνει στο βουνό  όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το νόμο,  η δράση του όμως παραμένει κοινωνικά αποδεκτή και είναι η αναμενόμενη. Θεωρεί την αρπαγή, την ληστεία και τον εκβιασμό ένα είδος εργασίας και δεν διστάζει να στρέφεται κυρίως κατά των πλουσίων γαιοκτημόνων αφού τα πλούτη τους του απέφεραν περισσότερες ευκαιρίες πλουτισμού απ’ ότι οι λεηλασίες των πάμπτωχων αγροτικών νοικοκυριών. Συνακόλουθα, η παρουσία και η δράση του εγγυώνται  την σταθερότητα του αγρο-ποιμενικού κόσμου,  οι δε αρχές και συμβολισμοί  που τις διέπουν είναι άρθρα αυτής της σταθερότητας[6].
Η ληστεία, μπορεί να είναι ένα προϊόν του αγρο-ποιμενικού κόσμου, όμως στις τάξεις της βρέθηκαν και χωρικοί, φυγόδικοι, παραβάτες του νόμου, λιποτάκτες των τακτικών σωμάτων κλπ.   Κατ΄ αυτή την έννοια παραμένει εντός των κοινωνικών πλαισίων, τροφοδοτείται από τον τοπικό πληθυσμό  και συμμετέχει αναγκαστικά στις κάθε είδους μεταβολές που επιφέρει στο πλαίσιο αυτό η ιστορική εξέλιξη. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε την «συμπληρωματικότητα» και την «ομολογία»[7] που αναφέρει ο Δαμιανάκος, αφ’ ενός στην σύνδεση των ένοπλων ληστρικών σωμάτων με τα «τσελιγκάτα» και αφ’ ετέρου στις δοσοληψίες τους με τις τοπικές εξουσίες. Η εξέλιξη της ληστείας στον Ελλαδικό χώρο ακολουθεί την πορεία ακμής του κοινοτισμού, που ήταν ζωντανός έως και έναν αιώνα μετά την επανάσταση και την σύσταση του εθνικού κράτους, ενώ παρακμάζει και εκφυλίζεται όταν ο κοινοτισμός σταδιακά υποχωρεί, αυξάνει η πολιτικοποίηση του κοινού, η ύπαρξη και η φύλαξη των συνόρων περιορίζουν την ακτίνα δράσης των ληστών και τις μετακινήσεις τους, και οι ληστές μεταπίπτουν σε πληρωμένους μπράβους των πολιτικάντηδων ή κυνηγημένους μισότρελους και γραφικούς αντι-κοινωνικούς τύπους, απομεινάρια επαναστατικών ομάδων που περιφέρονται χωρίς εργασία.

Συνεχίζεται... στο επόμενο : ¨Κοινωνική Ληστεία" και Εξουσία στον ελλαδικό χώρο


(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας  Η "κοινωνική ληστεία" στο ελληνικό κράτος και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες




[1] Χαρακτηριστικό γεγονός είναι η «σφαγή του Δήλεσι», που είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο. Βλ. Δαμιανάκος, Στάθης, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987, σελ. 82, και Ληστεία οικίας βρετανού γαιοκτήμονα Edward Noel, βλ. Κολιόπουλος Γιάννης, Περί «κοινωνικών» και άλλων ληστών στη νεώτερη Ελλάδα,  Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 23, 422-436,  1980
[2] Βoeschoten, van Riki, Κλεφταρματολοί, Ληστές και Κοινωνική Ληστεία, Μνήμων, τ. 13, 1991 σελ. 9-23
[3] . Δαμιανάκος, Στάθης, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987, σελ.73 & 75.
[4] Ό.π. Δαμιανάκος, σελ. 86-87
[5] Βoeschoten, van Riki, Κλεφταρματολοί, Ληστές και Κοινωνική Ληστεία, σελ. 9-23
[6] Βλ. «Ο Κώδικας των Ληστών» , Δαμιανάκος, Στάθης, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987, σελ.106-107.
[7] ό.π.  Δαμιανάκος, Στάθης,   σελ.92.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός