περί φρονήσεως
Στα ορεινά χωριά
Τέλος Νοέμβρη ωραίος καιρός, το γκρι που αχνίζει
Ησυχία και ξυλόσομπα
Και συ να ξέρεις ότι πέρα μακριά
Απλώνεται ο πολύβουος κόσμος
Με τις συναντήσεις, τα βιαστικά βήματα, τις βιτρίνες,
Τα μικρόφωνα, τα τροχοφόρα, τα ακροατήρια
Που κάτι ακροώνται
Και συ να ακούς την ξυλόσομπα
Η ώρα έξι, η ώρα οχτώ, η ώρα έντεκα.
Τα κατάλληλα ξύλα
Ένα χοντρό μαζί με ένα λεπτότερο
Δυο χοντρά μαζί μπουκώνουν την ξυλόσομπα
και σβήνει
Δυο λεπτά μαζί χάνονται γρήγορα
και σβήνει
Ένα χοντρό μαζί με ένα λεπτότερο
Κάνουν την ξυλόσομπα
Να τρίζει καθώς διαστέλλεται το μαύρο της σώμα
Ακούς σπινθήρες της φωτιάς
Ακούς το πράγμα ζεστό
Καθαρίζεις μ'ένα πανί το τζαμάκι απ' την αιθάλη
Και φέγγει
Αν θέλεις τώρα μπορείς
Να ψήσεις το φαΐ σου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου