Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ιστοριούλα



Είμαι δακτυλογράφος.
Εδώ και περίπου 30 χρόνια, στην ίδια πόλη, δακτυλογραφώ κείμενα διαφόρων, ήτοι διάφορα κείμενα.
Λεφτά δεν έχω βγάλει. Το ψωμί μου βγάζω, και μην πιστεύετε τις ιστορίες για σέξυ δακτυλογράφους που τα φτιάξανε με τ’ αφεντικά τους και τους έφαγαν περιουσίες στα μπουζούκια και στα καζίνο. Μύθοι του επαγγέλματος. Ποιο επάγγελμα δεν έχει τους δικούς του μύθους ; π.χ. αεροσυνοδός, γιατρός κλπ.
Ασκώ το επάγγελμα ελεύθερα, δηλαδή δεν έχω ένα συγκεκριμένο αφεντικό. Θα μου άρεσε να το ασκώ και υπαίθρια, όπως παλιά οι λούστροι, μ’ ένα κασελάκι, σε μια πλατεία ή σε πολυσύχναστο δρόμο. Αντί για κασελάκι  θα είχα ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα, την  γραφομηχανή και τα χαρτιά μου. Στο τέλος τραβώντας το ωραιοδακτυλογραφημένο χαρτί, θα έλεγα «με τις υγείες σας» και οι πελάτες καμαρώνοντας εμφανώς τα γραφόμενά τους,  θα μου έριχναν το αντίτιμο της εργασίας μου σ’ ένα τενεκεδάκι.
Έτσι τα έχω σκεφτεί. Τα κείμενα.  

Λένε ότι από τα παπούτσια που φοράει, καταλαβαίνεις τι άνθρωπος είναι κάποιος. Είναι σωστό αυτό. Στα κείμενα να δείτε!
Γι’ αυτό λέω σαν λούστρος…Μια έμπειρη δακτυλογράφος, όπως εγώ,  βλέποντας ένα κείμενο, από την εξωτερική του εμφάνιση καταλαβαίνει αμέσως το μέσα.
Ως «εξωτερική εμφάνιση» να λάβετε το περί ποίου πράγματος ομιλεί. Δεν έχει και τόσο σημασία γιατί μιλάει ένα κείμενο, με την ίδια έννοια που όλα τα παπούτσια κάνουν την ίδια δουλειά.
Ως «μέσα» να λάβετε το τι σημαίνει το κείμενο, με την ίδια έννοια που ο καθένας έχει άλλη περπατησιά, άλλον αέρα και ρίχνει αλλού το κέντρο βάρους του σώματός του. 
Καταλαβαινόμαστε, νομίζω…

Τα κείμενα είναι ζωντανά όσο και τα παπούτσια μας. Μυρίζουν, σκονίζονται, σκίζονται και ιδρώνουν, παλιώνουν , τα πετάμε.
Γράφουν διάφορα οι άνθρωποι. Μιλούν για διάφορα. Συμβόλαια, προσφορές, δικόγραφα, προσευχές, ποιήματα, ευχαριστήρια, προσκλητήρια….

Τα πιο εύκολα κείμενα είναι οι προσφορές των εργολάβων για να πάρουν μια δουλειά σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή της πόλης ή των περιχώρων ή κάποιο μερεμέτι. Τόσο επί τόσο ίσον τόσο, συμπεριλαμβανομένων των υλικών, της εργασίας κλπ.
Τελειώνω γρήγορα μ’ αυτά. 

Τα πιο δύσκολα είναι τα πνευματικά κείμενα: ποιήματα, μικρά άρθρα και ιστοριούλες, βιβλιοκριτικές, ανταποκρίσεις από τιμητικές βραδιές και άλλα παρόμοια.  Τα κείμενα αυτά πάνε για δημοσίευση στην εφημερίδα της πόλης μας και συνήθως διαβάζονται από άλλους πανομοιότυπους  συγγραφείς: πρώην στελέχη του δημόσιου τομέα, διευθυντές οργανισμών, απόστρατους σωμάτων, θεολογούντες δασκάλους, προέδρους συλλόγων και σωματείων, απανταχού ευπατρίδες, διαχειριστές πολυκατοικιών, καλές μεσοαστές κυρίες.
Οι άνθρωποι αυτοί, επώνυμοι και διακριτοί, είτε εξακολουθούν να επιτηδεύονται είτε, αφού συμπλήρωσαν προσηλωμένοι και σιωπηλοί τα έτη εργασίας τους, τώρα, συνταξιούχοι πλέον, επιδίδονται στην συγγραφή, ως μια παρακαταθήκη για τις μελλούμενες γενεές, ως ένα απάνθισμα αναμνήσεων ημερών πατριωτικής δόξας, ως ένα λεύκωμα μιας εποχής ρομαντικής κι αθώας, ως συμβουλές στο κατάντημά μας. Πού φτάσαμε; 
Αλίμονο! αναφωνούν, αλήθεια, πού έχουμε φτάσει !!  

Αυτοί όμως δεν χάνουν τίποτα. Είναι από αυτούς τους ανθρώπους που ποτέ δεν έχασαν ή εάν έγινε αυτό κάποτε - πολύ παλιά- αυτοί γρήγορα αντιλήφθηκαν προς τα πού πάει το πράγμα και προσαρμόστηκαν αναλόγως. Αυτοί δεν ηττήθηκαν ποτέ κι ούτε εννοούν να επιτρέψουν να γίνει αυτό τώρα. 

Γι’ αυτό αγοράζουν κάθε μέρα εφημερίδα, κρατούν αρχείο, ενημερώνονται, καλούν ο ένας τον άλλο, παρακολουθούν ο ένας τον άλλον, ελέγχουν εάν το όνομά τους αναφέρεται καθ’ εκάστην,  πάνε σε εκδηλώσεις θρησκευτικές, λογοτεχνικές, αναπτυξιακές, παραδοσιακές, φιλανθρωπικές, πολιτικές, κοινωνικές, επιμορφωτικές, τιμητικές, επιμνημόσυνες  ... Ω! η απειρία των εκδηλώσεων και των πανηγύρεων!! Κάθονται στις πρώτες γραμμές, στις καρέκλες  των επισήμων, και κτυπώντας το πόδι τους ρυθμικά, δίνουν  τον τόνο της πνευματικής ζωής του μικρού μας κόσμου.
Ταπ, ταπ, τάπ!!. Έτσι φθείρονται τα παπούτσια τους. 

Όταν έρχονται σε μένα, τους τα διορθώνω. Πάνω κάτω τα γραμματικά, το καλύτερο που μπορώ με τα συντακτικά, τα σημεία στίξης….
Ένας λούστρος που τρίβει πάνω κάτω, γρήγορα κι επιδέξια  τα παπούτσια των πελατών του και γυαλίζουν…..
Δεν έχασαν ποτέ, τίποτα. Παραμένουν το ίδιο βέβαιοι για τις βεβαιότητές τους, το ίδιο υψιπετείς και πρόθυμοι να υποδείξουν το "ορθό", ν' αγανακτήσουν μέσα στα όρια του "πρέποντος".

Όσο αυτοί δεν χάνουν τίποτα ούτε κι κόσμος  θα χάσει τίποτα από την αγριότητά του.
Καμία Συρία του. 
Θα γίνουν όλες, απ' αυτούς που δεν ηττήθηκαν ποτέ.
Θα εξακολουθούν να περνούν στην πλατεία, οι Συρίες ανενόχλητες. 
"Τι ιστορία!", που θά'λεγε κι ο Καίσαρας... 

Η μια μέρα θα διαδέχεται την άλλη, η μια σφαγή θα προαναγγέλλει την επόμενη, τα φύλλα της εφημερίδας θα μετρούν τις νύχτες μας που θα περάσουν όλες...
Ενώ εμείς θα κοιμόμαστε... 
Θα κοιμόμαστε....

Κι αυτοί θα έχουν να πουν μια ενυπόγραφη φαρδιά πλατιά κουβέντα ακόμα, να δημοσιεύσουν ένα κείμενο γενικού ενδιαφέροντος, μια φιλοφρόνηση, ένα συγχαρητήριο κατιτίς από το δικό τους μικροσύμπαν... Θα επιμένουν ν’ αφήσουν τα χνάρια τους, τις πατημασιές τους, αδιαφορώντας... 

Αδιάφοροι  και προσηλωμένοι στις μύτες των παπουτσιών τους, καμαρώνοντας, θα εξακολουθούν να συνωστίζονται σε τούτη την πλατεία, μπροστά στα τραπεζάκια των υπαίθριων λούστρων και δακτυλογράφων. 
Ιστοριούλα, Καίσαρα...


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός