Εγώ δεν πήγα...
Την θυμόμουν σαν μια μεσόκοπη γερασμένη γειτόνισσα. Με βαμμένα καφέ μαλλιά, πρόσωπο άνυδρο, αυλακωμένο με ρυτίδες του σκληρού αγέλαστου στο στόμα... καθηγήτρια Οικοκυρικών, μορφωμένη, πάει να πει, και κυρία, για τα δεδομένα του μικρού χωριού. Για μένα ήταν απλώς θαμπή...
Τρεις μέρες έμεινε σε ψυγείο λόγω της απεργίας των καραβιών.
Το Σάββατο οι απεργοί έλυσαν την απεργία τους, δεν ξέρω τι πέτυχαν και τι όχι...
Τι νόημα να είχε, άραγε, και αυτή η καθυστέρηση;...
Και κείνη ήρθε επιτέλους, μετά από δεκαπέντε χρόνια στο χωριό.... δεν μπήκε στο σπίτι της.
Το σπίτι της και το άψογο νοικοκυριό της, για το οποίο τουλάχιστον όλοι είχανε να λένε, παρέμεινε κλειστό.
Την φέρανε από την Αθήνα, όπου ζούσε εδώ και κάμποσα χρόνια, μετά την συνταξιοδότησή της.... Είχε όμως το νου της αυτή,... στο χωριό, στην περιουσία της και τα σύνορά της και κάθε τόσο εξαπέλυε εξώδικα, μηνύσεις, τηλεφωνικές προειδοποιήσεις και απειλές σε γείτονες και συνοράτορες, γιατί ο κόσμος είναι κακός και όλοι θέλουν αν το μπορούν να βλάψουν τον άλλο και ο καθένας εχθρευόταν την "καθηγήτρια" που ήταν μορφωμένη και δεν μπορούσε εύκολα να την γελάσει κανείς κουτοπόνηρος ...
Ήξερε αυτή και είχε το νου της και έσφιγγε τα λουριά και έβαζε τον καθένα στη θέση του....όπως έκανε πάντα, γέννημα θρέμμα, βλέπετε, τους είχε "σπουδάσει" όλους αυτούς τους επίβουλους...
Οι χωριανοί πήγανε στην εκκλησία και μετά με τα πόδια στο μικρό κοιμητήριο με τους λιγοστούς σταυρούς. Δεν ξέρω αν έκλαψε κανείς, μετά από τόσα χρόνια και με μεγάλη καθυστέρηση.... μπορεί κάποιος να έκλαψε, αλλά εγώ δεν πήγα για να το δω.
Και μετά δεν κουβεντιάστηκε τίποτα στο χωριό.
Τα παιδιά της έφυγαν το ίδιο απόγευμα με το ίδιο καράβι. Ούτε το σπίτι δεν άνοιξαν, ούτε μπήκανε στην έρημη αυλή της να ρίξουν λίγο νερό στη κληματαριά, να μαζέψουν τα κομμάτια από τις πήλινες γλάστρες που, ξερές καθώς ήτανε, τις έριξε ο αέρας και έγιναν θρύψαλα.... δεν ήθελαν να καθυστερήσουν άλλο. Το γραφείο κηδειών ανέλαβε τα υπόλοιπα της κηδείας της.
Η καμπάνα έπαιξε πέντε έξι φορές πένθιμα... "Χριστός Ανέστη εκ νεκρών"... ακούστηκε.
Την άφησαν και έφυγαν....
Την θυμόμουν σαν μια μεσόκοπη γερασμένη γειτόνισσα. Με βαμμένα καφέ μαλλιά, πρόσωπο άνυδρο, αυλακωμένο με ρυτίδες του σκληρού αγέλαστου στο στόμα... καθηγήτρια Οικοκυρικών, μορφωμένη, πάει να πει, και κυρία, για τα δεδομένα του μικρού χωριού. Για μένα ήταν απλώς θαμπή...
Τρεις μέρες έμεινε σε ψυγείο λόγω της απεργίας των καραβιών.
Το Σάββατο οι απεργοί έλυσαν την απεργία τους, δεν ξέρω τι πέτυχαν και τι όχι...
Τι νόημα να είχε, άραγε, και αυτή η καθυστέρηση;...
Και κείνη ήρθε επιτέλους, μετά από δεκαπέντε χρόνια στο χωριό.... δεν μπήκε στο σπίτι της.
Το σπίτι της και το άψογο νοικοκυριό της, για το οποίο τουλάχιστον όλοι είχανε να λένε, παρέμεινε κλειστό.
Την φέρανε από την Αθήνα, όπου ζούσε εδώ και κάμποσα χρόνια, μετά την συνταξιοδότησή της.... Είχε όμως το νου της αυτή,... στο χωριό, στην περιουσία της και τα σύνορά της και κάθε τόσο εξαπέλυε εξώδικα, μηνύσεις, τηλεφωνικές προειδοποιήσεις και απειλές σε γείτονες και συνοράτορες, γιατί ο κόσμος είναι κακός και όλοι θέλουν αν το μπορούν να βλάψουν τον άλλο και ο καθένας εχθρευόταν την "καθηγήτρια" που ήταν μορφωμένη και δεν μπορούσε εύκολα να την γελάσει κανείς κουτοπόνηρος ...
Ήξερε αυτή και είχε το νου της και έσφιγγε τα λουριά και έβαζε τον καθένα στη θέση του....όπως έκανε πάντα, γέννημα θρέμμα, βλέπετε, τους είχε "σπουδάσει" όλους αυτούς τους επίβουλους...
Οι χωριανοί πήγανε στην εκκλησία και μετά με τα πόδια στο μικρό κοιμητήριο με τους λιγοστούς σταυρούς. Δεν ξέρω αν έκλαψε κανείς, μετά από τόσα χρόνια και με μεγάλη καθυστέρηση.... μπορεί κάποιος να έκλαψε, αλλά εγώ δεν πήγα για να το δω.
Και μετά δεν κουβεντιάστηκε τίποτα στο χωριό.
Τα παιδιά της έφυγαν το ίδιο απόγευμα με το ίδιο καράβι. Ούτε το σπίτι δεν άνοιξαν, ούτε μπήκανε στην έρημη αυλή της να ρίξουν λίγο νερό στη κληματαριά, να μαζέψουν τα κομμάτια από τις πήλινες γλάστρες που, ξερές καθώς ήτανε, τις έριξε ο αέρας και έγιναν θρύψαλα.... δεν ήθελαν να καθυστερήσουν άλλο. Το γραφείο κηδειών ανέλαβε τα υπόλοιπα της κηδείας της.
Η καμπάνα έπαιξε πέντε έξι φορές πένθιμα... "Χριστός Ανέστη εκ νεκρών"... ακούστηκε.
Την άφησαν και έφυγαν....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου