Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Τάκης Παπατσώνης : τα εις εμαυτόν

Τάκης Παπατσώνης (1895-1976)


Τ' ἀγαπημένα, τὰ ὀρθάνοιχτα χρόνια τῆς ζωῆς μου
ποὺ τὰ σφαλήσανε στὴν ἄπνοια καὶ τὴν καταχνιά,
—ὅ,τι μὲ στέρησαν, ποῦ νὰ τὰ ξαναβρῶ;

Προσπάθησα μὲ τὶς ἀφαίρεσες ν' ἀναπληρώσω
ἁρμύρες, ἄστρα, δέντρα, πολιτεῖες·
ἦρθε καὶ μὲ συντρόφεψε ἡ Μελέτη:
σκληρὴ κι' αὐτή, μοῦ φώτισε τὸ τὶ ἔχω χάσει.

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές, πῶς θ' ἀναπλήρωνεν
ὁ θάνατος τὴ ζωή, κι' οἱ ξεραΐλες,
πλούσια χλωρίδα τῶν καλῶν καιρῶν;
μὴν «οἱ νεκροὶ ἀναστήνονται κι' αἰνέσουσί σε;»

Κλείσθηκα καὶ μονώθηκα μὲ τὴν ἀγάπη,
τὴ βαθύρριζη ἀγάπη τὴν πολὺ πιστὴ
κι' ἦταν πηγάδι ἀστέρευτο ἡ εὐφροσύνη,
μ' ἔγνιες, μὲ μέριμνες καὶ μὲ στοργές,
σύνεργα ποὺ γεμίζανε τοὺς ἀδειασμένους
κι' ἀμελημένους χώρους μιᾶς ἄθλιας ψυχῆς.

Ἀλλὰ ἦρθαν καὶ τὰ κόψανε τὰ νήματα,
μοῦ στρέβλωσαν τὴν ἁρμονία καὶ τῆς ἀγάπης,
οὔτε αὐτὴν δὲν μοῦ ἀφῆκαν, μάταιες οἱ ἔγνιες,
κούφιες βγῆκαν οἱ μακρόσυρτες προσευχές.

Καὶ τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή,
ἢ ποιά στροφὴ θὰ μοῦ ἀποδώσει ὅ,τι ἀφαιρέθη;
Καὶ τὸ ἄδικο ποὺ μούγινε, ποιά μοῖρα,
τὸ ἄδικο, ποὺ εἶναι τόσο μυθικὰ μεγάλο,
θὰ βγάλει κέλευσμα νὰν τὸ ἀστερώσει,
γιὰ νὰν τὸ βλέπουν οἱ μελλούμενοι στὶς νύχτες τους
καὶ ν' ἀνακράζουν «βλέπεις τοῦτα τ' ἄστρα,
»μόλις θεατά, μὲ τὰ στριμμένα σχήματα;

»Εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς δυστυχίας κάποιου Παπατσώνη,
»πού τόσο ὑπόφερε, τότε ποὺ μάχονταν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι,
»χρόνια κλεισμένος στὸν περίβολο τῆς μάντρας του,
»χτυπημένος ἀπὸ βολίδα τοῦ κακοῦ.
»Τοῦ Παπατσώνη, ποὺ ἔχασε τὰ ὡραῖα του χρόνια.






Είναι κάποια ποιήματα που λες...  Αυτό είναι!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός