Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_η κυρία Κούλα, η ελπίδα, η αγάπη κι η ζωή

Η κυρία Κούλα αντρογυναίκα ψηλή με αδρά χαρακτηριστικά και φωνή βραχνή απ'τα πολλά τσιγάρα που κάπνιζε.
Αυτό το τσιγάρο ήταν η αφορμή για να την κακοχαρακτηρίσει το χωριό, από εκείνα τα χρόνια που οι γυναίκες που κάπνιζαν ήταν "ελαφριές".
Μόνο ελαφριά όμως δεν ήταν  η κυρία Κούλα...κι όχι μόνο στο σώμα αλλά και στους τρόπους της. Γέννημα θρέμμα Κοκκινιώτισσα δεν μάσαγε τα λόγια της , ήταν ντόμπρα κι ασύμβατη με την μικρόνοη καχυποψία του χωριού και το κατάλαβε γρήγορα. Επιπλέον ήταν και κομμουνίστρια. Ίσως και να κεράτωνε τον άντρα της... ποιός ξέρει;

 Έτσι, τα καλοκαίρια που ερχότανε για κανένα μήνα στο χωριό,  στο πατρικό του συχωρεμένου του άντρα της, όταν καθότανε τα απογεύματα στο σκεπαστό της αυλής, με το βαμμένο κοντό μαλλί της που έκανε ξανθά δακτυλίδια, φορώντας κάτι χρωματιστές ξωμάνικες ρόμπες με τιραντάκι που άφηναν τα χοντρά μπράτσα της να φέγγουν ολόασπρα, με το φαρδύ χρυσό βραχιόλι που τόνιζε ακόμα περισσότερο την πληθωρική παρουσία της και έπινε το καφέ της και κάπνιζε τα τσιγάρα της, κι οι χαμηλοβλεπούσες τσιλιβίθρες του χωριού, με μαντήλια, με μακρυμάνικες μπλούζες κατακαλόκαιρο καθώς γυρνούσαν  απ'τις δουλειές και τους κήπους την χαιρέταγαν με ένα νεύμα ή ένα λόγο μισό, τυπικό...  εκείνη έμοιαζε σαν βασίλισσα καθισμένη στο υπερώον του σπιτιού της, νύφη και ξένη πάντα,  κι αλώβητη από τα βέλη των  οφθαλμών και των κουτσομπολιών τους.
Έτσι την γνώρισα κι εγώ και πήγαινα κανένα απόγευμα να κάνω παρέα με εκείνη την ανοιχτόκαρδη, χοϊκή γυναίκα. Ταιριάξανε τα καπνισμένα χνώτα μας...και τα καταγωγικά μας.
Σ'αγαπάω, βρε... μου έλεγε και γελούσε τρανταχτά.

Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς  απ'το Αϊβαλί και Κυριακή ήταν το όνομά της.  Στην κόρη της έδωσε το όνομα της μάνας της που ήρθε μικρή κοπελίτσα, ορφανή με τα αδέλφια της, τέσσερα ανήλικα στον Πειραιά το 22 και μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο, Ελπίδα...

Η Ελπίδα, κόρη της Κούλας, κομμουνίστρια κι αυτή, στέλεχος του ΚΚΕ,  ήρθε προχθές στο χωριό για κάτι δουλειές...
Την φώναξα για καφέ...
- Τι κάνει η Κούλα; την ρώτησα.
- Γέρασε πια... Έκοψε και το τσιγάρο, οι γιατροί της το ξεκαθάρισαν... Πού εκείνος ο γίγαντας, χώνεψε.. τα έχει τετρακόσια όμως, για όλους ρωτάει... έχει δέκα χρόνια να κατέβει στο χωριό. Σου στέλνει τα χαιρετίσματά της... Παραγγελία μου δωσε να σε βρω και να με πάρει τηλέφωνο..., μου είπε...


Η Ελπίδα έχει μια κόρη την Αγάπη...
Η Αγάπη, η εγγονή της Κούλας, γέννησε πριν  λίγους μήνες μια κόρη κι αυτή... την Ζωή.
- Να σας ζήσει το μωρό... Ζωή;
- Ναι, δεν θέλαμε να της δώσουμε κάποιο οικογενειακό όνομα... είναι μια ανόητη παράδοση, επιτέλους πρέπει να σταματήσουν αυτά. Οι γονείς ας διαλέγουν ότι όνομα θέλουν, ελεύθερα.... Κι έπειτα ακούγεται πιο ωραίο Ελπίδα, Αγάπη, Ζωή...
- Ναι, Ζωή είναι ένα ωραίο όνομα,  ωραίες ιδέες κι αξίες... Πολύ ιδεαλιστικό...
Με κοίταξε απορημένη.

Πάντως αν το λέγατε Κούλα, Κυριακούλα, Κυριακή, ένα πραγματικό όνομα, μιας πραγματικής και στιβαρής γυναίκας, με σαρκα και ιστορία,  που γέννησε την Ελπίδα,  που γέννησε την Αγάπη, που πίσω απ'την πλάτη της ο κόσμος έλεγε πολλά,  που έβηχε κι αγαπούσε πολύ,  να ξέρεις Ελπίδα, ότι και πάλι Ζωή θα το λέγατε το κοριτσάκι,  μόνο που θα ήταν η πραγματικότητα της ζωής κι όχι οι ιδέες που έχουμε γι'αυτήν... και η τιμή που οφείλουμε... Ίσως τότε και η επανάσταση να έπαιρνε ένα νόημα που να μας αφορά.

Δώσε πολλά φιλιά στην μητέρα σου την κυρία Κούλα... που μάλλον δεν θα ξαναδώ κι ούτε θα ακούσω να φωνάζουν στο σπίτι σας τ'όνομά της.
Την αγαπάω κι εγώ να της πεις... και θα της τηλεφωνήσω.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός